Πέμπτη, 04 Φεβρουαρίου 2010

Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος

Μια κριτική για το τελευταίο μου βιβλίο από το Diavasame.gr


Πολλοί συγγραφείς κατά καιρούς εμπνεύστηκαν λογοτεχνικά από τη ζωή των γυναικών που υπηρετούν την ''πάνδημο Αφροδίτη'', είτε από ανάγκη (οι περισσότερες) είτε από επιλογή - η ''δημόσια γυναίκα'' αποτελεί ένα πολύ ισχυρό τόσο κοινωνικό όσο και ψυχολογικό στερεότυπο. Η Αγγελική, η πόρνη στο μυθιστόρημα του Κύπριου συγγραφέα Λάκη Φουρουκλά, αν και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη γνωστή πορεία αυτών των γυναικών, είναι ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη περίπτωση: πρόκειται για ένα ξεχωριστό και ευαίσθητο πλάσμα, με όνειρα και φιλοδοξίες, που καταλήγει όμως, λόγω των συνθηκών, να εκπορνεύεται για να επιβιώσει. Όταν αυτή η σκοτεινή παράκαμψη στο δρόμο της τελειώσει και ξαναπιάσει το κομμένο νήμα της ζωής της, αποφασίζει -με τη μορφή μιας γραπτής εξομολόγησης-, να διηγηθεί στην ενήλικη πια κόρη της Ιωάννα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσε αυτή την ιδιότητα της μητέρας της, τα όσα βίωσε...

Το κείμενο, βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία, παρά το σκληρό του θέμα είναι τρυφερό και συναισθηματικά φορτισμένο: ίσως γιατί η αφηγήτρια απευθύνεται στην κόρη της και προσπαθεί να της μεταφέρει μόνο την απολύτως απαραίτητη για την αλήθεια της αφήγησής της ασχήμια που συνάντησε σ' αυτό το μονοπάτι. Ο συγγραφέας προσεγγίζει με κατανόηση και ανθρωπιά την ιστορία της Αγγελικής, αποφεύγοντας το μεγάλο σκόπελο της ανδρικής ψυχολογίας, τη διάκριση δηλαδή των γυναικών σε αγίες και πόρνες - άλλωστε η δική του ηρωίδα είναι και τα δύο, μια ''αγία εν αναμονή'', όπως τη χαρακτηρίζει.

Η γραφή του Λάκη Φουρουκλά διακρίνεται από εκείνη την ιδιαίτερη ποιότητα της ευαισθησίας, την οποία συναντάς σε άντρες που σέβονται και εκτιμούν το γυναικείο φύλο εν γένει (γιατί έχουν αγαπήσει τις γυναίκες της ζωής τους κι έχουν αγαπηθεί απ' αυτές). Γι' αυτό και κατορθώνει με επιτυχία ν' αναδείξει τόσο τις σκοτεινές πτυχές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης όσο και το ηθικό μεγαλείο για το οποίο είναι ικανή η γυναίκα. Αλλά πάνω απ' όλα το βιβλίο με κέρδισε για το μήνυμά του: πως, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν εκατοντάδες τρόποι να ξεπέσεις και να υποβιβαστείς σε αντικείμενο, υπάρχει μόνο ένας τρόπος -υπό οποιεσδήποτε συνθήκες-, να είσαι άνθρωπος...
Αγγέλα Γαβρίλη

Δευτέρα, 18 Ιανουαρίου 2010

Ένα βίντεο



Ευχαριστώ τους "Λευκούς Λύκους" για την ωραία έκπληξη

Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου 2010

Εγκατάλειψη



Το χωριό Σουσκιού στην επαρχία Πάφου

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου 2010

Τις φέρνουν, τις βιάζουν, τις πετάνε...

Μία ακόμη είδηση για την αγγελικά πλασμένη κυπριακή κοινωνία, όπου η λέξη Ντροπή δεν έχει πια καμιά αξία:

Η Επίτροπος Διοικήσεως καλεί τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους να ρυθμίσουν νομοθετικά τα θέματα που αφορούν την προστασία της μητρότητας για τις αλλοδαπές οικιακές βοηθούς και να μην εξαιρούνται αυτές από ευνοϊκές ρυθμίσεις


Αλλοδαπή, οικιακή βοηθός και έγκυος από συγγενή της εργοδότριάς της. Το «τέλειο» θύμα για την άμεμπτη κοινωνία μας. Απελύθη και ζήτησε στήριξη από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες της έκλεισαν την πόρτα προβάλλοντας νόμους εδάφια και υποπαραγράφους... Της ίδιας «ευαίσθητης» αντιμετώπισης έτυχε και ακόμα μία αλλοδαπή οικιακή βοηθός, η οποία παρουσίασε επιπλοκές στην εγκυμοσύνη της και με οδηγίες τους γιατρού δεν επιτρεπόταν να εργαστεί. Και για τις δύο περιπτώσεις υπέβαλλε παράπονο στην Επ. Διοικήσεως η ΚΙ.Σ.Α.. Η Ηλιάνα Νικολάου μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι το νομοθετικό μας πλαίσιο αφήνει απροστάτευτες τις αλλοδαπές εγκύους από τρίτες χώρες και πάσχει σοβαρά... όπως και η ευαισθησία μας. Και τα δύο παράπονα αφορούν το 2006.

Η συνέχεια στον Πολίτη

Κάτι μου λέει ότι και πάλι δε θα ιδρώσει κανενός το αυτί...

Παρασκευή, 08 Ιανουαρίου 2010

Επιτέλους... καταδικαστηκαμε!

Ελπίζω αυτό το γεγονός να βοηθήσει να περάσει επιτέλους στη λήθη το παραμύθι για τη Νήσο των Αγίων. Αντιγράφω:

Τον δρόμο για τη δικαστική τιμωρία εκείνων των χωρών που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη δράση των κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων άνοιξε, χθες, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταδικάζοντας Κύπρο και Ρωσία για την αποτυχία τους να προστατεύσουν τη ζωή μιας εικοσάχρονης κοπέλας, που είχε πέσει στα δίχτυα ενός παράνομου κυκλώματος τράφικινγκ.

Εκδικάζοντας την υπόθεση Ραντσέβα κατά Κύπρου και Ρωσίας, το Δικαστήριο καταδίκασε την Κύπρο για παραβιάσεις στο δικαίωμα της ζωής, στο δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια καθώς και για παραβιάσεις που σχετίζονται με τη μη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας, ενώ καταδίκασε και τις δύο χώρες για παραβιάσεις σχετικά με την απαγόρευση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας.

Υποχρέωσε δε την Κύπρο να καταβάλει στον ενάγοντα-πατέρα της νεαρής 40.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.150 ευρώ για έξοδα, και τη Ρωσία να του καταβάλει 2.000 ευρώ για ηθικές ζημίες.

Η συνέχεια στην Ελευθεροτυπία

Δευτέρα, 04 Ιανουαρίου 2010

Μια σημείωση...

ένα μήνα μετά την προηγούμενη. Ήθελα απλά να σας ευχηθώ χρόνια πολλά, καλά και συναρπαστικά. Τον τελευταίο καιρό δεν έχω γράψει κάτι καινούριο, γι' αυτό και η μακρά αποχή. Δεν ήθελα να σας σερβίρω κονσέρβες. Οι μέρες σιωπής μάλλον θα διαρκέσουν για λίγο ακόμη.

