πίσω


 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ

ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΦΘΟΓΓΟΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΗΧΟΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΜΟΡΦΕΣ ΥΜΝΩΝ

ΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΥΜΝΟΙ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

OΙ ΜΕΛΩΔΟΙ ΚΑΙ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ (LINKS)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ


 

 

ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β΄ (867-886 μ.Χ.) στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπό τήν ἁγία Πόλη καί ἡ μητέρα του ἀπό τή Βιθυνία. Σέ μικρή ἡλικία οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια, ὅπου διασκόταν τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί σέ νεαρά ἡλικία ἐκάρη μοναχός.

Ἀργότερα ἔφυγε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί μετέβη στή Σελεύκεια, ὅπου ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά τή χειροτονία του ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Τρύφων (928-931 μ.Χ.) τόν διόρισε σέ μία ἀπό τίς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὡς ἱερέα, ὁ δέ διάδοχός του Πατριάρχης Θεοφύλακτος (933-956 μ.Χ.) τόν ἐξελέξε, γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του, Ἐπίσκοπο Κερκύρας.

Ὡς ποιμένας διακρίθηκε γιά τήν ἀποστολική του δράση καί ἀφοσιώθηκε μέ ἀγάπη ἐξ ὁλοκλήρου στό ποίμνιό του. Κάποια στιγμή, ἄγνωστο γιατί, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος (911-959 μ.Χ.) ἐζήτησε νά μεταβοῦν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἄρχοντες τῆς Κέρκυρας. Ὁ Ἅγιος, σέ βαθύ γῆρας, ἀνέλαβε νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά διευθετήσει τά πράγματα. Κατά τήν ἐπιστροφή του παρέδωσε, κοντά στή Κόρινθο, τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό. Τό ἱερό λείψανό του μετακομίσθηκε στήν Κέρκυρα καί εἶναι πηγή πολλῶν θαυμάτων καί ἰάσεων. Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος διακρίθηκε ὡς ὑμνογράφος καὶ συνέθεσε κανόνες στὴν Θεοτόκο καὶ ἄλλους, καὶ διάφορα στιχηρὰ κατὰ διαφόρους ἤχους. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 19 Ἰανουαρίου.

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ, Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν, ὁ Μεταφραστής, Μέγας Λογοθέτης χρηματίσας καί Μάγιστρος ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου, ἔζησε κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ Ι΄ αἰῶνος μ.Χ. Ἔγραψε τό Μηνολόγιον σέ 10 τόμους, τό ὁποῖο περιλαμβάνει 146 Βίους Ἁγίων, ἀπό 1ης Σεπτεμβρίου ἕως 29ης Αὐγούστου. Συνέταξε δέ παγκόσμιο Χρονικόν καί θεωρεῖται ἄριστος ὑμνογράφος, διότι συνέθεσε στιχηρὰ καὶ κανόνες. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 18 Νοεμβρίου.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΗΓΑΡΙΩΤΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ

Ὁ Βασίλειος Πηγαριώτης, Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, καὶ σύγχρονος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου, καταγόταν ἀπό τή Σελεύκεια καί ἤκμασε κυρίως κατά τό α΄ ἥμισυ τοῦ Ι΄ αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκοῦσε ἐπιρροή στά ἀνάκτορα καί τό 931 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στήν χειροτονία ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ Θεοφύλακτου (931-956 μ.Χ.), υἱοῦ τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ Λεκαπηνοῦ (920-944 μ.Χ.). Ὁ Βασίλειος, ὁ ὁποῖος αὐτοαποκαλεῖται καί Ἐλάχιστος, σέ ἀντιδιαστολή πρός τόν Μέγα Βασίλειο, εἶναι γνωστός κυρίως ὡς σχολιαστής ὅλων τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί ὡς ποιητής κανόνων καὶ στιχηρῶν.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΝΙΑΤΗΣ

Ὁ Ἰωάννης Καμνιάτης (904 μ.Χ.), Θεσσαλονικεύς, ἦταν κληρικὸς ἐλλόγιμος καὶ μουσικός.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΠΑΤΖΑΔΑΣ Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ

Ὁ Πανάρετος Πατζάδας ὁ Πράσινος, μουσικὸς δόκιμος ἀκμάσας κατὰ τὸν Ι΄ αἰώνα μ.Χ., συνέθεσε διάφορα μουσουργήματα ἐξηγηθέντα ἐκ τῆς ἀρχαίας στὴ νέα παρασημαντικὴ καὶ ὑπάρχοντα σέ διάφορους μουσικές Ἀνθολογίες. Ἐδίδαξε τὴ μουσικὴ καὶ στὸν υἱὸ αὐτοῦ Γεώργιο τὸν δομέστικο τὸν καὶ Λαοσυνάκτη λεγόμενο, ὡς ἔχοντα τὸ καθῆκον νὰ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία τοὺς ἀνωτέρους κληρικοὺς καὶ τοὺς ἀνωτέρους ὑπαλλήλους τοῦ Παλατίου, ἀναδειχθέντα δὲ διάσημο μουσικὸ καὶ ὑμνογράφο, μελοποιήσαντα ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικὰ ἀλλὰ καὶ δημοτικὰ ἄσματα, ποιήσαντα καὶ ὕμνους. Ὁρισμένα τῶν ἐκλεκτῶν ἔργων τοῦ Γεωργίου ἐδημοσιεύθησαν σέ διάφορες μουσικές Ἀνθολογίες, μετανεχθέντα ἐκ τῆς ἀρχαίας στὴ νέα παρασημαντική.

ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΜΜΟΡΙΟΥ

Ὁ Παῦλος ὁ Ἀμμορίου, ὁ καὶ τῆς Εὐεργέτιδος ἀποκαλούμενος ἕνεκα τῆς διαμονῆς αὐτοῦ στή μονὴ τῆς Θεομήτορος τῆς Εὐεργέτιδος, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καὶ ἱδρυτής. Ἔζησε πιθανῶς κατὰ τὸν Ι΄ αἰώνα μ.Χ. καί συνέθεσε ὕμνο ἰκετήριο στὴν Θεοτόκο καὶ στιχηρὰ εἰς αὐτὴν συμπεριληφθέντα στήν Ὀκτώηχο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνoῦ.

ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ, Ο ΕΚ ΚΑΛΑΒΡΙΑΣ

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Νέος 139 ἐγεννήθηκε στό Ροσσάνο τῆς Κάτω Ἰταλίας τό ἔτος 910 μ.Χ. καί ἐθεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» ἀπό τούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀφιέρωσαν στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὡς παιδί μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ζητώντας ἀπό τούς γονεῖς του νά τοῦ ἐξηγήσουν τό νόημα τῶν δύσκολων ἐδαφίων. Ἦταν ἀκόμα νεαρό παιδὶ, ὅταν ἀπεβίωσαν καί οἱ δύο γονεῖς του, καί τήν ἀνατροφή του τήν ἀνέλαβε ἡ εὐσεβής ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἐμερίμνησε γιά τή μόρφωσή του καί τόν καθοδήγησε μέ τό σωστό τρόπο. Ὅμως ὁ Νεῖλος, ὡς ἕνας εὐπαρουσίαστος, εὐφυής καί εὔγλωττος νέος, εἶναι περιζήτητος ἀπό τίς νεαρές κοπέλλες τῆς πόλεως, καί σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ Βίου , μία ἀπό αὐτές τόν κατακτᾶ. Ἑνώνεται μαζί της καί ἀποκτοῦν ἕνα παιδί. Ὁ Νεῖλος ὅμως δέν παραμένει κοντά τους γιά πολύ. Σέ μία κρίση ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ὁ Νεῖλος βλέπει ἕνα ὅραμα θανάτου καί αἰώνιας καταδίκης, τό ὁποῖο εἶναι τόσο ζωηρό, πού τόν ἔκανε νά τρέμει σύγκορμος. Ἔτσι μία ἡμέρα, χωρίς νά ὁμιλήσει σέ κανένα, φεύγει γιά τίς μονές τοῦ Μερκουρείου. Οἱ μοναχοί ἐκεῖ φοβοῦνται ὅμως νά τόν δεχθοῦν στά μοναστήρια τους, καθ' ὅτι ὁ κυβερνήτης τῆς περιοχῆς εἶχε ἀποστείλει ἐπιστολές σέ ὅλα τά μοναστήρια, ἀπειλώντας τούς μοναχούς καί τή μονή πού θά δεχθεῖ τόν Ὅσιο Νεῖλο. Ἔτσι, ἔστειλαν τόν Ὅσιο σέ μοναστήρι πού εὑρισκόταν σέ ξένη, Λομβαρδικὴ ἐπαρχία.

Καθ' ὁδόν πρός τό μοναστήρι, ὁ Νεῖλος ἐμποδίσθηκε δύο φορές, τή μία ἀπό Σαρακηνό καί τή δεύτερη ἀπό ἱππότη. Καί οἱ δύο τοῦ ὑπέδειξαν νά γυρίσει πίσω. Παρά ταῦτα, ὁ Νεῖλος πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ναζαρίου, ὅπου παρέμεινε γιά λίγο μόνο καιρό. Ἐνδύθηκε τό μοναχικό σχῆμα, μέ τόν ὅρο νά τοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἐπιστροφή στό Μερκούρειο μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἤθελε νά κάνει τόν Νεῖλο ἡγούμενο σέ μία κοντινή μονή, ἀλλά ἐκεῖνος ὁρκίσθηκε πώς δέν πρόκειται ποτέ στή ζωή του νά δεχθεῖ ὁποιεσδήποτε τιμές ἤ ὑψηλές θέσεις.

Κατόπιν αὐτοῦ, ἕνας ἀπό τούς πρώην ὑπηρέτες τόν ἐπισκέπτεται, γιά νά τόν ἐνθαρρύνει στή νέα του ζωή. Ὁ Νεῖλος ζητᾶ ἀπό τόν ὑπηρέτη του νά μείνει μαζί του καί τοῦ δίδει τά ροῦχα καί τό χιτώνα του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος δέν εἶχε τήν οἰκονομική εὐχέρεια νά ἀγοράσει τό ἔνδυμα πού φοροῦν οἱ μοναχοί. Στήν συνέχεια, ὁ Νεῖλος ζητᾶ νά τοῦ δώσουν ἕνα δέρμα προβάτου, γιά νά τό φορᾶ ὡς μανδύα. Συγχρόνως, ἀναγγέλει τήν πρώτη του προφητεία, προβλέποντας τό θάνατο ἑνός κακοῦ εὐγενοῦς, ὁ ὁποῖος διέμενε κοντά στή μονή. Ἀμέσως μετά, ἀναχωρεῖ γιά τό Μερκούρειο.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τρέφει μεγάλο σεβασμό πρός τόν Ἅγιο Φαντίνο († 30 Αὐγούστου) καί ἀναπτύσσεται ἕνας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ τῶν δύο Ἁγίων. Τούς περιστοιχίζουν μοναχοί, γιά νά παρακολουθοῦν τά ἀναγνώσματα τῶν Γραφῶν καθώς καί τίς συζητήσεις τους. Ὅταν κάποιοι μοναχοί πῆγαν σέ ἕνα γέροντα πού τόν ἔλεγαν Ἰωάννη καί ὕμνησαν τήν ἀρετή τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ Ἰωάννης ἐπεθύμησε νά τόν ὑποβάλλει σέ δοκιμασία. Ὅταν ἔτυχε νά συναντήσει ὁ Ἰωάννης τόν Νεῖλο, τοῦ προσέφερε ἕνα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι πού ὁ Ὅσιος δέν ἔπινε ποτέ. Ὅμως πῆρε τό ποτήρι, ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ Ἰωάννου καί ἄδειασε ὁλόκληρο τό ποτήρι. Τό ἔκανε αὐτό σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ὑπακοῆς πρός τό γέροντα.

