Επίσημη γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Επίσημη γλώσσα ονομάζεται η γλώσσα που έχει αναγνωρισθεί ως επίσημη από κάποια πολιτική οντότητα (π.χ. κράτος) και χρησιμοποιείται στη νομοθεσία, στη δικαιοσύνη και στη δημόσια διοίκηση. Κάποια κράτη έχουν παραπάνω από μία επίσημη γλώσσα. Η επίσημη γλώσσα είναι κυρίως εκείνη στην οποία συντάσσεται το σύνταγμα μιας χώρας. Κράτη χωρίς κωδικοποιημένα συντάγματα δεν έχουν επίσημη γλώσσα. Τυπικά, η επίσημη γλώσσα ευθυγραμμίζεται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από το κύριο έθνος ή εθνική ομάδα κάποιου κράτους. Ο νόμος πολλών κρατών απαιτεί να παράγονται τα κυβερνητικά έγγραφα σε πολλές γλώσσες.

Επίσημα αναγνωρισμένες μειονοτικές γλώσσες εκλαμβάνονται συχνά λανθασμένα ως επίσημες γλώσσες. Ωστόσο, μια γλώσσα επίσημα αναγνωρισμένη από κάποιο κράτος, ακόμα και αν διδάσκεται στα σχολεία ή χρησιμοποιείται για επίσημες επικοινωνίες δεν είναι κατ' ανάγκην επίσημη γλώσσα του κράτους. Για παράδειγμα η Λαντίν και η Άμπρε στην Ιταλία είναι απλά επίσημα αναγνωρισμένες μειονοτικές γλώσσες, όχι επίσημες γλώσσες με την αυστηρή έννοια του όρου.

Σχεδόν τα μισά κράτη του παγκόσμιου χάρτη διαθέτουν επίσημη γλώσσα. Ορισμένα έχουν μόνο μία επίσημη γλώσσα, όπως η Αλβανία, η Γαλλία ή η Λιθουανία, παρά το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις χώρες υπάρχουν και άλλες γηγενείς γλώσσες. Άλλα διαθέτουν περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, όπως το Αφγανιστάν, η Λευκορωσία, το Βέλγιο, η Βολιβία, ο Καναδάς, η Ερυθραία, η Φινλανδία η Ινδία, το Πακιστάν, η Παραγουάη, η Νότια Αφρική και η Ελβετία.

Σε ορισμένα κράτη, όπως η Ιταλία, το Παλάου, οι Φιλιππίνες, η Ρωσία και η Ισπανία, υπάρχει επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά χρησιμοποιούνται οι μειονοτικές γλώσσες σε συγκεκριμένες σημαντικές περιοχές. Κράτη όπως η Σουηδία, το Τουβαλού, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Η.Π.Α. δεν έχουν επίσημη γλώσσα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις υφίσταται de facto μία κύρια γλώσσα, καθώς επίσης και μια πλειάδα κυβερνητικών διατάξεων και πρακτικών για το ποιες γλώσσες χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις.

Οι επίσημες γλώσσες ορισμένων πρώην αποικιών όπως η Γαλλική ή Αγγλική, δεν είναι ούτε εθνικές γλώσσες ούτε ευρέως διαδεδομένες. Αντίθετα, η γηγενής Ιρλανδική, εθνική γλώσσα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας είναι η πρώτη επίσημη γλώσσα της, αν και ομιλείται από το 1/3 περίπου του πληθυσμού. Η Αγγλική, παρόλο που ομιλείται από μεγαλύτερο ποσοστό κατοίκων, ορίζεται ως «δεύτερη επίσημη» γλώσσα από το άρθρο 9 του ιρλανδικού συντάγματος. Επιπλέον η Ιρλανδική είναι επίσημη (συμφωνία) γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έγινε πλήρως λειτουργική γλώσσα στις 1 Ιανουαρίου 2007.

Σε ορισμένα κράτη το ζήτημα της γλώσσας και του εννοιολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται είναι μείζον πολιτικό θέμα.