Αν θέλετε ρίξτε μια ματιά στη "Ματιά" που φιλοξενεί μια παρουσίαση της "Αγγελικής"

Τετάρτη, 02 Δεκεμβρίου 2009

Στα βιβλιοπωλεία η "Αγγελική"

Από αυτή την εβδομάδα μπορείτε να βρείτε το νέο μου βιβλίο "Αγγελική, το ημερολόγιο μιας πόρνης" στα βιβλιοπωλεία. Ακολουθεί το δελτίο τύπου:

«Σπαραχτικό και την ίδια στιγμή λυτρωτικό, κεντημένο με ψήγματα λεπτής ειρωνείας ακριβώς στα σημεία εκείνα όπου ο αναγνώστης το έχει ανάγκη, για να μπορέσει να συνεχίσει το "σκάψιμο" στα συντρίμμια μιας ζωής».



Αναστασία Καλλιοντζή

συγγραφέας


Λίγα λόγια για το βιβλίο


Ένας δρόμος-πόνος ήταν για χρόνια πολλά η ζωή της Αγγελικής. Γι’ αυτό και δεν θέλησε ποτέ μέχρι τώρα να μιλήσει στην κόρη της γι’ αυτή. Δεν ήθελε να μάθει η Ιωάννα της πόσα πέρασε, πόσο στ’ αλήθεια υπέφερε ώσπου να βρει λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσε, η κόρη της ήτανε πάντα το φως και δεν μπορούσε να της ματώσει την ψυχή λέγοντάς της τις πικρές της αλήθειες.

Ωστόσο, να που έφτασε ο καιρός ν’ ανοίξει την καρδιά της και να μιλήσει για όλ’ αυτά που την πλήγωσαν, για το φευγιό από έναν άντρα τύραννο και από μια κοινωνία καταπιεστική, για τον αγώνα της για επιβίωση και για την πτώση της στην πορνεία.

Λίγες μικρές χαρές και πολλές μεγάλες λύπες σημάδεψαν τον δρόμο της. Η κόρη της την έσωσε από τον ολοκληρωτικό χαμό και κάποιοι από μηχανής θεοί τη βοήθησαν να βρει και πάλι τη χαρά της ζωής.

Αυτή είναι η ιστορία της πόρνης, της Αγγελικής, μιας αγίας εν αναμονή.


Έγραψαν για το βιβλίο


«Έχω διαβάσει όλα σχεδόν τα βιβλία του Λάκη Φουρουκλά και ποτέ δεν έπαψε να με συναρπάζει η σαφής, εναργής και φιλοσοφημένη γραφή του και ο έντεχνος λόγος του. Γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας εισχωρεί βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων του και βγάζει με πολλή μαεστρία τα εσώψυχά τους στο φως της μέρας, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ταύτιση και ενδοσκόπηση».


Όμηρος Αβραμίδης, συγγραφέας


«Ο τρόπος που γράφει ο Φουρουκλάς είναι περίτεχνος. Δεν περιορίζεται στην επιφάνεια, αλλά βουτάει στον βυθό.

Δεν κάνει διαρκώς βουτιές στον βυθό, αλλά τις ντύνει με πρωταγωνιστικούς ρόλους».


Αντρέας Κούνιος.


Εφημερίδα «Αλήθεια» - Κύπρος


Τίτλος:

ΑΓΓΕΛΙΚΗ

το ημερολόγιο μιας πόρνης



Συγγραφέας:

ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ



Είδος: μυθιστόρημα

Σελίδες: 192

Σχήμα: 14 Χ 21

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία

ISBN 978-960-98547-2-6

Τιμή: 13 ,00 €


Ο Λάκης Φουρουκλάς γεννήθηκε στη Ζιμπάμπουε το 1970 από Κύπριους γονείς. Μεγάλωσε στην Κύπρο. Έζησε στην Αθήνα για μερικά χρόνια και τώρα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην αγροτική Κύπρο και την Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης.

Δούλεψε σε διάφορες εφημερίδες και ραδιοσταθμούς στο νησί.

Έχει εκδώσει τρία βιβλία στην Κύπρο και δύο στην Ελλάδα. Από τις εκδόσεις Γη στη Λευκωσία κυκλοφόρησαν οι συλλογές διηγημάτων «Αιώνια Αγαπημένη» και «Γαλανή & Λεύκιος», καθώς και η νουβέλα «Το λάθος πάθος». Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το μυθιστόρημα «Μίρα, το λουλούδι του πολέμου» κι από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική οι «Γυναίκες της Συγνώμης».

Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Να ένα μήλο και Ρωγμές, στην Ελλάδα, και στο περιοδικό Εξάγγελος, στην Κύπρο, καθώς και σε διάφορες λογοτεχνικές ιστοσελίδες όπως οι: www.anemolologio.gr, www.flytoistros.com, www.refene.com, www.peri-grafis.com, www.elogos.gr και άλλες.

Διατηρεί προσωπικό μπλογκ στη διεύθυνση: http://lakisf.blogspot.com. Δικό του είναι και το αγγλόφωνο http://lakisf2.blogspot.com. Επίσης έχει ένα μπλογκ με φωτογραφίες από τα ταξίδια του, που μπορείτε να βρείτε εδώ: http://adais.blogspot.com, καθώς και ένα με βιβλιοπαρουσιάσεις http://lakisf3.blogspot.com

Φωτογραφίες του δημοσιεύθηκαν σε εκπαιδευτικά βιβλία και ταξιδιωτικούς οδηγούς του εξωτερικού.

Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2009

Το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας

Με λένε Σάντρα και είμαι τυφλή. Δεν ήμουνα πάντα, αλλά τώρα είμαι. Εδώ και δέκα χρόνια. Από τα δύο μου δηλαδή. Είμαι τυφλή, αλλά όχι δυστυχισμένη, αφού έχω τη μάνα μου που πάντα στέκεται δίπλα μου και με ενθαρρύνει, τον μπαμπά που όλο δουλεύει από δω κι από κει και σπάνια μένει στο σπίτι, και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου που είναι μεγαλύτερα από μένα και βλέπουν. Τι ακριβώς βλέπουν; Δεν ξέρω. Υποθέτω αυτά που μου περιγράφει από τότε που έχασα το φως μου η μαμά. Δηλαδή το νερό, τα σπίτια, τον ουρανό, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους.
Ό,τι όμως δεν μπορώ να δω το ζωγραφίζω μέσα μου. Το ξέρω ότι οι περισσότερες από τις ζωγραφιές μου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά δε με νοιάζει, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τις βλέπει. Εξάλλου, όπως λέει κι ο μπαμπάς, όλη η ομορφιά του κόσμου κρύβεται στην ψυχή μου και να υμνώ τον Κύριο γι’ αυτό. Ναι, τον υμνώ, παρά το κακό που με βρήκε. «Ευλογία είναι, κόρη μου, αυτό που σου συνέβηκε», επιμένει η μαμά, «ευλογία, αφού δεν μπορείς πια να δεις την ασχήμια αυτού του κόσμου». Κι όμως εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά να, οι άνθρωποι τον χαλάνε, και τον κάνουν να μοιάζει πολύ λυπημένος.
Ακόμη και η μαμά λυπημένη είναι, κι ας μην το λέει. Από τότε που ήρθε εκείνος ο τυφώνας, η Κατρίνα, και βύθισε το σπίτι μας -ή ίσως και να το παρέσυρε, δεν ξέρω- έχει αλλάξει η φωνή της, έχει γίνει πιο σιγανή, πιο αδύναμη. Ωστόσο, «φανήκαμε τυχεροί», υποστηρίζει, «αφού τουλάχιστον εμείς σωθήκαμε». Ναι, τυχεροί, και γι’ αυτό υμνούμε τον Κύριο αλλά, όπως και να το κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι πια η ίδια. Φτωχοί ήμασταν πριν, φτωχοί είμαστε και τώρα, αλλά τουλάχιστον πριν είχαμε το σπίτι μας, ενώ τώρα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα – πέρα από ο ένας τον άλλο δηλαδή.
Κάθε τόσο, καθώς τριγυρνώ με τη μαμά και τα αδέλφια μου από δω κι από κει, σ’ αυτό το άγνωστο μέρος που μας φιλοξενεί, κρυφακούω κουβέντες από φωνές δίχως πρόσωπο, που πιότερο μου ματώνουν την καρδιά. Όλοι μιλάνε γι’ αυτά που έχασαν, γι’ αυτούς που πέθαναν, για την προηγούμενή τους ζωή και προβλέπουν μεγαλύτερα δεινά για το μέλλον. «Μην ακούς τις Κασσάνδρες», μου ψιθύρισε κάποια φορά ο μεγαλύτερός μου αδελφός, κι εγώ αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν σ’ ετούτο τον τόπο να έχουν όλοι, άντρες και γυναίκες, το ίδιο όνομα. Τον ρώτησα λοιπόν και άρχισε να γελά και δεν σταμάτησε μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι – αν μπορεί να αποκαλέσει δηλαδή κανείς σπίτι ετούτη τη μικρή κάμαρα όπου μας έχουν στοιβάξει όλους.
Ώρες-ώρες νιώθω να πνίγομαι, νιώθω κάτι να μου λείπει, εκτός από την όρασή μου φυσικά, αλλά δεν ξέρω τι. Και τότε, αν δεν έχω καμία άλλη επιλογή, αρχίζω να γράφω μέσα μου στίχους και να τους ψιθυρίζω σαν τραγούδια.
Πολύ λυπημένα είναι τα τραγούδια μου. Μιλάνε για μια ομορφιά που χάθηκε χωρίς ποτέ ν’ αντικρίσω, για την πόλη μου που βούλιαξε κάτω από τα νερά του ωκεανού, για τις ψυχές που σβήσανε.
Κάποια φορά, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, πήρα να τραγουδώ με δυνατή φωνή, ένα κομμάτι που έμοιαζε με γκόσπελ, και σαν το τέλειωσα, άκουσα μια γυναίκα να μου λέει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό ότι πολύ την συγκίνησα. Κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα από πριν ότι ήταν εκεί και όταν το έμαθα δεν ήξερα που ακριβώς ήταν. Έτσι ακολούθησα τους λυγμούς της. Πήγα και στάθηκα λοιπόν μπροστά της και την παρακάλεσα να σταματήσει να κλαίει, της είπα να υμνεί τον Κύριο, και όλα θα πάνε καλά. «Είσαι ένας άγγελος», μου αποκρίθηκε. «Το ξέρεις;» «Πώς είναι οι άγγελοι;» τη ρώτησα και άκουσα ένα γελάκι να ξεφεύγει απ’ τα χείλη της, κι αμέσως μετά ένα επιφώνημα, έκπληξης ίσως. Ή ξέχασε ή δεν ήξερε ότι ήμουν τυφλή. Μετά από μια στιγμή, που μου φάνηκε πώς κράτησε πολύ, μου είπε: «Όμορφοι είναι, σαν και σένα. Και τραγουδάνε όμορφα, ακριβώς όπως κι εσύ. Αλλά όχι τόσο μελαγχολικά. Ωστόσο…» Σώπασε. Άφησε την πρότασή της στη μέση. Ωστόσο, «αυτοί δεν τραβούν τα ζόρια που τραβάμε εμείς», είμαι σίγουρη ότι αυτό θα μου έλεγε. Την άκουσα να σηκώνεται από εκεί που καθόταν, κάπου στο κοινόβιό μας σαλόνι, και την ένιωσα να με αγκαλιάζει. «Συνέχισε να τραγουδάς μικρή», μου ψιθύρισε, «είναι μεγάλο το χάρισμα που έχεις». Αλήθεια; Ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα, παρέμεινα μονάχα σιωπηλή κι απορημένη. Ήταν όντως ωραία η φωνή μου, όμορφο το λυπημένο μου τραγούδι; Με απελευθέρωσε από τη μεγάλη αγκαλιά της και άκουσα τα βήματά της να κατευθύνονται βαριά προς την πόρτα. Κάθισα επιτόπου, στο πάτωμα, και βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Το ίδιο βράδυ, καθώς τρώγαμε το λιτό μας δείπνο, περιέγραψα στους δικούς μου το πιο πάνω περιστατικό, και με κάποια έκπληξη άκουσα τον συνήθως αμίλητο μπαμπά μου να με παροτρύνει: «Άντε λοιπόν τραγούδα, να σε ακούσουμε κι εμείς». Υπάκουσα. Τους είπα το λυπημένο μου τραγούδι, και μετά, αφού μου ζήτησαν κι άλλο, συνέχισα να τους τραγουδώ. Όλοι οι στίχοι που έγραφα μέσα μου, έμοιαζαν μεμιάς να παίρνουν ζωή, να αποκτούν υφή και μια αλλιώτικη ουσία. Όσο πιο πολύ τραγουδούσα, όσο μεγάλωνε το πάθος και δυνάμωνε η φωνή μου, τόσο περισσότερο ένιωθα ν’ απλώνεται γύρω μου η σιγή, αλλά και κάτι να αλλάζει στην ατμόσφαιρα, που σιγά-σιγά γινόταν πιο ζεστή, σαν μια μεγάλη αγκαλιά και μια ανάσα. Σαν πέρασε η ώρα και κουράστηκα σταμάτησα και τους ρώτησα πως τους φανήκαν τα τραγούδια μου. Στην αρχή μου απάντησε η σιωπή κι αμέσως μετά ένιωσα πολλά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου, να με τρυπάνε λες με την επιμονή τους, προτού χέρια γνωστά και άγνωστα αρχίσουν να με χειροκροτούν. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί, παρασυρμένο απ’ τη φωνή μου.
Από τότε η τύχη μας άλλαξε, ή μάλλον η δική μου τύχη, αφού απέκτησα επιτέλους ένα σκοπό στη ζωή, μια και μπορούσα πια να προσφέρω στους άλλους κάτι. Ναι, τώρα το νιώθω επιτέλους κι εγώ και, υμνώντας τον Κύριο, μπορώ να το πω, ότι είμαι στ’ αλήθεια ευλογημένη. Η φωνή μου είναι η ευλογία μου, τα τραγούδια που γράφω μέσα μου και ποτέ δεν ξεχνώ η περιουσία μου, η παρηγοριά που χαρίζουν στους άλλους της φτωχής μου ζωής η δικαίωση.
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα εκείνη, που το φως μου πήρε να τρεμοσβήνει, τότε που άρχισε στης μικρής μου ψυχής το τετράδιο να γράφεται, το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας.
«Τραγούδα, κόρη μου», μού λέει η μαμά. «Τραγούδα να κάνεις πιο όμορφο τον κόσμο!»