Μετά ἀπό λίγο καιρό, ἐδέχθηκε δριμύτατη ἐπίπληξη ἀπό τόν Ἰωάννη, ὅταν προσπάθησε νά διορθώσει τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε ὁ Ἰωάννης σέ ἕνα ἐδάφιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Νεῖλος ἐδέχθηκε τήν ἐπίπληξη μέ σεβασμό, ἀλλά ἐβασανιζόταν ἀπό τή σκέψη μήπως ὁ Ἰωάννης σκέπτεται αἱρετικά. Στό σημεῖο αὐτό, ἐμφανίζεται ὁ σατανᾶς στόν Ὅσιο Νεῖλο, μέ τή μορφή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, προκειμένου νά τόν πειράξει. Τοῦ δίδουν μία ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου καί ἐξαφανίζονται. Ἀργότερα τήν ἴδια ἡμέρα, ἀντιλαμβανόμενος πώς ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἦταν αἱρετική, σπεύδει ὁ Ὅσιος Νεῖλος στόν Ἰωάννη καί τοῦ λέγει ὅσα ἔγιναν. Ὁ Ἰωάννης τόν ἀναπαύει καί τόν ἐνθαρρύνει.

Μιά ἔντονη ἐπιθυμία γιγαντώνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ Ὁσίου γιά ἡσυχία, καί μέ τήν εὐλογία τῶν ἐκεῖ Πατέρων πηγαίνει νά μείνει μέσα σέ μιά σπηλιά πού εὑρίσκεται κοντά στή μονή.

Ἕνας ἀπό τούς συνεχεῖς πειρασμοὺς τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι ἡ σκέψη πώς μπορεῖ νά δεῖ ἕνα Ἄγγελο, ἤ μία φλόγα ἤ φωτιά, ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ποή ἦταν ἀφιερωμένη στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στή σπηλιά του. Πολεμᾶ αὐτόν τόν πειρασμό καλύπτοντας τούς ὀφθαλμούς του μέ ποταμοὺς δακρύων καί κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει ὅμως νά πολεμήσει καί σαρκικούς πειρασμούς. Γιά νά τούς πολεμήσει, ρίχνει τόν ἑαυτό του ἐπάνω σέ ἀγκάθια καί μέσα ἀπό τόν πόνο κατασβέννει τήν ἐπιθυμία αὐτή.

Κάποτε πού ἦταν στή Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλὴ καί ἐπιβλητική γυναίκα μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ ἀπό τή μορφή της, πού ὅτι καί ἄν ἔκανε, δέν μποροῦσε νά τή βγάλει ἀπό τή σκέψη του. Βλέποντας πώς χάνει τή μάχη μέ αὐτή τήν ἀδυναμία, στρέφεται πρός τόν Κύριο μέ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο πού ἔχει ἀπέναντί του, βλέπει τή μορφή τοῦ Χριστοῦ νά ὑψώνει τό δεξί Του χέρι καί νά τόν εὐλογεῖ τρεῖς φορές. Ἀπό τή στιγμή αὐτή καί στό ἑξῆς, ὅπως ἀναφέρεται στό Βίο , παύει κάθε πόλεμος καί ἀκάθαρτο ἐρέθισμα στή ζωή του, ὥστε αὐτό πού δέν κατόρθωσε νά ἐπιτύχει μέ τίς πολλές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες του, τό ἀπέκτησε διά τῆς ὁμολογίας τῆς ἰδικῆς του ἀδυναμίας.

Κάποτε ἐπλησίασε τόν Ὅσιο ἕνας μοναχός, ζητώντας νά γίνει μαθητής του. Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ μοναχός ἐκουράσθηκε ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τοῦ Ὁσίου καί ἄρχισε νά φιλονικεῖ μαζί του. Ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισε νά τόν διώξει, ἀλλά ὁ ἐκεῖνος του ὑπενθύμισε πώς πρέπει νά τοῦ δοθοῦν πίσω τά τρία νομίσματα πού τοῦ εἶχε δώσει ὅταν πρωτοπῆγε, τά ὁποῖα ἦταν νά δοθοῦν στούς πτωχούς. Ἄν καί ὁ Ὅσιος δέν εἶχε πλέον τά χρήματα αὐτά, πῆγε σέ ἕνα κοντινό μοναστήρι καί ἐζήτησε νά τοῦ τά δανείσουν, τά ὁποῖα καί ἐξόφλησε στό μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία ἀντίγραφα τοῦ Ψαλτηρίου.

Ὁ Ὅσιος ἀρχίζει νά παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα ὄγκου στό λαιμό του, πράγμα πού καθιστᾶ ἀδύνατη τήν ὁμιλία καί ἐπίπονη τήν κατάποση. Ὁ Ὅσιος Φαντίνος τοῦ ζητᾶ νά ἐπιστρέψει στό μοναστήρι, προκειμένου νά τόν περιποιηθοῦν. Στό μοναστήρι, ὁ Νεῖλος βασανίζεται ἀπό τή σκέψη πώς ἄν φάει ψάρια ἴσως θεραπευθεῖ, ἀλλά ἡ ἐπιθυμία νά φάει ψάρι ἴσως νά προέρχεται ἀπό τό διάβολο. Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ ἔφερε λίγα ψάρια, ἀλλά ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νά τά φάει. Ὁ Κύριος ἀνταμείβει τήν ὑπομονή καί τή γενναιοψυχία τοῦ Ὁσίου καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τόν ὄγκο διαλύοντάς τον μέσα στό λάρυγγά του. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στό σπήλαιό του.

Ὁ διάβολος ἐμφανίζεται στόν Ὅσιο, μέ τή μορφή Αἰθίοπος, ὁ ὁποῖος τόν κτυπᾶ στό κεφάλι μέ ἕνα μεγάλο ρόπαλο. Ὁ Νεῖλος μένει ἀναίσθητος στή γῆ καί ὅταν ἀνασηκώνεται, ἀντιλαμβάνεται πώς τό πρόσωπό του εἶναι πολύ πρησμένο καί μέ πολύ κόπο μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει τό βραχίονά του. Μένει στήν κατάσταση αὐτή ἐπὶ σχεδόν ἕνα χρὀνο, πεπεισμένος πώς καμμία ἀνθρώπινη βοήθεια δέν μπορεῖ νά γιατρέψει πληγές πού ἔχουν προξενηθεῖ ἀπό δαίμονα. Θεραπεύεται, ὅταν ἐπιστρέφοντας στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τοῦ ἐζητήθηκε νά ἀναγνώσει τό Ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πρός τιμήν τῶν δύο Ἀποστόλων. Καθώς προχωροῦσε ἡ ἀνάγνωση, ὁ Ὅσιος προοδευτικά ἐθεραπευόταν.

Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ὅσιος Φαντίνος βλέπει ἕνα ἐκστατικό ὅραμα, τό ὁποῖο προμηνύει τήν καταστροφή τοῦ Μερκουρείου ἀπό τούς Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πώς οἱ ἐκκλησίες, τά μοναστήρια καί τά βιβλία τους πρόκειται ὅλα νά καταστραφοῦν. Ἀρνεῖται νά μείνει μέσα στό μοναστήρι καί ἀντ' αὐτοῦ περιφέρεται στούς γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο μέ ἄγρια βότανα. Στή συνέχεια ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τό Μερκούρειο. Οἱ μοναχοί τῆς μονῆς του ἔρχονται στόν Ὅσιο Νεῖλο, παρακαλώντας τον νά τούς ἀναλάβει καί νά τούς ὁρίσει κάποιον ἡγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμοῦν γιά ἡγούμενο, ἀλλά ἀφήνουν τήν ἐκλογή στόν Ὅσιο Νεῖλο. Ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει μαζί τους στή μονή καί ἐκεῖ ἐπιλέγει ὡς ἡγούμενο τόν ἀδελφό τοῦ Ὁσίου Φαντίνου, τόν Λουκᾶ. Ὁ Λουκᾶς ἀρνεῖται τήν τιμή, ἀλλά ὁ Νεῖλος τόν ἀναγκάζει νά τή δεχθεῖ.

Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος Φαντίνου, ὁ πρῶτος πραγματικός μαθητής του, ὁ μακάριος Στέφανος, ἔρχεται κοντά του. Ὁ Στέφανος εἶναι νεαρός, περίπου εἴκοσι ἐτῶν, ἀγρότης ἀπό πτωχὴ οἰκογένεια, πού φροντίζει τή μητέρα καί τήν ἀδελφή του μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του. Εἶναι γνωστός γιά τήν ἀθωότητα καί τήν ἁπλότητά του. Πηγαίνει στόν Ὅσιο Νεῖλο, κάθεται δίπλα του, καί περιμένει νά τοῦ πεῖ ὁ Ὅσιος τί ἐπιθυμεῖ. Ὅταν ἐρωτᾶται, ἀπαντᾶ πώς ἐπιθυμεῖ νά γίνει μοναχός. Ὁ Νεῖλος προσφέρεται νά τοῦ δείξει τό δρόμο πρός τά μοναστήρια, ὅμως ὁ Στέφανος τοῦ ἀπαντᾶ πώς τά γνωρίζει καί δέν τόν ἀναπαύουν ἐσωτερικά. Προτιμᾶ νά μείνει μέ τόν Ὅσιο Νεῖλο καί ἐπιμένει νά μαθητεύσει κοντά του. Ὁ Ὅσιος τελικά δέχεται νά τόν κρατήσει κοντά του ὡς ὑποτακτικό καί ἀρχίζει νά τόν δοκιμάζει, καθὼς διαπιστώνει πώς ὁ Στέφανος ἀπό τή φύση του εἶναι μᾶλλον τεμπέλης. Ὁ Ὅσιος προσπαθεῖ ἀρχικά νά τόν διορθώσει καί νά τόν κάνει πιό εὐγενή καί ἀνδρεῖο. Μετά ἀπὸ τριετῆ προσπάθεια νά τό ἐπιτύχει αὐτό διά τῆς ὑπομονῆς καί λογικῆς, ὁ Ὅσιος στή συνέχεια ἀποφασίζει νά παιδαγωγήσει πολύ πιό σκληρά τόν Στέφανο. Μερικές φορές τόν κτυπᾶ στήν προσπάθειά του νά τόν ἀναγκάσει νά ἀποστηθίσει τίς ἁπλές προσευχές καί τό Ψαλτήρι. Ὁ Στέφανος ὑπομένει ὅλη αὐτή τή σκληρή συμπεριφορά μέ καρτερία καί προσπαθεῖ νά ὑπακούσει. Μέχρι πού λέγει στόν Ὅσιο πώς δέν ἐνοχλεῖται ἀπό προσβολές τοῦ διαβόλου, ἀλλά πώς τό μοναδικό του βάσανο εἶναι οἱ συνεχεῖς προσβολές τῆς ἀσυγκράτητης ἐπιθυμίας γιά ὕπνο. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ κατασκευάζει ἕνα σκαμνί μέ ἕνα μόνο πόδι, ὥστε κάθε φορά πού θά τόν παίρνει ὁ ὕπνος νά πέφτει κάτω. Ὁ Στέφανος πέφτει κάτω ἄπειρες φορές τραυματίζοντας ἀκόμα τά χέρια καί τό πρόσωπό του.

