Η Αλόη Σιδέρη γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1929. Πατέρας της ήταν ο λογιστής Χαράλαμπος Ματαράγκας και μητέρα της η ποιήτρια Καλομοίρα Κουρούκλη. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιάκές της σπουδές στο Ληξούρι και σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία και Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Το επώνυμο Σιδέρη προέρχεται από το σύζυγό της Στρατή Σιδέρη με τον οποίο απέκτησε μία κόρη. Από το 1955 ως το 1985 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα σε ιδιωτικά κυρίως σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης.
Το ποιητικό έργο της διαπνέεται από λυρισμό, χωρίς να γίνεται μελό, με ακρίβεια και αμεσότητα. Οι τίτλοι των ποιητικών συλλογών της είναι: «Πλήρης ημερών» (1980), «Όψεις ονείρων» (1984), «Το όνειρο της γάτας» (1990), «Το πιο τρομαχτικό» (1999), όλα από τις εκδόσεις Άγρα. Η Αλόη Σιδέρη έγραψε και πεζά, μία συλλογή διηγημάτων («Τσανγκ», 1990) κι έναν τόμο με χρονογραφήματα («Η κυρία με το γατί», 1990), ενώ επιδόθηκε με μεγάλες αξιώσεις στο δοκίμιο και στις μελέτες. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων ενώ επιδόθηκε στην παρουσίαση συγγραφέων από τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Ηρόδοτο, Αριστοτέλη, Ηλιόδωρο, Λουκιανό, Προκόπιο Καισαρέως, Άννα Κομνηνή, Ψευδο-Ιπποκράτη, Μιχαήλ Ψελλό, τις Συλλογές των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου του Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου, Henry James, Truman Capote, Umberto Eco.
Η Αλόη Σιδέρη συνεργάστηκε περιοδικά με την κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση ενώ δημοσίευσε ποιήματα και πεζά της σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Ως εκπρόσωπός της ήταν μέλος της Πολιτιστικής Επιτροπής του «Συμβουλίου Συγγραφέων και Μεταφραστών των Τριών Θαλασσών».
Πέθανε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2004, σε ηλικία 75 ετών.
Αλόη Σιδέρη – Το μαχαίρι
(από την ποιητική συλλογή Το Όνειρο της Γάτας)
Ήσουν εκεί όταν ήλθαν
τους είδες όλους
και με κλειστά τα μάτια θα το ένιωσες
πώς ξάφνου αραίωσε ο αέρας μες στην κάμαρα
πώς άλλαξε το φως
Ακόμα κι όταν έφυγαν έμεινε η μυρωδιά
δεν ήταν φύσημα ανέμου αυτό που ακούγαμε
σέρνονταν τα φορέματα στο γύρισμα της σκάλας
ηχούσε ακόμα το "αποθανών", το "δεδικαίωται"
Θαμπόφεγγε μισό φεγγάρι απ' τη τζαμόπορτα
είδες την ξαφνική λάμψη της λάμας
λίγο προτού τους πάρει το σκοτάδι
Μην κείτεσαι εκεί τάχα ανύποπτος
είσαι συνένοχος σε όλα μου τα όνειρα