Πρώτη γραφή

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 2009

Αγγελική. Το ημερολόγιο μιας πόρνης

Ιωάννα,

Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως αλλιώς δε γινόταν. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα, ένας δρόμος πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου -όχι ακόμη. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως. να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σα μια ξεχωριστή πράξη, σα μια ιδιαίτερη στιγμή, σα μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
Αλλά, ας αφήσω τις φιλοσοφίες, κι ας σου μιλήσω απλά, όπως μου έρχεται, απ’ την καρδιά μου. Ας μιλήσω για να σου πω πως σ’ αγαπώ απέραντα, απεριόριστα, σαν τη ζωή μου την ίδια, για να σου πω πως είσαι η ζωή μου η ίδια και πως είμαι περήφανη για σένα πιο πολύ απ’ ό,τι τα λόγια τα φτωχά θα μπορούσαν ποτέ να περιγράψουν. Είμαι περήφανη για την ψυχή σου και την καλοσύνη της. Εσύ είσαι το καλύτερό μου «έργο», το μεγάλο «κόλπο» μου. ένα ηχηρό χαστούκι στα πρόσωπα των ψεύτικων θεών των μεγάλων, στους οποίους θέλω να πω, να βροντοφωνάξω: «Να, φάτε στη μούρη ετούτη την όμορφη, την κόρη μου, εσείς όλοι οι τρανοί και μεγάλοι, που για χρόνια ολόκληρα μου κάνατε τη ζωή ποδήλατο. Φάτε τη στη μούρη, αφού η αφεντιά σας ποτέ της δε θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και τόσο καλό όσο αυτό το κορίτσι, δε θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο θαύμα!»
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι: τα παραλέω. Τα παραλέω όντως, αλλά τα εννοώ. Την κάθε λέξη, την κάθε υπερβολή! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην αφήσεις ποτέ κάποιον να σε μειώσει, να σε κάνει να νιώσεις λιγότερο ξεχωριστή απ’ ό,τι είσαι.
Με μια συμβουλή θα κλείσω αυτό το γράμμα, ψυχή μου, με μια συμβουλή που αν τηρήσεις, που αν ακολουθήσεις πιστά, δύσκολα θα πληγωθείς, θα είσαι πάντα λίγο ή πολύ προστατευμένη απ’ τα δεινά αυτού του κόσμου: να προσέχεις απ’ τους καλούς ανθρώπους, Ιωάννα μου, απ’ αυτούς να προσέχεις. Αυτοί μπορούν να σε πληγώσουν ξαφνικά και δίχως λόγο, να σε στήσουν απροσδόκητα στον τοίχο. Ενώ οι άλλοι, οι κακοί, οι άτιμοι, είναι πιο τίμιοι -πιο τίμιοι με τους εαυτούς τους και με τους άλλους- αφού από δαύτους ξέρεις τι να περιμένεις. Να φυλάγεσαι, λοιπόν, απ’ τους καλούς ανθρώπους και τις καλές τους προθέσεις.
Θα σε αφήσω τώρα, καλή μου. Θα σε αφήσω να διαβάσεις την ιστορία μου, να κάνεις μακροβούτι στο χθες μου, να μάθεις ό,τι ποτέ δε σου είπα, να με κρίνεις για ό,τι ποτέ δεν έμαθες. Ναι, να με κρίνεις αμείλικτα, αλλά να με κρίνεις μ’ αγάπη, με της καρδιάς σου όλη τη ζεστασιά.
Σ’ αγαπώ! Να προσέχεις.

Η μαμά,

Αγγελική

ΥΓ. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω την ιστορία μου στο πρώτο πρόσωπο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, δεν πληγώνουν τόσο πολύ, δεν αιμορραγούν όπως οι προσωπικές μαρτυρίες.

Σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία

Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2009

Ένας άνθρωπος με αποστολή

Είμαι ένας άνθρωπος που έχει μια αποστολή στη ζωή του, ή που τουλάχιστον είχε κάποτε. Το όνομά μου είναι Απόστολος, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζαν Αποστόλη. Ο Αποστόλης με την αποστολή! Αστείο δεν ακούγεται; Ακούγεται, αλλά αστείο δεν είναι.
Τραγική είναι η ιστορία μου, αλλά και συνηθισμένη. Σίγουρα την έχετε ακούσει κι από άλλους, με διαφορετικά όμως ονόματα. Κατάγομαι από ένα χωριό της Πελοποννήσου. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί τα έκανα όλα σκατά. Ακριβώς έτσι όπως τα λέω. Τι έκανα; Και τι δεν έκανα! Ίσως να φταίει το ότι μεγάλωσα χωρίς γονείς. Ίσως το ότι δεν μορφώθηκα πολύ. Ίσως το ότι βιάστηκα να παντρευτώ. Ίσως! Γεμάτη ίσως είναι η ζωή μου. Κι αυτά τα ίσως είναι που πιότερο τώρα με τυραννάνε.
Αλλά, ας πάρω τα πράματα από τη μέση. Δεν θα τα πάρω από την αρχή, αφού δεν με παίρνει ο χρόνος. Είμαι πενήντα χρονών και πεθαίνω. Καρκίνος. Δεν σώζομαι με τίποτα. Και δεν θέλω να σωθώ κιόλας, τη συγχώρεση, την εξιλέωση ψάχνω. Και την κόρη μου. Αυτήν που πέταξα με τις κλωτσιές έξω απ’ το σπίτι πριν δέκα χρόνια. Αυτήν που ήρθε εδώ, στην Αθήνα, ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή. Ψάχνοντας ζωή. «Θα πάω στην Αθήνα να ζήσω τη ζωή μου», είπε στη μάνα της προτού εξαφανιστεί. Στη μακαρίτισσα τη μάνα της. Ναι, μου πέθανε. Πέθανε έτσι στα ξαφνικά. Πήγε και μού πνίγηκε. Αυτοκτόνησε. Και άφησε πίσω της ένα σημείωμα και μια παραγγελιά: να βρω την Σωτηρία – αυτό είναι το όνομα της κόρης.
Εδώ και δυο χρόνια τις ψάχνω: τη σωτηρία και τη Σωτηρία. Τη σωτηρία της ψυχής μου, κι αυτήν της ζωής μου. Θέλω να σταθώ έστω και τώρα, στο τέλος, στο πλευρό της, να γίνω ο πατέρας που ποτέ δεν ήμουνα για κείνη, ένας πατέρας καλός, γεμάτος κατανόηση κι αγάπη, ένας πατέρας… Θέλω; Ήθελα, ήθελα να πω. Ήθελα, αφού τώρα πια έχω χάσει κάθε ελπίδα να τη βρω, αφού και στο δρόμο να τη δω σίγουρα δε θα την αναγνωρίσω. Αλλά, ούτε κι εκείνη θ’ αναγνωρίσει εμένα, αφού έχω καταντήσει ένας κουρελής, ένα απομεινάρι του αλλοτινού μου εαυτού.
Παλιά ήμουνα… Ένα κάθαρμα ήμουνα, αυτό ακριβώς. Δουλευταράς, αλλά πότης κι άγριος, ποτέ δεν άφησα ν’ ακουστεί στο σπίτι άλλη φωνή εκτός απ’ τη δική μου. Επέστρεφα πάντα εκεί απ’ τη δουλειά γεμάτος οργή, συνοφρυωμένος, έτρωγα λίγο, ξαπόσταζα κι ύστερα έφευγα για τον καφενέ ή την ταβέρνα, όπου καθόμουνα και τα έπινα με τις ώρες, συνομιλώντας φωναχτά, κάνοντας εχθρούς, μπλέκοντας σε καυγάδες. Σε καυγάδες που ποτέ δεν μπορούσα να κερδίσω αφού είμαι μικροκαμωμένος, μια αντρική μινιατούρα που ό,τι δεν διέθετε σε μπόι και κότσια το διέθετε σε φωνή, μια φωνή που μεταμορφώνονταν σε βία όταν ήμουνα στο σπίτι με τις γυναίκες. Τις χτυπούσα, και τις δύο. Και απατούσα τη γυναίκα μου, με κάθε ευκαιρία. Οι πουτάνες ξέρανε πώς να με κουμαντάρουν, εκείνη όχι.
Τώρα, που πέρασε πια ο καιρός και με χαράκωσε ο χρόνος, τώρα, που μπορώ και τα βλέπω όλα καθαρά, έφτασα να μισώ τον εαυτό μου. Διέλυσα την οικογένειά μου. Και γιατί; Έστειλα τη γυναίκα μου στον τάφο και την κόρη μου στην εξορία. Και γιατί; Και κατόπιν εορτής μετανιώνω; Γιατί; Αφού τίποτα δεν μου λέει, τίποτα δεν εγγυάται ότι αν μου δινόταν μια καινούρια ευκαιρία στη ζωή δεν θα έκανα και πάλι τα ίδια. Έτσι γεννήθηκα, έτσι μεγάλωσα, τέτοιος είμαι: ένας άνθρωπος εντελώς αστοιχείωτος που πίστευε σαν δίκιο μόνο το δικό του, που ποτέ του δεν εκτίμησε αυτά που είχε. Μέχρι που ήταν πια απελπιστικά αργά.
Τη Σωτηρία την έδιωξα απ’ το σπίτι επειδή μ’ ατίμασε. Ακούς εκεί, μ’ ατίμασε! Νέα γυναίκα ήτανε, κοιμήθηκε με κάποιον, και τι μ’ αυτό; Ήταν λόγος αυτός για να τη διώξω; Τι υποκριτής ήμουνα, τι υποκριτής! Έκανα ό,τι έκανα κι απαιτούσα από κείνην να το παίζει μωρή παρθένα. Σιγά να μη με άκουγε. Όχι πώς της μίλησα και ποτέ κιόλας για να με ακούσει, αλλά, λέω τώρα. Σιγά! Εγώ έφταιγα για όλα. Εγώ που το μόνο που της έδωσα ποτέ ήταν φαγητό, βία κι αγωνία.
Με εξέπληξε, αυτή είναι η αλήθεια. Με εξέπληξε βαθιά, μού έριξε ένα γερό χαστούκι. Όταν της είπα να φύγει απ’ το σπίτι περίμενα να λυθεί στα κλάματα, να πέσει στα γόνατα και να μου ζητήσει συγχώρεση -λες και παίζαμε σε κάποια ταινία-, να μου πει πώς δεν θα το ξανακάνει. Αλλά, αντί αυτών, απλά μου χαμογέλασε, με τα πράσινά της μάτια τα υγρά να με κοιτούν άφοβα, σαρκαστικά, κι ύστερα πήγε κι ετοίμασε ένα σακίδιο με λίγα ρούχα, αποχαιρέτησε τη μάνα της κι έφυγε.
Για οκτώ χρόνια έβραζα στα ζουμιά μου. Για οκτώ χρόνια την καταριόμουνα και έλεγα ότι αν την έπιανα στα χέρια μου θα την έπνιγα, τη συφοριασμένη. Για οκτώ χρόνια. Μέχρι που πέθανε η Νίκη μου, κι επιτέλους άνοιξαν τα μάτια, κι επιτέλους άρχισα στ’ αλήθεια να πονώ.
Την έκλαψα πολύ τη μακαρίτισσα, αλλά σίγουρα όχι τόσο έκανα εκείνη να κλάψει, και μετά ήρθα σ’ ετούτη τη βρώμικη πόλη για να βρω την κόρη μας, για να συμφιλιωθώ μαζί της και να ζητήσω μια άφεση αμαρτιών, που έτσι κι αλλιώς δεν μου αξίζει.
Στην αρχή άρχισα να την ψάχνω μόνος ρωτώντας άγνωστους από δω κι εκεί δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, πηγαίνοντας καθημερινά στο αστυνομικό τμήμα, ξοδεύοντας νύχτες ατελείωτες τριγυρνώντας στα διάφορα στέκια, σε όσα με άφηναν να μπω μέσα δηλαδή. Σαν ένας ξένος κόσμος, ένας άλλος πλανήτης έμοιαζε στα μάτια μου η Αθήνα, με τους βιαστικούς και λες πάντα οργισμένους κατοίκους της, με το κυκλοφοριακό, με τις φωνές και το νέφος της, με τους μπρατσάδες που στέκονταν στις εισόδους διάφορων μαγαζιών απαγορεύοντάς μου την είσοδο, παρά το ό,τι προσπαθούσα να τους εξηγήσω το λόγο που ήθελα να πατήσω πόδι στο ιερό τους άβατο. Όλοι μου φάνταζαν εχθροί, κι εγώ ήμουν ο εχθρός όλων.
Αφού είδα κι απόειδα και πουθενά δε βρήκα λυτρωμό, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός αστυνομικού που έμοιαζε να καταλαβαίνει τον πόνο μου, προσέλαβα ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ, αφού ήταν η μοναδική λύση που μου είχε απομείνει. Αλλά κι εκείνος, ύστερα από μήνες και μήνες έρευνας, ή αδράνειας -δεν ξέρω- δεν έφτασε πουθενά, και μια και ξέμεινα από λεφτά αναγκάστηκα να τον απολύσω. Την ίδια μέρα παράτησα και το φτηνό δωμάτιο όπου έμενα, κι από τότε ζω στους δρόμους. Ξέρω ότι δεν μου απομένει και πολύς χρόνος να ζήσω, έτσι δεν με νοιάζει τίποτα πια. Ή σχεδόν τίποτα. Με νοιάζει εκείνη ωστόσο, λες κι εξακολουθώ και ψάχνω τώρα πλέον από συνήθεια, για να κάνω κάτι. Για να κάνω κάτι όταν δεν ζητιανεύω.
Ναι, δύσκολη είν’ η ζωή μου, αλλά είναι κιόλας αυτή ακριβώς που μου αξίζει. Αυτή η φτώχεια, η βρωμιά, δείχνει ποιος ήμουνα, είναι σαν ένας καθρέφτης του χθες. Καθώς τριγυρνώ από γωνιά σε γωνιά, από γειτονιά σε γειτονιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσω το φαγητό μίας ακόμη ημέρας, μονολογώ συνεχώς, μιλώ με τον εαυτό μου. Τον ρωτώ ό,τι μου κατέβει στο μυαλό, κι αυτός συνήθως μου απαντά, άλλοτε όχι. Πού και πού με παίρνουν από πίσω τα σκυλιά, οι μοναδικοί μου φίλοι, και όταν μπορώ μοιράζομαι μαζί τους το φαγητό μου, τα ευχαριστώ που είναι εκεί, γίνομαι γι’ αυτά ό,τι δεν ήμουνα ποτέ για την κόρη μου. Τις νύχτες κοιμάμαι κάτω από τα παγκάκια, στις στοές και στις σκιές, συνήθως έχοντας μια μουσούδα σκύλου να μου χαρίζει ζεστασιά, να μου θυμίζει ότι είμαι άνθρωπος. Και τις μέρες, όταν δεν εκλιπαρώ συμπάθεια, σέρνω τη λεκιασμένη μου μορφή, από δω κι από κει, σταματώντας άγνωστους στο δρόμο, δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, και λέγοντάς τους πώς είμαι ο Αποστόλης και ψάχνω τη Σωτηρία.