Ὁ Ὅσιος φέρεται πολύ αὐστηρά στόν Στέφανο. Ἕνα καλό παράδειγμα αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς εἶναι ἡ τιμωρία πού ἐπέβαλε ὁ Ὅσιος, ὅταν ὁ Στέφανος ἔσπασε ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὁ Στέφανος πηγαίνει στόν Ὅσιο καί τοῦ δείχνει τά κομμάτια. Ὁ Ὅσιος τότε δένει ὅλα τά κομμάτια μεταξύ τους καί τά κρεμάει γύρω ἀπό τό λαιμό τοῦ Στεφάνου, κάνοντας τόν Στέφανο νά στέκεται ὄρθιος μέσα στήν τραπεζαρία ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοί ἔτρωγαν, προκειμένου νά τούς ἐπιδεικνύει τό σφάλμα του.

Ὅμως, ὁ Ὅσιος ἐπιδεικνύει μεγάλη ἐλεημοσύνη στόν εὐλογημένο Στέφανο. Ἐρωτᾶ γιά τήν κατάσταση τῆς οἰκογένειας τοῦ Στεφάνου στέλνοντας τήν ἡγουμένη Θεοδώρα, μιά σεβαστή μοναχή πού ἐζοῦσε ἀσκητικά σέ ἕνα κοντινό μοναστήρι μέ μοναχές, νά τούς ἐπισκεφθεῖ. Ὁ Ὅσιος μάλιστα τῆς ζητᾶ νά φιλοξενήσει τή μητέρα καί τήν ἀδελφή τοῦ εὐλογημένου Στεφάνου. Ἡ Θεοδώρα ἔδωσε τή συγκατάθεσή της στήν πρόταση αὐτή, ἔτσι ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή τοῦ Στεφάνου ἔζησαν τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς τους ὑπηρετώντας πιστά καί εἰλικρινά τόν Θεό μέσα στό μοναστήρι αὐτό.

Ἦλθε κάποτε μία περίοδος μέ πολλές εἰσβολές Σαρακηνῶν. Ὅταν οἱ Σαρακηνοί ἐπλησίασαν τήν περιοχή τοῦ Μερκουρείου, οἱ μοναχοὶ ἀνεζήτησαν καταφύγιο στά γύρω ὀχυρά. Ὁ μακάριος Στέφανος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν τήν ἐποχή ἐκείνη στή μονή τοῦ Ἁγίου Φαντίνου, κατέφυγε σέ ἕνα ὀχυρό, χωρίς νά ἐπιστρέψει στό σπήλαιο ὅπου εὑρισκόταν ὁ Ὅσιος Νεῖλος. Ὁ Ὅσιος ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ γιά τό μαθητή του Στέφανο. Ὅταν, πηγαίνοντας στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Φαντίνου τό εὑρίσκει λεηλατημένο καί ἐγκαταλελειμμένο, νομίζει πώς ὁ Στέφανος εἶναι αἰχμάλωτος τῶν Σαρακηνῶν καί ἀρχίζει νά λέγει στόν ἑαυτό του πώς ἐάν ὁ Στέφανος ἦταν αἰχμάλωτος, τότε καί ὁ ἴδιος θέλει νά μοιρασθεῖ τήν αἰχμαλωσία του. Ἄν καί φοβᾶται τή σκληρότητα τῶν Σαρακηνῶν, νοιώθει τήν ὑποχρέωση ὡς Χριστιανὸς νά δώσει τή ζωή του γιά τό φίλο του. Ἔτσι, ἀναχωρεῖ πρός ἀναζήτηση τῶν Σαρακηνῶν. Μόλις ὅμως κατάλαβε πώς τούς εὑρῆκε, ὅλοι τους φαίνεται νά τόν ἀνεγνώρισαν καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά του, βγάζοντας ἀπό τά κεφάλια τους τά τουρμπάνια τους. Ὁ Ὅσιος τότε ἀναγνωρίζει πώς εἶναι ἄνδρες τοῦ ὀχυροῦ πού ἔχουν μεταμφιεσθεῖ σέ Σαρακηνούς, προκειμένου νά προφυλάξουν τήν περιοχή. Ἀπό αὐτούς μαθαίνει πώς ὅλοι εἶναι ἀσφαλεῖς, ἀκόμα καί ὁ Στέφανος.

Ὅσο ἔμενε ὁ Στέφανος στό μοναστήρι, γιά νά βοηθήσει στή συγκομιδή, ἐδιδάχθηκε ἀπό ἕνα γέροντα πώς νά φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ἕνα τέτοιο καλάθι στόν Ὅσιο Νεῖλο στό σπήλαιό του, πιστεύοντας πώς αὐτό θά τόν εὐχαριστοῦσε. Ὅμως ὁ Ὅσιος τοῦ δίδει ἐντολή νά τό καταστρέψει ἀμέσως, ἐπειδή τό ἔφτιαξε χωρίς τήν εὐλογία του. Ὁ ἴδιος γέροντας πηγαίνει ἀργότερα στόν Ὅσιο Νεῖλο καί τόν ἐρωτᾶ ἐάν ὁ Στέφανος μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά μαζέψει ἄχυρο. Ὁ Ὅσιος δίδει τή συγκατάθεσή του. Ὅταν ἐπιστρέφουν, ὁ γέροντας τοῦ λέγει μὲ ἔντονο παράπονο πώς ἔχασε τὸ Ψαλτήρι του. Ὁ Νεῖλος ἐπιπλήττει τόν Στέφανο πού ἐπέτρεψε νά συμβεῖ αὐτό, καθὼς καί γιά τήν ἀπροσεξία του νά μήν ἔχει παρατηρήσει πού εἶχε ἀφεθεῖ τὸ Ψαλτήρι. Τότε τοῦ λέγει πώς ὀφείλει νά δώσει στόν ἡλικιωμένο μοναχό τό ἰδικό του Ψαλτήρι.

Ὅταν κάποτε ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔστειλε τόν Στέφανο στό Ροσσάνο, γιά νά ἀγοράσει μία περγαμηνή, αὐτός ἐπέστρεψε συνοδευόμενος ἀπό ἕνα ἡλικιωμένο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς πόλεως. Τὸ ὄνομά του ἦταν Γεώργιος.

 

Αὐτός εἶπε στόν Ὅσιο πώς ἐπιθυμεῖ νά γίνει μοναχός ἐξ αἰτίας ἑνὸς ὁράματος πού εἶχε δεῖ, ὅπου ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νά πάει στόν Ὅσιο Νεῖλο νά τόν κείρει μοναχό. Ὁ Ὅσιος εἶπε στόν ἄνθρωπο νά πάει σέ κοινόβιο, ὅπου θά βρεῖ ἀνάπαυση ψυχῆς καί σώματος. Τήν ἑπόμενη Κυριακή μάλιστα τόν ὁδήγησε στό κοινοβιακό μοναστήρι τοῦ Καστελάνου, γιά νά τόν ἀφήσει ἐκεῖ, μά ὁ Γεώργιος δέν ἀποδέχθηκε αὐτό τό γεγονός, λέγοντας στόν Ὅσιο πώς δέν εἶναι σωστό αὐτό πού κάνει, καθ' ὅτι ἐκεῖ πού πηγαίνει ὁ δάσκαλος, ἐκεῖ πρέπει νά πηγαίνει καί ὁ μαθητής του. Ἔτσι ἐπέστρεψαν μαζί στό σπήλαιο. Ἐκεῖ, ὁ Γεώργιος ἀφηγήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή του, ἀναφέροντας στόν Ὅσιο πώς ἔχει γνωρίσει ἐξ ἴσου τήν ἀφθονία καί τήν ὑστέρηση καί πώς οὔτε ἡ νηστεία οὔτε ἡ ἐργασία τόν τρομάζουν, καθ' ὅτι τά ἔχει γνωρίσει καί τά δυό, κατά τή διάρκεια τῶν πολλῶν ταξιδίων του ἀνά τόν κόσμο. Ἀνάμεσά τους ἀναπτύσσεται μία βαθειά πνευματική σχέση, καί ὁ Γεώργιος προοδευτικά ἀποδέχεται τήν τραχειά καί ἀσκητική ζωή πού διάγει ὁ Ὅσιος Νεῖλος.

Ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος τοῦ Γεωργίου καί ὁ Βίος , ἀφοῦ σημειώνει πώς ἐξελίχθηκε σέ τέλειο μοναχό, τόν ὑμνεῖ γιά τήν ὑπακοή, τή νέκρωση, τόν ἀσκητισμό καί τήν καταφρόνηση τοῦ ἰδίου θελήματος, πού ὅλα συνιστοῦν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Τό μοναστήρι συνεχῶς ἐμεγάλωνε, ὅμως ὁ Ὅσιος Νεῖλος, λόγῳ τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωροῦσε τόν τίτλο τοῦ ἡγούμενου σέ ἄλλον. Ὁ πρῶτος πού ἔλαβε τόν τίτλο αὐτό ἦταν ὁ μοναχός Πρόκλος, ἕνας ἄνδρας εὐρείας μορφώσεως, πού πρίν ἀκόμα γίνει μοναχός, ἐνήστευε στά νιάτα του, ἐμελετοῦσε τό Ψαλτήρι καθημερινά καί ἔκανε πολλές μετάνοιες ἡμερησίως. Ὡς μοναχός, ἐζοῦσε αὐστηρά ἀσκητικό βίο, ὅμως ἔπρεπε νά μάχεται ἐναντίον πολλῶν ἀσθενειῶν.

Τήν ἐποχή ἑνός τρομεροῦ σεισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ὁ Ὅσιος Νεῖλος πῆγε στό Ροσσάνο. Τό μόνο κτήριο πού ἔμεινε ὄρθιο ἦταν ὁ καθεδρικός ναός, πού ἦταν ἀφιερωμένος στήν Ἁγία Εἰρήνη. Τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅμως ἦταν πώς δέν εἶχε πάθει κακό κανένας ἄνθρωπος ἤ ζῶο. Ὅταν ἔμαθε γι' αὐτό ὁ Ὅσιος Νεῖλος, κατευθύνθηκε πρός τήν πόλη. Ἐκεῖ, εὑρῆκε στό δρόμο ἕνα παλαιό δέρμα λύκου, τό ὁποῖο ἐφόρεσε, γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει κανείς. Τά παιδιά τῆς πόλεως ἔτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες καί φωνάζοντας «Ἐσύ, Βούλγαρε!» , ἐνῶ ἄλλοι τόν ἀποκαλοῦσαν «Φράγκο» «Ἀρμένιο» . Ὁ Ὅσιος Νεῖλος προχώρησε σιωπηλά πρός τόν καθεδρικό ναό, ὅπου ἔβγαλε τό δέρμα τοῦ λύκου καί εἰσῆλθε μέσα στό ναό, γιά νά κλάψει μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἦταν ὁδηγὸς καί προστάτιδά του. Ἐκεῖ, ὁ φύλακας τοῦ ναοῦ, ὀνόματι Κανίσκας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρώην διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Νείλου, μαζί μέ μερικούς ἄλλους ἱερεῖς ἐκπλήσσονται μέ τήν ἐπίσκεψή του στό Ροσσάνο. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπηύθηνε κάποιο λόγο στούς παριστάμενους καί, ἀφοῦ τούς εἶπε νά ἀποχωρήσουν, ἔμεινε μέ τόν Κανίσκα καί προσπάθησε νά τόν πείσει νά ἐγκαταλείψει τήν ἀπληστία του. Ὅμως ὁ Κανίσκας συνεχῶς προέβαλε δικαιολογίες γιά τίς ἁμαρτίες του. Τελικά, ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ εἶπε πώς κάποτε θά ἐπιθυμήσει νά μετανοιώσει, ἀλλά θά εἶναι πολύ ἀργά νά τό κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀσθένησε καί ἔπρεπε νά μείνει στό κρεβάτι του. Τότε ἔλαβε ἐπιστολή ἀπό τόν Κανίσκα, ὁ ὁποῖος τόν ἐκλιπαροῦσε νά πάει κοντά του καί νά τοῦ ἀφαιρέσει τά πλούτη του, πρίν τόν κρατήσει δέσμιο ὁ διάβολος τή στιγμή τοῦ θανάτου. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του καί ἡ μόνη ἀντίδρασή του ἦταν νά ὑμνήσει τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος στήν ἄμετρή Του πρόνοια δέν ἐπέτρεψε νά κάνει αὐτό πού τό θεῖο θέλημα δέν ἐπιθυμοῦσε.

Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐφώτισε τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως πῆγε κοντά στούς μοναχούς του, καθ' ὅτι ὁ διάβολος τριγυρνοῦσε ἀνάμεσά τους ἀναζητώντας νά καταβροχθίσει κάποιον. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος περπατοῦσε ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς του ἀκατάπαυστα ὁλόκληρη τήν ἡμέρα προτρέποντάς τους νά ἐπικαλοῦνται τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά διώξουν μακριά τό διάβολο. Τελικά, τή δεκάτη ὥρα, ὁ διάβολος ἔριξε στό ἔδαφος ἕνα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ἕνα σκυλί. Ὁ Βίος σχολιάζει πώς ὁ διάβολος στήν πραγματικότητα εἶχε σκοπό νά τό κάνει αὐτό σέ ἕναν ἀπό τούς μοναχούς, ἀλλά ἐμποδίσθηκε ἀπό τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὡς Ἄγγελος Κυρίου πού τειχίζει αὐτούς πού ἔχουν φόβο Θεοῦ καί τούς λυτρώνει.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος δυσφοροῦσε καθώς διαπίστωνε πώς οἱ μοναχοί δέν προέκοπταν στήν ἀρετή. Ἔτσι ἀπεφάσισε νά δοκιμάσει τήν ὑπακοή τῶν μοναχῶν του, γιά νά διαπιστώσει ἐάν πρέπει νά συνεχίσει νά ζεῖ μαζί τους ἤ ὄχι. Γι' αὐτό τό σκοπό πρόσταξε τούς μοναχούς νά κόψουν τά πλεονάζοντα κλήματα τῆς μονῆς, ἀφήνοντας μόνο ὅσα χρειάζονται. Οἱ μοναχοί δέν ἀπάντησαν, μόνο βγῆκαν ἔξω καί προχώρησαν νά κάνουν αὐτό πού τούς πρόσταξε ὁ Ὅσιος Νεῖλος. Ὅταν ὁ Ὅσιος εἶδε τήν ὑπακοή τους, ἔδωσε ὑπόσχεση στόν Θεό πώς δέν θά προτιμήσει τίποτε ἐπάνω ἀπό αὐτούς.

Κοντά στό Ροσσάνο ὑπῆρχε ἕνα παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Ἀναστασία, τό ὁποῖο εἶχε οἰκοδομηθεῖ ἀπό τόν Εὐπράξιο, ἕνα Βυζαντινό ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τόν καιρό εὑρικσόταν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ φροντίδα τοῦ παρεκκλησίου εἶχε ἀνατεθεῖ στό μοναχό Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος, πρίν τό θάνατό του, τό παρέδωσε στόν Ὅσιο Νεῖλο. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος οἰκοδόμησε μοναστήρι, γιά τίς μοναχές πού ἐζοῦσαν στά διάφορα μέρη τῆς περιοχῆς εκείνης.

Ὁ Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ὁ δομέστικος Λέων, μαζί μέ τούς ἡγέτες τοῦ Ροσσάνο καί πολλοί ἐκ τοῦ κλήρου καί τῶν λαϊκῶν ἐπῆγαν κάποτε στόν Ὅσιο. Εἶχαν συζητήσει καθ' ὁδόν τίς ἐρωτήσεις πού θά ἔπρεπε νά θέσουν στόν Ὅσιο Νεῖλο, γιά νά τόν δοκιμάσουν. Ὅταν τούς ἀντιλήφθηκε ὁ Ὅσιος, προσευχήθηκε στόν Χριστό, λέγοντας πώς γνωρίζει ὅτι ἔρχονται γιά μάταιους λόγους νά τόν ἐπισκεφθοῦν, καί συνεπῶς χρειάζεται θεία βοήθεια νά πεῖ αὐτά πού εἶναι ἀπαραίτητα, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος τελικά προχώρησε σέ μία μακροσκελῆ ὁμιλία περί τῆς ἀνάγκης γιά ἀρετή καύ τήν ἐγκατάλειψη πονηρῶν ἀτραπῶν. Ἡ ὁμιλία αὐτή ἐβοήθησε τούς ἀνθρώπους νέ ζητήσουν μεγαλόφωνα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό αὐτό, ἔθεσαν πολλά ἐρωτήματα στόν Ὅσιο, ἀλλά ἐκεῖνος ἐχειριζόταν τά ἐρωτήματά τους μέ τρόπο ὥστε οἱ ἐρωτοῦντες νά ἀναγκάζονται νά ἐξετάσουν τίς δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί ἀπό τό Ροσσάνο πῆγαν στήν Κωνσταντινούπολη καί κατέθεσαν ψευδεῖς κατηγορίες σέ βάρος τοῦ Ὁσίου Νείλου ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ δικαστοῦ Εὐπραξίου, λέγοντας πώς ὁ Ὅσιος εἶχε πάρει τιμαλφῆ ἀπό τό μοναστήρι του, μαζὶ μέ ὅλα τά ἀντικείμενα τοῦ μοναχοῦ Ἀντωνίου. Ὁ Εὐπράξιος ἦλθε στό Ροσσάνο μετά ἀπό τό διορισμὸ του ὡς αὐτοκρατορικοῦ δικαστοῦ γιά τήν Ἰταλία καί τήν Καλαβρία. Ὅλοι οἱ ἡγούμενοι τῆς περιοχῆς ἦλθαν νά τόν ὑποδεχθοῦν κατά τήν ἄφιξή του, ὅμως ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔμεινε σέ ἀπόσταση, ἐπιθυμώντας νά μήν παγιδευθεῖ σέ ὅλη τήν πομπώδη αὐτή ἐπίδειξη κολακείας. Παρέμενινε μέσα στό μοναστήρι του, προσευχόμενος γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καί τήν ψυχή ἐκείνου τοῦ ἀξιωματικοῦ. Νοιώθοντας περιφρονημένος ἀπό αὐτή τή σκόπιμη ἀπουσία τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ δικαστής ἄρχισε νά σκέπτεται πώς θά τόν τιμωρήσει. Ὅμως γρήγορα ἀρρώστησε ἀπό γάγγραινα. Παρέμεινε ἄρρωστος ἐπί τρία χρόνια. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τόν ἐπισκέφθηκε καί ὁ δικαστής ἐφίλησε τά πόδια Ὁσίου καί τοῦ ἐζήτησε νά τόν κείρει μοναχό. Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, ἐμοίρασε ὅλα τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί παρέδωσε τό πνεῦμα.

Ὁ στρατηγὸς τοῦ Θέματος τῆς Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στόν Ὅσιο Νεῖλο ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσόν, τό ὁποῖο ἀπέκτησε ὅταν τά στρατεύματά του κατέκτησαν τήν Κρήτη. Ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τὸ παραμικρό μέρος αὐτοῦ τοῦ ποσοῦ καί συμβούλευσε τό στρατηγό νά δώσει τά χρήματα στόν καθεδρικό ναό τῆς πόλεως. Ὁ Βασίλειος ἐρώτησε τόν Ὅσιο ἐάν μπορεῖ τουλάχιστον νά κτίσει ἕνα παρεκκλήσι γιά τό μοναστήρι, τό ὁποῖο διέθετε μόνο ἕνα μικρό ναό φτιαγμένο ἀπό λάσπη. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ὁσίου Νείλου ὅμως τούς ξαφνιάζει, καθ' ὅτι τούς λέγει πώς δέν χρειάζεται νά κτίσουν τίποτε, ἐφ' ὅσον ἡ Καλαβρία σύντομα θά πέσει ὁλόκληρη στά χέρια τῶν Σαρακηνῶν. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποφασίζει νά φύγει ἀπό τήν Καλαβρία καί πηγαίνει στήν Κάπουα. Ἀργότερα φθάνει στή Ρώμη καί μετά ἀπό πολλές περιπέτειες ὁδηγεῖται ἀπό τόν Θεό στόν τόπο πού πρόκειται νά ἐνταφιασθεῖ. Φθάνει στήν πόλη τοῦ Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά ἀπό τή Ρώμη, καί πηγαίνει στή μονή τῆς Ἁγίας Ἀγάθης, ὅπου ὑπάρχουν μερικοί Ἕλληνες μοναχοί. Ὁ πρίγκηπας τοῦ Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστὸς γιά τήν τυραννικότητα καί τήν ἀδικία του, ἔρχεται στόν Ὅσιο καί, βάζοντας ἐδαφιαία μετάνοια στά πόδια τοῦ Ὁσίου, τοῦ λέγει πὼς δὲν εἶναι ἄξιος, λόγῳ τῶν πολλῶν του ἁμαρτιῶν, νά δεχθεῖ τόν Ὅσιο κάτω ἀπό τήν στέγη του, ἀλλά διαπιστώνει πώς ὁ Ὅσιος, ὅπως ὁ Κύριος, προτιμᾶ τούς ἁμαρτωλούς ἀπό τούς δικαίους. Ὁ πρίγκηπας τότε προσφέρει τό σπίτι του, ὅλες τίς ἐκτάσεις του καί τό ὀχυρό του. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὅμως τοῦ δηλώνει πώς χρειάζεται μόνο ἕνα μικρό μέρος τῆς ἐκτάσεως, ὅπου μπορεῖ νά ζήσει σέ ἡσυχία καί ὅπου οἱ μοναχοί του μποροῦν νά ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιον Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες τους καί νά προσεύχονται γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἐνῶ ἡ πλειοψηφία τῶν μοναχῶν παρέμεινε σέ ἀπόσταση ἀπό τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ Ὅσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ μοναχός Παῦλος. Ὁ Ὅσιος τοῦ παρέδωσε τά μοναδικά του ἐπίγεια ὑπάρχοντα, πού ἦταν λίγα κουρέλια, καί ἐζήτησε νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Ὅσιος Νεῖλος τούς εὐλόγησε καί οἱ μοναχοί τόν μετέφεραν μέσα στό ναό, ὅπου ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Λίγο πρίν παραδώσει τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό, τό ἔτος 1003, ἕνας ἀπό τούς μοναχούς τόν ἄκουσε νά προφέρει τά ἑξῆς λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου» .

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνέθεσε ὕμνους στὸν Ὅσιο Βενέδικτο, τούς ὁποίους ἔμελψε μετὰ μελωδικῆς ψαλμωδίας σέ παννυχίδα καὶ μετὰ ἐξηκονταμελοῦς χοροῦ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 26 Σεπτεμβρίου.

ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

Ὁ μοναχός Βαρθολομαῖος, ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Γροτταφερράτης στήν Καλαβρία, ἦταν μαθητὴς τοῦ μοναχοῦ Νείλου καὶ ἰσότιμος μέ αὐτόν στὴν παιδεία, τὴν ἁγιότητα καὶ τὰ ἀσματικὰ ἔργα. Ἐτελεύτησε τό 1040 μ.Χ. Συνέθεσε ὕμνους, μὴ διασωθέντες, στὴν Θεοτόκο καὶ ἄλλους Ἁγίους.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΗΘΙΚΟΣ

Ὁ Νικηφόρος Ἠθικὸς ἦταν μοναχός. Ἔζησε κατὰ τὸν Ι΄ αἰώνα μ.Χ. καί συνέθεσε Οἴκους (κατὰ μέλος), Κοινωνικὰ καὶ ἄλλα μουσουργήματα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΛΥΚΥΣ

Ὁ Ἰωάννης Γλυκὺς (900 μ.Χ.) ἦταν ἔξοχος μουσικὸς καὶ μονογράφος. Αὐτὸς πρῶτος ἐμέλισε τά δογματικά τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ Μαθηματάριον εἶδος , τὰ ἕνδεκα Ἑωθινά τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ κατὰ τὸ παλαιὸν ἤ ἀργὸν Στιχηράριον, προσέτι δὲ τὸ ἀρχαῖον «Δύναμις» , ἀλληλουάριον εἰς ἦχον πλ. α΄, Χερουβικὸν καὶ Κοινωνικόν. Ὑπῆρξε ποιητής τῶν Οἴκων κατὰ τὸ μέλος, ἐποίησε μικρά Προπαίδεια κατά τὸ ἀργὸ στιχηραρικὸ εἶδος σέ ἦχο α΄ πρὸς ἐκγύμνασιν τῶν ἀρχαρίων στὸ διατονικὸ γένος, ἐκανόνισε τοὺς ὅρους τῆς συνθέσεως τῶν μουσικῶν θέσεων κατὰ τὸ εἶδος τῆς μετροφωνίας, ἐκαλλώπισε τὸ εἶδος τοῦ παλαιοῦ ἢ ἀργοῦ Στιχηραρίου, ἔγραψε ὕμνους, ἄσματα, ἀκόμη δὲ καὶ θέματα τοῦ Στιχηραρίου, Κρατηματαρίου, Παπαδικῆς καὶ τοῦ Μαθηματαρίoυ κατὰ τοὺς ἀναγραμματισμούς. Τὰ μουσουργήματα τοῦ Γλυκέως μετεγράφησαν ἀπό τήν ἀρχαία παρασημαντική στή νέα βυζαντινή γραφή.

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΛΟΥΣΙΑΔΗΝΟΣ, Ο ΚΑΙ ΚΟΥΚΟΥΜΑΣ

Ὁ Ἰωάννης Πλουσιαδηνὸς ὁ καὶ Κουκουμᾶς καλούμενος, ἔζησε πρὸ τοῦ μαΐστορος Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλους. Ὁ διάσημος αὐτός ἄνδρας γία τήν παιδεία καὶ μουσικὴ ἐμπειρία του, ἐμέλισε διάφορα ἀργὰ μουσουργήματα, συνέγραψε Θεωρητικόν τῆς Μουσικῆς , στό ὁποῖο πραγματεύεται περὶ μουσικῶν σημείων, μετροφωνίας καὶ ἤχων, ἔγραψε δὲ καὶ τὸ λεγόμενο Μέγα Ἴσον , ἐπιγραφόμενο «Μέθοδος Ἰωάννου τοῦ Πλουσιαδηνοῦ» , ἄλλη Προπαίδεια μικρότερη σέ ὀκτώηχο πρὸς ἐκγύμνασιν τῶν ἀρχαρίων μαθητῶν, ἡ ὁποία φέρει ἐπιγραφὴ «Μέθοδος ἁγιορείτικη» , ἀκόμη δέ καὶ ἕνα Τροχὸν τῆς Μουσικῆς , ἑρμηνευθέντα μαζί μέ ἄλλα ἔργα ἀπό τήν ἀρχαία στή νέα βυζαντινή γραφή.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΧΑΪΤΩΝ, Ο ΜΑΥΡΟΠΟΥΣ

Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης, Ἐπίσκοπος Εὐχαῒτων, ὁ καὶ Μαυρόπους ἐπικληθείς ὡς ἐκ τοῦ χρώματος τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ἤκμασε κατὰ τίς ἀρχές τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος μ.Χ. Συνέγραψε πολυάριθμους ἀσματικοὺς κανόνες, ἐκ τῶν ὁποίων 70 πρὸς τὴν Θεοτόκο σέ ὀκτὼ ἤχους, 25 στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, 11 στόν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, 8 στόν Ἰωσὴφ τὸν Ὑμνογράφο, τὴν ἀκολουθία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ διάφορα στιχηρὰ τροπάρια ἰδιόμελα. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας καί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 5 Ὀκτωβρίου.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ

Ὁ Γεώργιος Σκυλίτσης ἦταν ποιητὴς κανόνων.

ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΤΗΘΑΤΟΣ, Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ

Ὁ Νικήτας Στηθᾶτος ἦταν ἡγούμενος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει μονῆς τοῦ Στουδίου, καί συνέγραψε πολλά ἔργα. Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες πληροφορίες περί αὐτοῦ βρίσκουμε στόν ὑπ' αὐτοῦ συνταχθέντα Βίο Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου , κυρίως στά κεφάλαια 131-140. Σύμφωνα μέ αὐτές ἐγκατέλειψε σέ νεαρά ἡλικία, μόλις 14 ἐτῶν, τόν κόσμο καί διέκοψε τά μαθήματα τῆς θύραθεν παιδείας γιά νά ἀκολουθήσει τό μοναχικό βίο. Φαίνεται ὅτι ἀπό τήν ἀρχή εἰσῆλθε στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ἀργότερα προσέφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες. Προσελκύσθηκε ὅμως νωρίς ἀπό τή φήμη περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος τότε παρέμενε στό ὑπ' αὐτοῦ ἱδρυθέν μονύδριο τῆς Ἁγίας Μαρίνης ἐπί τῆς μικρασιατικῆς ὄχθης τῆς Προποντίδος. Ὁ Νικήτας, πού διέμενε μόνιμα στή μονή τοῦ Στουδίου, ἐπισκεπτόταν συχνά τόν Ἅγιο Συμεών καί ἐπηρεάσθηκε τόσο ἀπό αὐτόν στίς σκέψεις καί πράξεις, ὥστε καλοῦσε τόν ἑαυτό του «γνήσιο μαθητή» καί «πνευματικό τέκνο αὐτοῦ». Στά ἁγιολογικά ἔργα αὐτοῦ κατατάσσεται καί Κανόνας στόν Ἅγιο Νικόλαο. Τά λειτουργικά ἔργα αὐτοῦ ἀναφέρονται α) στή ζώνη τῶν Στουδιτῶν Διακόνων, β) στόν διά τῶν χειρῶν ἀσπασμό, καί γ) στό «Ἀλληλούῒα» τῶν Ἀναβαθμῶν. Ὁ Νικήτας Στηθᾶτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη πιθανῶς περί τό 1090.

ΝΙΚΗΤΑΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

Ὁ Νικήτας, Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας (1075), ποιητὴς ἀσματικῶν κανόνων, ἐγεννήθηκε τό 1030 καί ἦταν ἀνεψιός τοῦ Μητροπολίτου Σερρῶν, γι' αὐτό καί ἀποκαλεῖται «ὁ τοῦ Σερρῶν». Διετέλεσε διάκονος, διδάσκαλος καί σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως καί πρώξιμος τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς. Τότε ἀναμφίβολα συνέθεσε τά διάφορα ἔργα του. Τό 1075 ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς Ἡρακλείας τῆς Θράκης καί ἐκοιμήθηκε τό 1100. Τό πλέον ἐνδιαφέρον μέρος τοῦ ἔργου του ἀποτελεῖται ἀπό ἁγιογραφικά κείμενα καί ἀπό σχόλια ἐπί τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ

Ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς, ποιητής κανόνος δογματικοῦ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἦταν ἐπιφανής ἱστορικός, λεξικογράφος, κανονολόγος, σχολιαστής, ἁγιολόγος καί ποιητής, ἀκμάσας στό Βυζάντιο κατά τόν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ. Συνδεόταν μέ τόν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Κομνηνό (1081-1118) στόν ὁποῖο προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του ὡς πρωτοασηκρῆτις καί μέγας δρουγγάριος τῆς βίγλης. Μετά τό θάνατο ὅμως τοῦ Ἀλεξίου ἔγινε μοναχός καί ἀποσύρθηκε στή νῆσο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ἄριστος νομομαθής, συνέταξε ἐκτεταμένο καί μεγάλης σπουδαιότητος ὑπόμνημα σέ ὅλους τούς μέχρι τότε γνωστούς Κανόνες τῶν Ἀποστόλων, τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἁγιολογία καί ἡ ὁμιλητική δέν ἄφησαν ἀδιάφορο τόν Ἰωάννη. Συνέταξε ὁμιλίες στήν Ὑπαπαντή καί τόν Τίμιο Σταυρό, τό βίο τῆς Ἁγίας Εὐπραξίας καί πόνημα περί τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἀπό τά ποιήματά του διασώθηκαν ἕνας κανόνας στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐνῶ τό ἄλλοτε γνωστό περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποίημά του ἐχάθηκε. Ἀσχοληθείς καί κριτικά μέ τήν ποίηση ἔγραψε ἐξηγητικά σχόλια στούς ἀναστάσιμους κανόνες τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, διαλαβών καί περί ὁρολογίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως, καί ὑπόμνημα στά τετράστιχα καί μονόστιχα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ

Ὁ Κωνσταντῖνος Ψελλός ἐγεννήθηκε στή Νικομήδεια τό ἔτος 1018. Οἱ γονεῖς του ἠδυνη΄θησαν νά δώσουν σέ αὐτόν μόρφωση ἀνάλογη πρός τήν ἔκτακτη εὐφυῒα τοῦ υἱοῦ τους. Ἰδιαίτερα γιά τήν ἐκπαίδευσή του ἐφρόντισε ἡ μητέρα του, τήν ὁποία καί ἀποθανοῦσα ἐγκωμίασε ἐκτενῶς. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπό οἰκογένεια πατρικίων καί ὐπάτων, ἀλλά ἡ οἰκονομική κατάστασή του δέν ἦταν ἱκανοποιητική. Γι' αὐτό ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἔφθασε τό ὄγδοο ἔτος καί ἔπρεπε νά ἀποφασισθεῖ ἄν προχωρήσει ἤ ὄχι στίς σπουδές του, ἡ μητέρα του τόν ἐνίσχυσε στό νά συνεχίσει, μετά ἀπό ὄνειρο στό ὁποῖο εἶδε τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε: «Ἐγώ καί ὡς παιδαγωγός ἅψομαι αὐτοῦ καί ὡς διδάσκαλος ἐμπλήσω παιδεύσεως» . Παλεύοντας πρός ποικίλες στερήσεις ἐπροχώρησε στίς σπουδές του, ἐχρημάτισε δέ μαθητής τῶν μετέπειτα Ἰωάννου (Μαυρόποδος), Ἐπισκόπου Εὐχαῒτων, καί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Ξιφιλίνου στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, παράλληλα μέ τή φιλοσοφία, ἐσπούδασε τά νομικά καί ἐξήσκησε στή συνέχεια τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Ἐπί Μιχαήλ τοῦ Παφλαγόνος (10341041) ἐχρημάτισε δικαστής στή Φιλαδέλφεια, ἐπί τοῦ βασιλέως δέ Μιχαήλ Καλαφάτη εἰσῆλθε στήν ὑπηρεσία τοῦ παλατίου, ὅπου καί προόδευσε πολύ γρήγορα, ὥστε διακρινόμενος ἤδη ὡς σοφός καί πολιτικός ἄνδρας ὑπηρετοῦσε ὄχι μόνο στό παλάτι ἀλλά καί ὡς καθηγητής τῆς φιλοσοφίας, διορισθείς ἀπό τόν Κωνσταντῑνο τόν Μονομάχο. Ὡς πρωτοασηκρῆτις καί βεστάρχης ἦταν ἐγγύτατα πρός τά κρατικά πράγματα, ὡς καθηγητής δέ ἔτυχε τοῦ τίτλου τοῦ ὑπάτου τῶν φιλοσόφων. Τό 1054 ἀποσύρθηκε σέ μονή τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, ὅπου ἐκάρη μοναχός λαβών τό ὄνομα Μιχαήλ. Γρήγορα ὅμως ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη καί ὑπηρέτησε τό νέο βασιλέα Ἰσαάκ Κομνηνό. Ἐκοιμήθηκε μεταξύ Ἀπριλίου καί Μαῒου τοῦ ἔτους 1078. Συνέγραψε σπουδαῖο ἔργο γιά τή μουσική, πού περιέχει συλλογή λέξεων γιά τή μουσική ἐπιστήμη, ὁρισμούς καί κανόνες γιά τή μελοποιῒα, τή διαίρεση τῶν ἤχων καί τῶν κλάδων αὐτῶν. Ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἐξέδωσε ὁ Γάλλος Ruelle.

ΛΕΩΝ ΒΥΖΑΣ ἤ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ

Ὁ Λέων εἶναι σύγχρονος τοῦ Γερμανοῦ καί ἐξ ἴσου ἀξιόλογος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλα τά ἔργα του ἔχουν τήν ἐπιγραφή «Βύζαντος» ἤ «Βυζαντίου» ἀπό τά ὁποῖα τά πιό γνωστά εἶναι: Τά ἰδιόμελα τῆς Λιτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, τό δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Μεταμορφώσεως, τό ἰδιόμελο πού ψάλλουμε μετά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τά προεόρτια δοξαστικά τῶν Χριστουγέννων καί πάρα πολλά ἀκόμη σέ διάφορες ἑορτές πού εἶναι μέσα στά δώδεκα Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ

Ὁ Χριστοφόρος ἦταν διάσημος ποιητής πού ἤκμασε κατά τόν ΙΑ΄ αἰώνα μ.Χ. Περί τοῦ βίου του ἐλάχιστα ἤ σχεδόν τίποτε δέν γνωρίζουμε. Ἀπό τίς ἐπιγραφές στά χειρόγραφα ἔργα του πληροφορούμεθα ὅτι ἦταν ἀνθύπατος, πατρίκιος, ὑπογραφεύς τοῦ αὐτοκράτορος καί κριτής τῆς Παφλαγονίας. Τό ποιητικό ἔργο αὐτοῦ διακρίνεται σέ ἐπιγράμματα, ἡρωϊκούς στίχους, στιχηρά καί κανόνα, λειτουργικοῦ κυρίως χαρακτῆρος, ἀλλά καί γενικώτερου. Ὅμως τό μέγα ἔργο τοῦ Χριστοφόρου εἶναι ὅτι ἔγραψε ἰαμβικά δίστιχα γιά κάθε Ἅγιο ὅλου τοῦ ἔτους, ἡρωϊκούς στίχους γιά τόν κύριο Ἅγιο ἑκάστης ἡμέρας, στιχηρά γιά ὅλους τούς Ἁγίους τοῦ ἑορτολογίου καί κανόνα, στίς ὠδές τοῦ ὁποίου κατά σειράν μνημονεύονται ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί οἱ ἑορτές τοῦ ἔτους. Ἑπομένως ὅ,τι ὑπῆρξε γιά τούς Βίους τῶν Ἁγίων ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής, ὑπῆρξε ὁ Χριστοφόρος Μυτιληναῖος γιά τά ἱερά ἐπιγράμματα στά Μηναῖα, κωδικοποιήσας αὐτά 140. Οἱ κανόνες τοῦ Χριστοφόρου συμπεριλαμβάνονταν στό Ὡρολόγιον τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων 141.

Ἀποσπάσματα ἐκ τῶν Κανόνων

Σεπτεμβρίου, Ὀκτωβρίου, Νοεμβρίου

Ὠδή α΄. Ἦχος α΄. Θαλάσσης τό ἐρυθραῖον.

Τόν στῦλον ὁ Συμεών κατώκησε τήν Ἐκκλησίαν αἰτῶν ὡς ἐπί στύλου ἵστασθαι στερροῦ, ὁ δέ Μάμας τήν τρίαιναν διά Θεόν ὑπήνεγκε τόν ἐν Τριάδι γνωριζόμενον.

Ὠδή δ΄. Ἐπαρθέντα σε ἰδιοῦσα.

Τοῦ Σταυροῦ σου τῇ ὑψώσει, Χριστέ Θεέμου, πιστῶν τό κέρας ὕψωσον, καί, θείαις πρεσβείαις τοῦ τό πῦρ μή πτήξαντος Νικήτα τοῦ μάρτυρος, νίκας ῷ λαῷ σου χορήγησον.

Ὠδή α΄. Ἦχος πλ. α΄. Ἵππον καί ἀναβάτην.

Λίθοις τόν Ἀνανίαν τέμνουσι βάλλοντες, Ἰουστίναν τε κόρην, Κυπριανόν τε τέμνουσιν, Ἀρεοπαγίτην δέ κτείνει ξῖφος ἄνδρα οὐρανομύητον Διονύσιον.

Ὠδή α΄. Ἦχος βαρύς. Νεύσει σου πρός γεώδη.

Θείοις Ἀναργύροις ἀνευφημῶ τρεῖς καυθέντας, στερρόν Ἀνεμπόδιστον, Ἀκίνδυνον, Πηγάσιον, οἷσπερ καί Ἐλπιδοφόρος ξίφει συναθλεῖ καί γενναῖος Ἀφθόνιος.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης ἐγεννήθηκε στό Δυρράχιο καί ἤκμασε τόν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ. Στοιχεῖα γιά τή ζωή καί τή δράση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μουσικοῦ καί Ὁσίου τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκουμε σέ κώδικες τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἰδιαίτερα στή Μονή Μεγίστης Λαύρας. Καταγόμενος ἀπό ἀγροτική οἰκογένεια, ἔχοντας ὅμως θαυμάσια φωνή, ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά σπουδάσει στήν αὐτοκρατορική σχολή. Τά πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του ὑπῆρξαν δύσκολα. Ἀργότερα ἐγνώρισε τόν ἡγούμενο τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀπό τόν ὁποῖο ἔμαθε γιά τή μοναχική ζωή στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀποφάσισε νά μονάσει. Πηγαίνει στό Ὄρος ἀποκρύπτοντας τήν πραγματικότητα. Τοῦ ἀνατίθεται τό διακόνημα τοῦ βοσκοῦ. Ἀποκαλύπτεται ὅμως ἡ ταυτότητά του καί γίνεται δεξιός ψάλτης τῆς Μονῆς, θαυμαζόμενος ἀπό ὅλους. Κατά τήν παράδοση, σέ μία ἀπό τίς ἀγρυπνίες ἀποκοιμήθηκε μέσα στό ναό ἀπό τήν πολύ κούραση. Ὅταν ἐξύπνησε εὑρῆκε στό χέρι του ἕνα χρυσό νόμισμα, δῶρο τῆς Παναγίας. Ἀπό τότε ὁ Ἰωάννης αὔξησε τό ζῆλο του στήν ψαλτική καί ἔψαλε συνέχεια.

στάχωση ἀπό δέρμα βαθέος καστανοῦ χρώματος μέ ἔντυπη παράσταση τῆς Θεοτόκου εἶναι ἐλαφρώς φθαρμένη στίς γωνίες. Περιέχεται στήν ἀρχή ἡ συνήθης Προθεωρία καί οἱ μέθοδοι τῆς Ψαλτικῆς τοῦ Γρηγορίου Mπούνη Ἀλυάτου καί Ἰωάννου Mαΐστορος τοῦ Kουκουζέλη, (Μονή Ἰβήρων, κώδικας 951, περί τό 1670, γραφέας: Γερμανός, ἀρχιερεύς Nέων Πατρῶν, χάρτης, 27, 2 x 18 ,5 ἑκ., φφ. 192).

Τό συγγραφικό ἔργο του εἶναι πλούσιο καί σημαντικό. Ἀπό τά πιό σπουδαῖα πού σώζονται εἶναι τό «Μέγα Ἴσον» τῆς Παπαδικῆς, τό ὁποῖο μεταφέρθηκε στή νέα μουσική παρασημαντική ἀπό τόν Πέτρο τόν Πελοποννήσιο. Συνέθεσε Χερουβικά στούς ὀκτώ ἤχους ἀπό τά ὁποῖα σώζεται ἕνα σέ ἦχο πλ. β΄ τό ἐπονομαζόμενο «παλατιανό» , ἕνα Κοινωνικό «Αἰνεῖτε» σέ ἦχο πλ. α΄ καί ἕνα Κοινωνικό τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων «Γεύσασθε» σέ ἦχο πλ. α΄. Σώζονται, ἀκόμη, τά μεγάλα καί ἔντεχνα Ἀνοιξαντάρια , Ἀλληλουάρια , Πολυέλεοι , Καλοφωνικοί Εἱρμοί , Πασαπνοάρια καί πολλά ἄλλα ἀπό τά ὁποῖα πάρα πολλά εἶναι ἀνέκδοτα. Ἡ Ἐκκλησία μας τόν κατέταξε στό χορό τῶν Ἁγίων καί τιμᾶ τή μνήμη του τήν 1η Ὀκτωβρίου.

ΕΝ Τῼ ΕΝΔΥΕΣΘΑΙ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΡΕΑ

Ἄνωθεν οἱ προφῆται...

Ὑπό Ἰωάννου Κουκουζέλους, σέ ἦχο βαρύ. Tονισθέν ὑπό Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Μ.τ.Χ.Ε. Θρασυβούλου Στανίτσα.