Πρώτη γραφή, ως συνήθως

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο ΙΙΙ

Το φθινόπωρο άρχισε όμορφα, στη χαραυγή φαινομενικά ενός καινούριου κόσμου. Το φθινόπωρο τέλειωσε άσχημα, με το θάνατό του. Όχι του κόσμου, αλλά του κόσμου μου. Ο Άντι πέθανε. Τη νύχτα κάναμε έρωτα, το πρωί ήταν νεκρός. Τον χτύπησε ένα διερχόμενο αμάξι καθώς πήγαινε προς το πανεπιστήμιο και έκοψε το νήμα της ζωής του, εκείνο που μας ένωνε, αυτό που αόρατο πια δε θα μας χώριζε ποτέ. Ήτανε hit and run, είπαν οι αστυνομικοί και μάλλον θα ήταν αδύνατο να βρούνε ποιος τον σκότωσε. Τον σκότωσε!

Κάλεσα τη Ρόντα για να της πω τα άσχημα νέα, κι εκείνη με τη σειρά της ανέλαβε να ειδοποιήσει την αδελφή του και να κανονίσει τα της κηδείας. Η Σάρα με πήρε τηλέφωνο λίγα λεπτά αργότερα κλαίγοντας με λυγμούς, μιλώντας μου με μια φωνή που μετά βίας έβγαινε απ’ τα χείλη της. Την περισσότερη ώρα την ανάσα της άκουγα, τους κόμπους στο λαιμό και το ρούφηγμα της μύτης, και με κλειστά τα μάτια προσπαθούσα να τη φανταστώ. Προσπαθούσα να φανταστώ εκείνο το όλο ζωή πλάσμα να κλαίει με λυγμούς, μα δεν μπορούσα. Το φωτεινό της βλέμμα έβλεπα, εκείνη την πλούσια σε προσωπικότητα ομορφιά που θυμόμουνα από τη φωτογραφία. Καημένο κορίτσι. Δεν μπορούσα να μπω στη θέση της. Δεν μπορούσα καν να διανοηθώ τι περνούσε. Έχασε πρώτα δυο γονείς και μετά άλλους δύο. Και τώρα τον μοναδικό αδελφό που γνώρισε, κι ας μην ήταν αίμα της. Όλη αυτή την ώρα η Μάριαν στεκόταν δίπλα μου και με κοιτούσε να σιωπώ και να χώνομαι στο μέσα μου. Δακρυσμένη ήταν κι αυτή, αλλά έκλαιγε ήσυχα, όπως ακριβώς ζούσε. Μια βαθιά προσωπική υπόθεση ήταν ο θρήνος της. Όταν τελικά οι λυγμοί της Σάρας κόπασαν, της εξήγησα το καθετί και μου είπε ότι θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. Θα ερχόταν για να παραλάβει το σώμα του αγαπημένου νεκρού και να το μεταφέρει στην αγαπημένη του γη – εκείνην που τον γέννησε, αυτήν που θα τον υποδεχόταν στα χώματά της. Μ’ αποχαιρέτισε με ένα άηχη σχεδόν ευχαριστία και έκλεισε. Παρέμεινα ακίνητη ν’ ακούω το πουθενά και το κενό που έφτανε στ’ αυτί από το ακουστικό. Ένιωσα μια ανάσα στο σβέρκο μου, ανατρίχιασα. Άντι, πήγα να πω, προτού προλάβει η Μάριαν να με αγκαλιάσει από πίσω και να γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα μείναμε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η όλο ζεστασιά επαφή, που έλεγε όσα έπρεπε να ειπωθούν, που γέμιζε τα κενά του θρήνου και των σκέψεών μας.
Είχε πια νυχτώσει. Καθόμασταν εκεί, στο σπίτι της Μάριαν, και περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι, αλλά περιμέναμε. Και πίναμε. Όχι πολύ, λίγο. Πού και πού χτυπούσαν τα τηλέφωνά μας, απαντούσαμε, δίναμε εξηγήσεις, δεχόμασταν συλλυπητήρια, κλείναμε και σιωπούσαμε. Εκείνη κάθε τόσο έμοιαζε να σκέφτεται κάτι και να χαμογελά, αλλά δεν τη ρώτησα ποτέ τι. Είχε τις δικές της αναμνήσεις απ’ τον Άντι, κάποιες από τις οποίες της μάλλον της ανήκαν αποκλειστικά και δε θα μπορούσε να τις μοιραστεί με κανένα.
Θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα όταν άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπάει και πάλι.
«Είμαι εδώ», μου είπε η Σάρα, με το που απάντησα. Της έδωσα οδηγίες για να ’ρθει να μας βρει.
Άνοιξα την πόρτα σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, που σε λίγα, αλλά αρκετά, θύμιζε το κορίτσι της φωτογραφίας. Τα μάτια της ήταν υγρά και φωτεινά, οι τρόποι της αμήχανοι. Την αγκάλιασα αμίλητη, και σε λίγο την οδήγησα μέσα. Πήγε και κάθισε δίπλα στην Μάριαν στον καναπέ, κοιτώντας ανήσυχα τριγύρω, χωρίς να βλέπει τίποτα. Κι ύστερα, απλά έγειρε, ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια της φίλης μου και άρχισε να κλαίει.
Με δάκρυα και σιωπές, με λίγα λόγια και εξηγήσεις ασήμαντες, κύλησαν οι ώρες, και ήρθε το πρωί. Καμιά μας δεν είχε κλείσει μάτι. Ένα κόκκινο χάραμα ήρθε για να μας δείξει το δρόμο για την επόμενη μέρα, αυτόν της απώλειας.
Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, κι η Σάρα, σαν η μοναδική συγγενής του Άντι που ήταν, υπέγραψε χαρτιά, ζήτησε διευκρινήσεις, έκανε και πήρε τηλεφωνήματα, κανόνισε τα πάντα, έχοντάς μας κάθε στιγμή στο πλευρό της. Θα παραλάμβανε το πτώμα στο τέλος της μέρας και την επομένη θα ξεκινούσαμε το μακρινό ταξίδι για την πόλη τους. Εκείνη κι… εκείνος θα ταξίδευαν αεροπορικώς αφού ουσιαστικά, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, δεν υπήρχε κι άλλη επιλογή. Εγώ με τη Μάριαν θα πηγαίναμε με τ’ αμάξι του Άντι, ενώ κάποιοι από τους φίλους και τους μαθητές μας θα νοίκιαζαν ένα μικρό λεωφορείο και θα μας ακολουθούσαν.
Πυρετικά πέρασε η μέρα. Και όσο περνούσε, τόσο και πιο πολύ συμπαθούσα τη Σάρα. Παρά το ότι δεν ήταν στ’ αλήθεια αδελφή του Άντι έμοιαζε να είναι φτιαγμένη απ’ τα ίδια μ’ εκείνον υλικά: αποφασιστικότητα, καλοσύνη, πείσμα, ανοχή, αντοχή. Οι γονείς τους, εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι που ποτέ δε γνώρισα, έκαναν καλή δουλειά με τα παιδιά τους, πολύ καλύτερη απ’ αυτήν που έκαναν οι δικοί μου μ’ εμένα. Την κοιτούσα με θαυμασμό καθώς περιφερόταν από τόπο σε τόπο, καθώς δίχως υστερίες, εκνευρισμούς και παράπονα διευθετούσε το ένα θέμα που προέκυπτε μετά το άλλο, καθώς είχε μια ευχαριστία κι ένα ευγενικό λόγο να προσφέρει στον καθένα. Κι αυτά στην πιο δύσκολη ώρα της.
Λίγο μετά το μεσημέρι, κι αφού μας το ζήτησε η ίδια, την οδηγήσαμε στο σχολείο μας. Έλαμψε το βλέμμα της με το που πάτησε το πόδι της εκεί και την είδαμε για πρώτη φορά πλατιά κι αληθινά να χαμογελά. Τέτοια ώρα δεν υπήρχε κανείς στο χώρο, αλλά αυτό δεν της στέρησε κάτι απ’ τη χαρά που ένιωσε.
«Αχ, Άντι!» είπε στον κανένα και κάθισε κατάχαμα στην αίθουσα της ζωγραφικής. Και καθίσαμε δίπλα της, προσπαθώντας μάταια να διαβάσουμε τις σκέψεις της. Τα μάτια της άλλαζαν συνεχώς. Πότε φωτίζονταν, πότε σκιάζονταν, ερωτήματα και απορίες γεννιόνταν μέσα τους και πεθαίνανε δίχως να εκφραστούν. Και διλήμματα. Ναι, διλήμματα. Κατάλαβα. Το ίδιο κι η Μάριαν. Και μίλησε πρώτη, αφού εγώ ακόμη ένιωθα κάπως άβολα απέναντί της.
«Αν θελήσεις ποτέ να έρθεις εδώ για δουλειά είσαι περισσότερο από ευπρόσδεκτη. Αν ανήκει σε κάποιον αυτό το σχολείο είναι στον Άντι. Εμείς απλά τον βοηθήσαμε!»
Το βλέμμα της πρώτα χαράκωσε η απορία προτού το καταλάβει μια απόκοσμη σχεδόν λάμψη. Έμοιαζε να ξεχειλίζει από χρώματα και μουσικές, από μια υπόσχεση για το μέλλον.
«Σας ευχαριστώ», ψιθύρισε, κοιτώντας μας μ’ ευγνωμοσύνη. «Σας ευχαριστώ, θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό. Θα το ήθελε κι εκείνος. Αλλά…». Αλλά; «…Δε θα ήθελα να είμαι μες στα πόδια σας. Δεν έχω το δικαίωμα…»
«Ο Άντι…» αρκέστηκα να πω εγώ.
«Ο Άντι!» αποκρίθηκε κι εκείνη και πλέον κάθε εξήγηση ήταν περιττή. Ναι, θα ερχόταν. Έτσι κι αλλιώς με τις σπουδές της είχε σχεδόν τελειώσει και τις λιγοστές εξετάσεις που της έμειναν θα μπορούσε να της δώσει με την πρώτη ευκαιρία. Εξάλλου το ήθελε πολύ, από πάντα ονειρευόταν ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του αδελφού της. Θα έκανε λοιπόν μια νέα αρχή. Το μόνο που τότε δε γνώριζα ότι η νέα αρχή της, θα ήταν η αρχή του τέλους για μένα. Η μοίρα, όχι και πολύ σύντομα, αλλά όχι και αμετάκλητα αργά, θα άλλαζε και πάλι στη ζωή μου πορεία.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2009

...Και άσπιλη

Παντρεύτηκα τον πατέρα μου! Ναι, καλά, όχι ακριβώς αυτόν, αλλά κάποιον που του μοιάζει. Τ’ όνομά μου είναι Αγνή και κάθε άλλο παρά άσπιλη είμαι.
Γεννήθηκα πριν σαράντα χρόνια σ’ ένα χωριό όχι πολύ μακριά από τη Λευκωσία και είμαι μοναχοκόρη. Η οικογένειά μας είναι σχετικά εύπορη. Ή μάλλον ήταν. Ήταν, αφού δεν ανήκω πια σ’ αυτή την οικογένεια, έχω φτιάξει τη δική μου.
Από μικρή, θυμάμαι, το όνειρό μου ήταν να μεγαλώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ και να φύγω για την πόλη, αφού δεν άντεχα τη ζωή στο χωριό, την απομόνωση και την κλεισούρα του σπιτιού, αλλά και γιατί ζήλευα τις συγχωριανές μου που μετακόμισαν οικογενειακώς στη Λευκωσία, κι έρχονταν πίσω μονάχα στις διακοπές, για να μας πουν πόσο καλά περνάνε. Εκείνες τα είχαν όλα: εύκολες μετακινήσεις, φίλους, κάποιου είδους ελευθερία. Όχι πως η ζωή μου ήτανε και τόσο μαύρη στην τελική, αλλά να, δεν είχε και χρώματα.
Εκείνο όμως -τώρα πια μπορώ και το ομολογώ- που πιότερο με χαλούσε, ήταν η τυραννία στο σπίτι. Οι φωνές και οι καυγάδες ανάμεσα στους γονιούς μου, οι απειλές, η έλλειψη γαλήνης. Όταν ήμουνα εκεί δεν μπορούσα να χαμογελάσω, αφού ο φόβος ήταν εκείνος που όριζε την καθημερινότητά μου. Ο φόβος για το τι θα μου έφερνε η επόμενη μέρα. Φοβόμουνα την οργή της μάνας, που ξεσπούσε πάνω μου, αφού δεν μπορούσε να την εκτονώσει αλλού, και τα οργισμένα βλέμματα του πατέρα μου, τα οποία πού και πού άλλαζαν μορφή και γίνονταν τρυφερά – και τότε ακριβώς ήτανε που με τρόμαζαν πιο πολύ.
Προσπαθούσα να μένω όσο λιγότερο γινότανε στο σπίτι, κι έτσι άρπαζα κάθε ευκαιρία που μου δινόταν για να ξεφύγω για λίγο. Πήγαινα στο φτωχικό της γιαγιάς, που πιότερο θύμιζε καλύβα, και τη βοηθούσα με τις δουλειές της, παρακολουθούσα δυο φορές την εβδομάδα την κατήχηση και δεν έχανα λειτουργία για λειτουργία στη μικρή εκκλησία του χωριού, αφού εκεί ένιωθα ασφαλής.
Προτού κλείσω καν τα δέκα μου χρόνια ένιωθα σαν νεκρή. Μια νεκρή που περίμενε με αγωνία την ανάστασή της, που θα αργούσε πολύ ακόμη να φανεί.
Την πρώτη φορά που με άγγιξε άπρεπα ο πατέρας μου, ένιωσα ωραία, αφού δεν ήξερα τι έκανε. Ήτανε μαζί μου τρυφερός κι εγώ απολάμβανα όσο μπορούσα εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν έκανε και κάτι το τραγικό. Με αγκάλιασε απλά από πίσω, από τη μέση, ξαφνιάζοντάς με, καθώς συγύριζα το δωμάτιό μου, και με φίλησε στο σβέρκο. Η μάνα μου έλειπε εκείνη τη στιγμή απ’ το σπίτι, κι εκείνος έδειχνε παράδοξα ήρεμος, με μια φλόγα να του φωτίζει το βλέμμα, κάτι που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Δεν είπα τίποτα. Δεν αντέδρασα καθόλου. Χάρηκα απλά τη στιγμή.
Τη δεύτερη φορά ωστόσο τα γεγονότα πήραν μια τροπή που δεν περίμενα. Ήτανε μια κρύα μέρα του χειμώνα, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και ήμασταν και πάλι μόνοι στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάει επίσκεψη στη γιαγιά ή σε κάποια συγχωριανή, δε θυμάμαι, κι εμείς καθόμασταν αμίλητοι στο σαλόνι, μπροστά από το τζάκι. Εγώ ήμουνα στο χαλί, κι εκείνος στον καναπέ. Καθώς κοιτούσα τις φλόγες κι ονειροπολούσα, τον ένιωσα ξάφνου δίπλα μου. Τρόμαξα στην αρχή, αλλά όταν τον είδα να χαμογελά ηρέμησα. Μα μετά, με άγγιξε. Άγγιξε πρώτα το μανίκι μου, ύστερα τα μαλλιά και τα μάγουλά μου. Τώρα, όπως κλείνω τα μάτια, κι αναπλάθω μέσα μου τη σκηνή, ανατριχιάζω. Με μετρούσε. Μετρούσε τις αντιδράσεις μου, τις αντιστάσεις μου. Το μόνο που δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και σε τι να αντισταθώ. Καημένο παιδί. Μού είπε να βγάλω τα ρούχα μου κι εγώ άρχισα να γελώ. Νόμιζα ότι αστειευόταν. Αλλά όχι. Ήταν σοβαρός και τα μάτια μου έκαιγαν. Έμοιαζα να μικραίνω κάτω από το βλέμμα του και να χάνομαι. Υπάκουσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το έκανα. Ύστερα όμως… Ύστερα, σαν έμεινα γυμνή, τρόμαξα. Άρπαξα λοιπόν τα ρούχα απ’ το πάτωμα κι έτρεξα, ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, στο δωμάτιό μου. Κι εκείνος, μ’ ακολούθησε. Κι εκείνος, με οδήγησε στο κρεβάτι. Κι εκείνος, όταν προσπάθησα ν’ αντισταθώ με χτύπησε άγρια, καταπνίγοντας με το ένα του χέρι τις κραυγές μου. Τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου με βία. Τον ένιωσα. Και ο φόβος που ένιωθα πριν μέσα μου γι’ αυτόν μετατράπηκε σε τρόμο. Είχα ένα τέρας για πατέρα. Σαν έκανε ό,τι είχε να κάνει, σαν άδειασε πάνω μου, γεμίζοντάς με με αηδία, σηκώθηκε, σκουπίστηκε μ’ ένα χαρτομάντιλο, και με διέταξε -με μια φωνή σαν ψίθυρο που ένιωσα να με διαπερνά πέρα ως πέρα- να μην πω τίποτα, σε κανένα. Παρέμεινα στο κρεβάτι γυμνή, για ώρα πολλή, να γελάω και να κλαίω. Γελούσα νευρικά, έκλαιγα σπαρακτικά και ασταμάτητα, για ώρα πολλή. Αλλά κάποτε τα δάκρυα στέρεψαν, ο πόνος πήρε στην ψυχή μου μορφή αφήνοντας απέξω τον κόσμο, και σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο για να λουστώ, μήπως και ξεπλύνω από πάνω μου το κρίμα. Η πληγή ωστόσο ήταν μέσα μου και τίποτα δε θα μπορούσε να την κάνει να σταματήσει να αιμορραγεί. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η μάνα μου ήταν εκεί. Στεκόταν ακίνητη και κοιτούσε το ματωμένο λεκέ πάνω στο σκέπασμα. Άφωνη. Άβουλη. Παγωμένη. Δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε τίποτα. Δεν προσπάθησε καν να μ’ αγκαλιάσει. Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο, όπως ακριβώς είχε μπει, κι εγώ πήγα και ξάπλωσα. Σε λίγο άκουσα φωνές από κάτω, πολύ σαματά, κάτι να σπάει, κι ύστερα μια κραυγή πόνου. Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα τ’ αυτιά, αλλά το έργο, η σκηνή, άρχισε να παίζεται ξανά και ξανά μέσα μου. Κι ύστερα ήρθαν άλλες σκηνές από το παρελθόν να μου χαράξουν τη μνήμη, άλλες εικόνες να μου χαρακώσουν την ψυχή. Ώστε γι’ αυτό, σκεφτόμουνα. Ώστε γι’ αυτό η μάνα μου τη μια έχει πληγές στα χέρια και στα πλευρά και την άλλη μώλωπες στο πρόσωπο. Ώστε γι’ αυτό δεν τον αφήνει να την αγγίξει όταν είμαι μπροστά! Τόσα χρόνια κοιτούσα μα δεν έβλεπα. Για άλλα τόσα χρόνια θα έβλεπα μα θα έκανα τα στραβά μάτια. Όχι, δε με βίασε ξανά ο πατέρας μου, αλλά άφησε να πέσει η μάσκα, άρχισε να με χτυπάει κι εμένα με κάθε αφορμή, να προσπαθεί να με σπάσει, να με μεταμορφώσει σε μια νέα εκδοχή της μάνας μου. Και τα κατάφερε. Ζούσαμε κι οι δυο στην κόλαση – εκείνη παρατημένη απ’ τη ζωή, κι εγώ ανυπομονώντας γι’ αυτή ν’ αρχίσει.
Τα χρόνια πέρασαν σιγά σιγά τυραννικά και, μόλις επιτέλους τέλειωσα το σχολείο, έσπευσα ν’ αρραβωνιαστώ τον πρώτο άντρα που ήρθε και με ζήτησε. Κι ας μη μου άρεσε καθόλου, κι ας διέκρινα απ’ την πρώτη στιγμή το σκοτάδι που κρυβόταν πίσω από τα μάτια του. Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγω από εκεί και να πάω στην πόλη, κι αυτό ακριβώς ήταν που μου υποσχόταν εκείνος. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για ν’ ανακαλύψω πως κι αυτός σαν τον πατέρα μου ήτανε. Ήθελε μια γυναίκα-δούλα, που θα τον σεβόταν και θα τον υπάκουε. Και, αν και είχα ακόμη την ευχέρεια να διαλύσω τον αρραβώνα, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να το κάνω, εγώ πήγα και τον παντρεύτηκα. Και τώρα, είκοσι δύο χρόνια και τρία παιδιά μετά, είμαι μαζί του ακόμα. Όχι, δεν τον αγαπώ, ποτέ δεν τον αγάπησα, απλά τον φοβάμαι. Κι ο φόβος που μου προκαλεί είναι αυτός ακριβώς που με κρατάει κοντά του. Δεν θα μπορούσα να τον εγκαταλείψω ποτέ, είναι ο πατέρας των παιδιών μου, μου προσφέρει ασφάλεια. Τι κι αν με χτυπάει πού και πού; - είναι μαθημένο το βουνό απ’ τα χιόνια. Τι κι αν ο έρωτάς του έχει καταντήσει βίαιος; - άλλο τρόπο δε γνωρίζω. Φτάνει που με πήρε απ’ το σπίτι των γονιών μου, φτάνει που με έφερε στην πόλη, φτάνει που με έσωσε – από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μου.
Το κορμί μου εξακολουθεί να είναι γεμάτο πληγές κι η ψυχή μου αιμορραγεί, αλλά έχω τουλάχιστον πια το δικό μου σπίτι και τα παιδιά μου -τις κόρες μου και την αγάπη τους- κι ας τώρα τελευταία η πρώτη μου, η Αρετή, γίνεται όλο και πιο απόμακρη και σιωπηλή, και μοιάζει να μ’ αποφεύγει. Είμαι η Αγνή και είμαι ακόμη ζωντανή, μα όχι άσπιλη.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