Σελίδες [1][2][3][4][5][6][7][8][9]

ΞΕΝΟΣ Ο ΚΟΡΩΝΗΣ

Ὁ Ξένος καταγόταν ἀπό τήν Κορώνη τῆς Πελοποννήσου. Ὁ ἔξοχος αὐτός μουσικὸς εἶχε καί ἀδελφό μουσικό, τόν Ἀγάθωνα, ποιήσαντα μαθήματα στήν Παπαδική, καί υἱό μουσικό, τόν Μανουήλ, μελίσαντα μαθήματα εὑρισκόμενα στό Μαθηματάριον . Ἦταν πρωτοψάλτης στήν Ἁγία Σοφία τόν ΙΑ΄ αἰώνα μ.Χ. καί ὑπῆρξε ἀπό τούς ἄριστους μουσικούς μέ εὐρεῖα ἐγκυκλοπαιδική γνώση. Ἐμελοποίησε πολλά ποιήματα καί συνέγραψε ἐγχειρίδιο Περί Μουσικῆς , στό ὁποῖο πραγματεύεται τά περί τῶν ἤχων, φθορῶν κ.λ.π., καί τὸ σέ ἦχο β΄ «Δύναμις» μετὰ τοῦ κρατήματος, τὸ «Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ» τῆς Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ τὸ «Ἐπὶ σοί χαίρει» σέ ἦχο πλ. δ΄, καί ἄλλα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΠΕΤΡΗΣ

Ὁ Γεώργιος Κοντοπετρῆς, δομέστικος, ἀκμάσας κατά τόν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ. μετά τόν Κουκουζέλη, ἔχει μουσουργήματα πολλά στό Στιχηράριον, Μαθηματάριον, Κρατηματάριον καί τήν Παπαδική, πού μετεγράφησαν στή νέα παρασημαντικὴ καὶ ἐξεδόθησαν σέ διάφορες Μουσικές Ἀνθολογίες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος (1150) συνέγραψε ἑρμηνεία στούς ἱερούς Κανόνες τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί Κοσμᾶ καί ἦταν ἔμπειρος περί τήν ποίηση καί μουσική.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

῾Ο Ἅγιος Εὐστάθιος διέπρεψε ὄχι μόνο ὡς ἱεράρχης, ἀλλὰ καὶ ὡς φιλόλογος. ᾿Εγεννήθηκε γύρω στὸ 1125 πιθανῶς στὴν Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία εἰσῆλθε στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ « Εὐεργέτιδα» ( ᾿Επιστολὴ 30), ὅπου καὶ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια μόρφωσή του· ἀλλ᾿ ἀργότερα παρακολούθησε μαθήματα στὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο. ῾Η ἄποψη ὅτι διετέλεσε μοναχὸς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Φλώρου, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπίθετό του Κατὰ Φλῶρον, Κατάφλωρος, δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ, διότι πιθανὸν τὸ ἐπίθετο αὐτὸ εἶναι οἰκογενειακό. Τὸ 1150 ἐχειροτονήθηκε διάκονος τῆς Ἁγίας Σοφίας καί ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια διορίσθηκε « διδάσκαλος τῶν ρητόρων» σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δύο ἱδρύματα ἀνωτάτης ἐκπαιδεύσεως τῆς πρωτεύουσας· ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα χα ρακτηρίζεται ὡς « δημόσιος διδάσκαλος», πρέπει νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι ἐδίδασκε μᾶλλον στὸ πανεπιστήμιο, ὅπου ἐταίριαζε καὶ ἡ ἐκλεπτυσμένη φιλολογικὴ ἐπεξεργασία τῶν κλασσικῶν κειμένων στὴν ὁποία εἶχε ἐξαίρετη ἐπίδοση. Συγχρόνως ὅμως ἐπὶ ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου εἶχε στὸν οἶκο του κύκλο μαθητῶν μὲ τοὺς ὁποίους συζητοῦσε φιλολογικὰ προβλήματα. ῾Ο Εὐθύμιος Μαλάκης ( Μονωδία ) μαρτυρεῖ ὅτι τὸ μοναχικό του δωμάτιο « ἦν μουσεῖον ἄντικρυς, ἄλλη τις ᾿Ακαδημία καὶ Στοὰ καὶ Περίπατος». Τὸ 1174 ἐψηφίσθηκε Μητροπολίτης Μύρων τῆς Λυκίας, ἀλλὰ πρὶν προλάβει νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ἕδρα αὐτή, ἐχήρευσε ἡ μητρόπολη Θεσσαλονίκης καὶ κατὰ σύστασιν τοῦ αὐτοκράτορος ἡ πατριαρχικὴ Σύνοδος ἐτοποθέτησε Ἀρχιεπίσκοπο σέ αὐτὴ τὴν πόλη τὸν Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμά του τὸ 1175. ᾿Απὸ τὴν δραστηριότητά του κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἀρχιερατείας του θὰ ξεχωρίσουμε μερικὰ ἰδιαιτέρας σημασίας ἐπεισόδια.

Τὸ 1178 ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Α ¢ ὁ Κομνηνὸς ἐξέδωσε μιὰ ὁδηγία μὲ τὴν ὁποία ἐζητοῦσε νὰ ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ διδακτικὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ὁ ἀναθεματισμὸς ἐναντίον τῆς περὶ Θεοῦ διδασκαλίας τοῦ Μωάμεθ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς « οὔτε ἐγέννησεν οὔτε ἐγεννήθη»· καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐζητοῦσε τὴν ἀπάλειψη ἦταν ὅτι οἱ μεταστρεφόμενοι στὴ χριστιανικὴ πίστη μουσουλμᾶνοι κατὰ τὴν κατήχησή τους ἐσκανδαλίζονταν, διότι ἐφαινόταν ὅτι τὸ ἀνάθεμα στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ Μωάμεθ καὶ ὄχι ἐναντίον τῆς ἐσφαλμένης περὶ Θεοῦ δοξασίας τοῦ Μωάμεθ. ῾Η Σύνοδος, τὴν ὁποία συνεκάλεσε γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ Πατριάρχης Θεοδόσιος, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ Εὐσταθίου ἀρνήθηκε νὰ διαγράψει τὸ ἀνάθεμα. Τότε ὁ αὐτοκράτορας ἐξέδωσε δεύτερη ὁδηγία μὲ τὴν ὁποία ἐζητεῖτο νὰ περιορισθεῖ τὸ ἀνάθεμα στὸ πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ, καί ἐκάλεσε τοὺς συνοδικοὺς νὰ προσέλθουν στὰ ἀνάκτορα πρὸς συζήτησιν τοῦ θέματος. ᾿Εκεῖ ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε μὲ τόση πειστικότητα τὴν ἄρση τοῦ ἀναθέματος ἀπὸ ἕνα Θεὸ « διδάσκαλον κάθε μιαρῆς πράξεως» , καί ἐμπόδισε τὴν ἀνάκληση τοῦ ἀναθέματος.

῞Οταν οἱ Νορμανδοὶ εἰσέβαλαν στὰ ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὸ 1185, ἡ Θεσσαλονίκη ἐδοκίμασε πικρὲς ταλαιπωρίες, καὶ ὁ Εὐστάθιος μετέσχε ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτὲς τὶς ταλαιπωρίες. Τὶς δοκιμασίες τῆς πόλεως σ᾿ αὐτὴν τὴν περίσταση περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα στὸ ἔργο του Περὶ ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ ὁποῖο παρακολουθοῦσε τὴν ἡρωϊκὴ στάση τῶν Θεσσαλονικέων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καί ἔπειτα τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστησαν ὅλοι αὐτοὶ μετὰ τὴν κυρίευση τῆς πόλεως. ῾Ο ἴδιος ὁ Εὐστάθιος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ κρατήθηκε μερικὲς ἡμέρες, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἐλευθερώθηκε καί ἔπεισε τὸν Νορμανδὸ κόμητα ᾿Αλδουΐνο, νὰ μὴν ἐξαφανίσει τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τῆς πόλεως καὶ νὰ μὴ διορίσει ἀντ᾿ αὐτῶν Λατίνους.

Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του ὁ Εὐστάθιος κατέβαλε προσπάθειες ἐξυψώσεως τῆς ἠθικῆς τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ του. ᾿Επέκρινε τὴ συκοφαντία, τὴν καταπάτησι ξένης περιουσίας, τὴν ἀδικία ἐκ μέρους τῶν ἰσχυρῶν. Καὶ αἰσθανόταν ὡς σπουδαῖο καθῆκον του ὡς ἀρχιερεὺς νὰ ἐπιδίδεται στὸ κοινωνικὸ ἔργο. ᾿Ιδιαιτέρως βέβαια ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν. Τὰ κηρύγματά του καὶ τὸ ἔργο του τοῦ προσπόρισαν τὴν ἀγάπη τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργὴ μερικῶν ἀνθρώπων, κυρίως λαϊκῶν, ποὺ ἐθίγονταν ἀπὸ τὶς ἐπικρίσεις του. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ σταδίου του συκοφαντίες σὲ βάρος του ἐκ μέρους τῶν ὀλίγων ἐχθρῶν του, ποὺ ἦσαν « ρᾆον ἀριθμητοί» καὶ « μετρητοί», ἔφθασαν ἕως τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη. ῎Ετσι ὁ Εὐστάθιος ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Θεσ­σαλονίκη, τὴν Τεσσαρακοστὴ τοῦ 1191, καί ἔφθασε στὴν Φιλιππούπολη, ὅπου συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ισαάκιο ῎Αγγελο, σέ ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Βουλγάρων. ᾿Απὸ ἐκεῖ ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, στὴν ὁποία ἀντιπαραθέτει τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ διαβολικὸ μῖσος τῶν τιποτένιων ἐχθρῶν του ποὺ προεκάλεσε τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν ἕδρα του. Οἱ συκοφαντίες δὲν ἐλήφθηκαν ὑπ᾿ ὄψιν καὶ ὁ αὐτοκράτορας τὸν ἐδικαίωσε χωρὶς κἂν νὰ ζητήσει τὴν ἀπολογία του. Προφανῶς τὰ καταγγελλόμενα δὲν ἦσαν ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἠθικῆς φύσεως. ῾Ο Εὐστάθιος ἐπέστρεψε στὴν Θεσσαλονίκη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1193. Δὲν γνωρίζουμε πόσο καιρὸ συνέχισε τὸ ἔργο του ἐκεῖ, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ χρόνος δὲν παρατάθηκε πέρα τῆς διετίας· πιθανῶς τὸ 1195 ἀπέθανε.

 Ο Εὐστάθιος ἐμοίρασε τὴ συγγραφική του ἐπίδοση μεταξὺ τῆς φιλολογίας καὶ τῆς θεολογίας, ὅπως ἐπίσης ἐμοίρασε τὴν ἄλλην δράση του μεταξὺ τῆς διδασκαλικῆς ἕδρας καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου. ῞Οπως λέγει στὸν πρὸς αὐτὸν ἐπιτάφιο ὁ μαθητής του Νικήτας Χωνιάτης, ἕνωσε τοὺς θρόνους τῆς παιδείας καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας· γι᾿ αὐτὸ οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὸν ὑποδεχθοῦν στοὺς οὐρανοὺς εἶναι ὁ Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεὺς καὶ ὁ Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης, ἐφ᾿ ὅσον ἔκανε ὅ,τι καὶ ἐκεῖνοι, καθιστώντας τὴν φιλοσοφία θεραπαινίδα τῆς θεολογίας.

Καρπὸς τῆς διδασκαλίας του στὴ σχολὴ εἶναι τὰ ἐξαιρετικὰ ἐκτιμώμενα ἕως σήμερα ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα σὲ κλασσικοὺς συγγραφεῖς. Πρῶτα ἔρχονται αἱ Παρεκβολαὶ εἰς τὴν ῾Ομήρου ᾿Οδύσσειαν καὶ ᾿Ιλιάδα, ἔργο μεγάλης πολυμάθειας, ὀξυδέρκειας καὶ φιλοπονίας, καὶ ἀνεκτίμητης ἀξίας γιὰ τὶς παρατηρήσεις του καὶ τὶς εἰδήσεις ποὺ διασώζει. Οἱ Παρεκβολαὶ εἰς τὸν Περιηγητὴν Διονύσιον εἶναι παραφραστικὸ ὑπόμνημα μεγάλης ἐπίσης ἀξίας. ᾿Απὸ τίς Παρεκβολὰς εἰς τὸν Πίνδαρον ἔχει διασωθεῖ μόνο ὁ πρόλογος. Παρόμοια εἶναι τὰ Σχόλια εἰς τὸν Κανόνα τοῦ ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν Πεντηκοστήν. Τὴν ἀξιόλογη περιγραφικὴ ἱκανότητά του ἔδειξε ὁ Εὐ ­­ στάθιος μὲ τὸ ἔργο του ῾Ιστορία τῆς ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Λατίνους, τοὺς Νορμανδοὺς δηλαδή, τὸ 1185. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἱστορικὰ κείμενα τῆς ὑστε­ροβυζαντινῆς περιόδου, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν παραστατικὴ παρουσίασι τῶν γεγονότων δίδει μιὰ διδακτικὴ εἰκόνα τῶν παθημάτων τῶν πολιτῶν, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν ἐπίλογο.

᾿Απὸ τὴν ἐπίδοσή του στὴν ἁγιογραφία προέρχονται τέσσερα κείμενα: Τὸ ᾿Εγκώμιο στὸν ᾿Οψικιανὸ Ἅγιο Φιλόθεο, τὸ ᾿Εγκώμιο στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα Κανόνα σ᾿ αὐτόν, τὸ Μαρτύριο τῶν τριῶν Καλυτηνῶν ἀδελφῶν ᾿Αλφειοῦ, Ζωσίμου καὶ ᾿Αλεξάνδρου, μαζὶ μὲ τὴν ᾿Ακολουθία τους καὶ ὁ Λόγος εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Φαίνεται ὅτι ὅλοι ἐγράφησαν στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπως καὶ τὰ ἑπόμενα. ῍Αν καὶ ἦταν « πυρσὸς τοῦ λόγου», οἱ ὁμιλίες του ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἐλάχιστες καὶ προφανῶς ἀποτελοῦν μικρὸ μόνο μέρος τῆς ὁμιλητικῆς του παραγωγῆς. Εἶναι ἕνας Λόγος εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους, τέσσερεις Λόγοι προεισόδιοι τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ἕνας Λόγος εἰς τὸν 48 ψαλμόν. Διατηροῦνται ὅμως σὲ χειρόγραφα καὶ μερικὲς ἄλλες ποὺ δὲν ἔχουν ἐκδοθεῖ. Μιὰ σειρὰ ἠθικολογικῶν κειμένων ἀποσκοποῦν στὴν βελτίωση τοῦ βίου κλήρου καὶ λαοῦ. Τὸ ἐκτενὲς δοκίμιο ᾿Επίσκεψις βίου μοναχικοῦ, ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὸ βίο τοῦτο ὡς ἰσάγγελο καὶ ἀγχίθεο, τοποθετεῖ τοὺς τότε μοναχοὺς στὸ κριτήριο τοῦτο καὶ φυσικὰ τοὺς εὑρίσκει ἐλλιπεῖς. Κατηγορεῖ ὅσους καθίστανται γυρολόγοι καὶ ὡς ἀμφίβιοι κυμαίνονται μεταξὺ ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καὶ ζωῆς στὸν κόσμο, ὅσους καταλαμβάνονται ἀπὸ οἴηση, ὅσους περιποιοῦνται τὴ μακρὰ κόμη καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο νὰ πέσουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀκολουθώντας ὑπερβολικὴ ὁδὸ ἀσκήσεως, ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὴν τελειότητά τους. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ ἀρνητικὴ εἰκόνα δὲν καλύπτει ὅλο τὸ μοναχισμὸ τῆς περιόδου, ἀλλ᾿ αὐτὴ ἐξυπηρετοῦσε τὸ σκοπὸ τοῦ συγγράμματος. Δίδει ταυτόχρονα ὁ Εὐστάθιος ἕνα διάγραμμα περὶ τῆς ὀργανώσεως τοῦ βίου τούτου, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ ἡσυχία, ἡ μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ τῆς θύραθεν γραμματείας, ἡ φιλαδελφία καὶ ἡ καλλιέργεια ἤθους ὑψηλῆς στάθμης. ᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ἐξαρθεῖ τὸ μικρὸ δοκίμιο Περὶ ὑποκρίσεως, στὸ ὁποῖο, διὰ τῆς θαυμασίας ψυχολογικῆς ἀναλύσεως τῶν συναισθημάτων, δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ πάθους τούτου καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ζημιὰ ποὺ ἐπιφέρει στὸν κοινωνικὸ βίο, ἐνῶ ἡ ὑπόκριση στὸ θέατρο καθίσταται μέσο διδασκαλίας. ῾Υπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο δοκίμιο Περὶ ὑπακοῆς καὶ εὐπειθείας, ποὺ ταιριάζει στὴ χριστιανικὴ ἀγωγή. Μεταξύ τῶν πολλῶν ἔργων του εἶναι καί ἡ ἀξιόλογη ἐργασία του «Περί μουσικῆς προσωδίας» .

Λίγες ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσταθίου ὁ συνομήλικος καὶ φίλος του Εὐθύμιος Μαλάκης, Μητροπολίτης Νέων Πατρῶν, ἀπήγγειλε Μονωδία του πάνω στὸν τάφο του. Ἀργότερα μιὰ Μονωδία, ἐκτενέστερη καὶ ρητορικώτερη συνέταξε ὁ μαθητής του Μιχαὴλ Χωνιάτης, Μητροπο­λί­της ᾿Αθηνῶν. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Μιχαὴλ γράφει: « Καὶ τώρα ὑποδέχεται τοὺς ἐπισκέπτες μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ δυνάμεις· ... διότι ὁ ἐπιτύμβιος λίθος ἐκείνου, σὰν ὁ ἀπότομος βράχος τοῦ Μωϋσέως ἔχει μετατραπῆ σὲ πηγὴ ἰάσεων, μὴ πληττόμενος μὲ ράβδο, ἀλλὰ θαυματοποιούμενος ἀπὸ τὸ θησαυρισμένο μέσα του ἅγιο σῶμα» ( ΝΕ 13 [1916] 361).

Τὸ 1312 ὁ Εὐστάθιος ἀπεικονίσθηκε ὡς Ἅγιος σὲ τοιχογραφία τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου. Παρόμοιες εἰκόνες λίγο ἀργότερα φιλοτεχνήθηκαν σὲ μονὲς τῆς Νότιας Σερβίας καὶ ἀλλοῦ. Κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυροῦ Παντελεήμονος τοῦ Β ¢ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν 10 ᾿Ιουνίου 1988, μὲ Συνοδικὴ Πράξη συναρίθμησε τὸν Εὐστάθιο μεταξὺ τῶν Ἁγίων καὶ ὅρισε ἡμέρα ἑορτασμοῦ του τὴν 20ή Σεπτεμβρίου 142.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΑΛΣΑΜΩΝ

Ὁ Θεόδωρος ὁ Βαλσαμών, ἕνας ἀπό τούς πλέον ὀνομαστούς Βυζαντινούς κανονολόγους, ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη περί τό 1140. Ἀκολούθησε ἐνωρίς τήν ἐκκλησιαστική σταδιοδρομία, ὑπηρετήσας στήν Ἁγία Σοφία, ἔγινε δέ διαδοχικῶς διακονος, νομοφύλαξ, χαρτοφύλαξ καί πρωτοσύγκελλος. Χάρις στήν ὑποστήριξη τοῦ Ἰσαάκ Β΄ Ἀγγέλου (1185-1195), ἔγινε Πατριάρχης Ἀντιοχείας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1185 καί 1191. Δέν μετέβη ποτέ στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία ἐτελοῦσε υπό τήν κατοχή τῶν λατίνων ἀπό τό 1100, ὅπου κανένας Ὀρθόδοξος Πατριάρχης δέν εἶχε μπορέσεινά ἐγκατασταθεῖ μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου Α΄ (1171). Τό κύριο ἔργο τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος εἶναι τό ὑπόμνημά του στό Συνταγμάτιον τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τό ὁποῖο συντάχθηκε, ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος, μέ τήν προσταγή τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ (1169-1177). Ἡ ἐργασία αὐτή διήρκεσε ἐπί 20 χρόνια καί συμπληρώθηκε μετά τό 1196. Σκοπός της ἦταν, κατά τό πρότυπο τῆς ἐργασίας τοῦ Φωτίου γιά τήν ἐναρμόνιση τῆς Ἰουστινιάνειας νομοθεσίας πρός τούς Ἱερούς Κανόνες, νά ἐπιτύχει τό αὐτό, ἐκκινοῦσα ἀπό τά Βασιλικά τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912 μ.Χ.) καί νά ἀποκαταστήσει συμφωνία τους μέ τούς Ἱερούς κανόνες καί τίς μεταγενέστερες κανονικές ἀποφάσεις. Ὁ Βαλσαμών ἀναπαρήγαγε σχεδόν ἐξ ἀκεραίου τό ὑπόμνημα τοῦ Ζωναρᾶ, ἰδίως τό β΄ μέρος τοῦ Συντάγματος, δηλαδή τή Συλλογή τῶν Κανόνων. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών ἔγραψε καί ἄλλα ἔργα μεταξύ τῶν ὁποίων ἄσματα καί ὕμνους.

ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

Ὁ μοναχός Θεόκτιστος ἤκμασε τόν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξε μεγάλη ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση καί τακτοποίηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἔγραψε, ἐπίσης, Μηναῖα, τά ὁποῖα εἶναι γραμμένα μέ μουσικά σημάδια, καί διάφορα στιχηρά.


 

139 Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Νείλου ἐντοπίζεται μέσα στά ἀκόλουθα χειρόγραφα : Crypt. gr. B. β. II, ff. 12- 155. Ἐθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων, Supplem. gr. 106, ff. 1- 118. Vatic. gr. 1205, ff. 1- 56v. Vatic. gr. 6151, ff. 277- 360v. Γιά τό βίο βλ., ἐπίσης, τό ἔργο τοῦ David Paul Fester, Monasticism and Spirituality of the Italo-Greeks , Ἀνάλεκτα Βλατάδων 55, σελ. 200-221.

140 Ἀθαν. Δ. Κομίνη, Τό βυζαντινόν ἱερόν ἐπίγραμμα και οἱ ἐπιγραμματοποιοί , Ἀθῆ-ναι 1966, σελ. 151-152.

141 Μανουήλ Ἰ. Γεδεών, Ἀναγνώσεις ἐκ τοῦ Ὡρολογίου τῆς τῶν Ἀκοιμήτων Μονῆς , Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 23 (1903), σελ. 462-463, 532-534. 24 (1904), σελ. 211-213. 25 (1905), σελ. 215-216, ἐν Κωνσταντινουπόλει.

142 Βιβλιογραφία περί τοῦ Ἁγίου: Pauly - Wissowa, Realenz. VI, 1452-1489 (L. Cohn). Φ. Κουκουλέ, Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου τὰ Λαογραφικά, τ. Α ¢ καὶ Β ¢ , ᾿Αθῆναι 1950. Τὰ Γραμματικά, ᾿Αθῆναι 1953. Μπόνη Κ., « Εὐστάθιος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης», ΕΕΘΣΠΘ 1 (1953), σελ. 45-88, καὶ ἀνάτυπον. Wirth P., Eustathiana. Gesammelte Aufsδtze zu Leben und Werk des Metropoliten Eustathios von Thessalonike, Amsterdam 1980. ῞Αγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, ῾Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, 1989. Ζήση Θ., Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 23-60.

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος