Τα κόμματα νέου τύπου έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο;


του Ανδρέα  Καρύδη

Σήμερα διεξάγεται μια εκτεταμένη  συζήτηση και μια σημαντική αντιπαράθεση, σχετικά με τη σημασία και την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου, τη διατήρηση των αρχών λειτουργίας και δράσης του, το αν είναι ένα οργανωτικό μόνο, δηλαδή «τεχνικό» στοιχείο, ή ζήτημα με σημασία ευρύτερη και σημαντική επίπτωση στην πορεία και την αποτελεσματικότητα του κομμουνιστικού κόμματος.

Μετά τις εξελίξεις στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και την πορεία φθοράς και μετάλλαξης των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο οι συζητήσεις αυτές δίνουν και παίρνουν. Τίθεται ανοιχτά το ερώτημα από πολλές πλευρές αν είναι πλέον σήμερα απαραίτητα τα κόμματα νέου τύπου ως συστατικό στοιχείο μιας στρατηγικής για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ή οι συνθήκες άλλαξαν σε τέτοιο βαθμό που πρέπει το ζήτημα να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.


Αμφισβητήσεις του κόμματος νέου τύπου: Η περίπτωση του ΝΑΡ

Αυτή η αμφισβήτηση, ή η ανοιχτή απόρριψη του κόμματος νέου τύπου προωθείται από πολλές πλευρές. Μετά την αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, την αμφισβήτηση της κομμουνιστικής διεθνούς και της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος ήλθε η σειρά της αμφισβήτησης του προλεταριακού κόμματος νέου τύπου και μάλιστα από  δυνάμεις που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από το Κ.Κ.Ε. και αναφέρονται στον κομμουνισμό π.χ. το ΝΑΡ αλλά και το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι δεδηλωμένες δεξιές οπορτουνιστικές απόψεις π.χ. η μεγάλη πλειοψηφία του Συνασπισμού και άλλες ομάδες έχουν απορρίψει από καιρό την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου και προχωρούν ολοκληρωτικά στην ενσωμάτωση αμιγώς αστικών αντιλήψεων.

Στο βιβλίο του «Επιστροφή στο μέλλον», ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου γράφει: «Η τρίτη εποχή (εννοεί του κομμουνισμού) συνδυάζει στοιχεία των δύο πρώτων σε μια νέα ενότητα. Ο «ολοκληρωτικός» καπιταλισμός στην εποχή της πληροφορικής απλώνεται σε όλο τον κόσμο με τη μορφή υπερδικτύου δικτύων, συνδυάζοντας στον ακρότατο βαθμό την ευλύγιστη οργάνωση και τη διαρκή αποδόμηση, τον ορθολογισμό του μέρους και τον ανορθολογισμό του συνόλου, την ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς με τον κατακερματισμό της παραγωγής και της ίδιας εργατικής τάξης. Σ’ αυτό το νέο καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί και ένα «νέο» κομμουνιστικό κίνημα, όχι λιγότερο ευλύγιστο από τον αντίπαλο του, τόσο στην αντίληψή του για την πολιτική στρατηγική, όσο και στις μετωπικές μορφές οργάνωσης. Μετά τον κομμουνισμό-κίνημα και τον κομμουνισμό-κόμμα, το πολιτικό κέντρο βάρους πέφτει στον κομμουνισμό-μέτωπο. Ένας κομμουνισμός με δικτυακή μορφή,  συνεργαζόμενων αλλά και διαφορετικών κομμάτων και ρευμάτων, με αντιθέσεις και αναπόφευκτους ανταγωνισμούς».

Σε αυτή την περίπτωση η απόρριψη του κόμματος νέου τύπου είναι εύκολα εξηγήσιμη. Από την ώρα που το Νέο Αριστερό Ρεύμα θεωρεί ουσιαστικά ότι το ιμπεριαλιστικό στάδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει ξεπεραστεί και ότι οι καπιταλιστικές κοινωνίες πέρασαν πλέον στην εποχή, στη νέα φάση του ολοκληρωτικό καπιταλισμού αμφισβητεί και καταργεί σημαντικά στοιχεία του λενινισμού και μαζί τη θεωρία και την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου. Αναζητά το πολιτικό υποκείμενο, την πρωτοπορία, στον (κομμουνισμό- μέτωπο), ή σε ένα νεφέλωμα συνεργαζόμενων και ανταγωνιζόμενων  κομμάτων και ομάδων, χωρίς καμιά πειθαρχία, χωρίς θεωρία για το σοσιαλισμό και την οικοδόμησή του. Ο δρόμος της αμφισβήτησης και της ανατροπής θεωρητικών θέσεων και αρχών, η ανατροπή και η απόρριψη του λενινισμού δεν μένει σε ορισμένες πλευρές της θεωρίας και της πράξης. Οδηγεί στην ολοκληρωτική απόρριψη του. Το έργο αυτό το έχουμε δει πολλές φορές  και είναι γνωστό από πολλές -πολλές δεκαετίες.

Ιδιαίτερη όμως σημασία έχουν οι πηγές των αντιλήψεων αυτών του Πέτρου Παπακωνσταντίνου και στο που ακριβώς βλέπει το ξεπέρασμα του ιμπεριαλισμού και την αλλαγή σταδίου στον καπιταλισμό. Η πηγή του είναι  ο Τρότσκυ και το βιβλίο του «Προδομένη επανάσταση. Τι είναι και πού βαδίζει η Σοβιετική Ένωση», που έγραψε το 1936 θέλοντας να απαντήσει στις επιτυχίες των μπολσεβίκων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία και στην τροποποίηση του σοβιετικού συντάγματος. Από κει δανείζεται το εξής επιχείρημα. Οι τάξεις είναι ανομοιογενείς, σπαράσσονται από ανταγωνισμούς….. Κάθε τάξη περιλαμβάνει πολλές μερίδες στα πλαίσια της- άλλες στραμένες προς το παρελθόν και άλλες προς το μέλλον και ως εκ τούτου η τάξη μπορεί να γεννήσει πολλά κόμματα και κάθε κόμμα μπορεί να στηρίζεται πάνω σε μερίδες διαφορετικών τάξεων. Φυσικά ο Τρότσκυ γράφει όλα αυτά για να αντιπαρατεθεί στο ΠΚΚ(μπ) και να στηρίξει την ανάγκη πολυκομματισμού στη Σοβιετική Ρωσία. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου όμως χρησιμοποιεί αυτό το επιχείρημα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ξεπεράστηκε πλέον ο ιμπεριαλισμός άρα και η θεωρία και το ίδιο το κόμμα νέου τύπου.

Εδώ υπάρχουν πολλές αυθαιρεσίες.

Πρώτον, η εργατική τάξη όντως δεν είναι απόλυτα ομοιογενής. Δεν ήταν παλιότερα δεν είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σήμερα. Αναφέροντας όμως την ύπαρξη ανταγωνιζόμενων   «μερίδων» στα πλαίσια της εργατικής τάξης πρέπει να εξηγήσει με ποιο κριτήριο αυτό το κάνει. Με κριτήριο τη συνείδηση και την πολιτική συμπεριφορά των εργατών, ή με κριτήριο τα αντικειμενικά συμφέροντα τους; Μόνο με κριτήριο τη συνείδηση και την πολιτική συμπεριφορά τους μπορούμε να μιλήσουμε για μερίδες εργατικής τάξης που είναι στραμένες προς το παρελθόν. Ακόμη και την ώρα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν θα έχουν αποκτήσει όλοι οι εργάτες ταξική συνείδηση. Ένα μέρος τους υπάρχει σημαντική πιθανότητα να συνταχθούν με την πλευρά της αστικής τάξης, η να κρατήσουν ουδετερότητα.

Η ταξική θέση δεν δημιουργεί απευθείας και αντανακλαστικά συνείδηση της θέσης τους στην καπιταλιστική κοινωνία. Η ταξική συνειδητοποίηση των εργατών είναι πολύ σύνθετη και οπωσδήποτε πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Λένιν έγραφε: «Την ταξική πολιτική συνείδηση  μπορούμε να τη φέρουμε στον εργάτη μόνο απέξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας που μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη γνώση είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος και την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις».

Δεύτερον. Ανάμεσα στα διάφορα τμήματα (μερίδες) της εργατικής τάξης υπάρχει διαφοροποίηση συμφερόντων και αντιθέσεις. Έχουν όμως ένα πολύ ισχυρό κοινό στοιχείο που οδηγεί στη συσπείρωση και την κοινή δράση τους και αυτό είναι τα κοινά συμφέροντα τους και η αντίθεσή τους απέναντι στην αστική τάξη, ιδιαίτερα στο μονοπωλιακού κεφαλαίου και την εξουσία του, στοιχείο το οποίο στο βαθμό που συνειδητοποιείται δίνει τεράστια ώθηση στην κοινή δράση των εργατών, τη συνεννόηση και την ενότητά τους, οδηγεί στο ξεπέρασμα των εσωτερικών αντιθέσεων και των επιμέρους συμφερόντων τους απέναντι στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, όταν αναφερόμαστε στο κόμμα της εργατικής τάξης δεν σημαίνει ότι αυτό αυτόματα συσπειρώνει την εργατική τάξη ολόκληρη γιατί δεν υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ των εργατών, αλλά ότι δυνητικά μπορεί να συσπειρώσει, υπάρχει αντικειμενικά το έδαφος γι’ αυτό, αν οι θέσεις και το πρόγραμμα του ξεφεύγουν από την αποσπασματικότητα και το επιμέρους και εκφράζουν το συνολικό συμφέρον της τάξης, το άμεσο και κυρίως την ιστορική προοπτική της.

Το βασικό στοιχείο λοιπόν  πάνω στο οποίο στηρίζει τις απόψεις του ο Π.Π. είναι η πολυμορφία της εργατικής τάξης, εργατικής τάξης- μιλφέιγ όπως λέει. Το στοιχείο αυτό είναι υπαρκτό, μόνο που δεν είναι καινούργιο. Αντίθετα είναι πολύ παλιό και εντοπισμένο φαινόμενο, που απασχόλησε τους κλασικούς και το επαναστατικό κίνημα και φυσικά στις ημέρες μας με την πολύ μεγάλη αύξηση της εργατικής τάξης αριθμητικά και ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το στοιχείο αυτό δυναμώνει. Το ίδιο φαινόμενο εντοπίζει ο Λένιν πριν από έναν σχεδόν αιώνα. Δεν οδηγήθηκε όμως στο συμπέρασμα ότι το κόμμα νέου τύπου είναι άχρηστο και ξεπερασμένο. Έγραφε το 1920: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφες μεταβατικούς τύπους από τον  προλετάριο ως το μισοπρολετάριο, από το μισοπρολετάριο ως το μικροαγρότη και το μικροβιοτέχνη, το μικρονοικοκυρη γενικά… αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κ.λπ.. Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων».

Η πολυμορφία της εργατικής τάξης δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντιλήψεις και θέσεις ότι το κόμμα νέου τύπου ξεπεράστηκε. Αντίθετα ότι είναι απαραίτητο πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η ένταση της πολυμορφίας στις γραμμές της εργατικής τάξης κάνει πολύ περισσότερο αναγκαία τη δράση για το ξεπέρασμα των συνεπειών της και τη συσπείρωσή της. Κάνει επίσης πολύ περισσότερο αναγκαία από το παρελθόν την ευθύνη του κομμουνιστικού κόμματος, τη διαμόρφωση των όρων κοινής δράσης, συμπαράταξης ως τη δημιουργία ενιαίου μετώπου με τα διάφορα μικροαστικά κόμματα, κινήσεις και ομάδες που είναι πολύ πιθανόν εκτός από μικροαστικά κοινωνικά τμήματα, τα κόμματα αυτά να εκφράζουν και τμήματα της μισθωτής εργασίας ακόμη της εργατικής τάξης. Η ένταση της πολυμορφίας στις γραμμές της εργατικής τάξης κάνει πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη όχι της μοναχικής πορείας του κομμουνιστικού κόμματος, αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην ενότητα της εργατικής τάξης και στη διαμόρφωση πλατιά ταξικής προλεταριακής συνείδησης, αλλά στη διαμόρφωση των όρων πολιτικής συμμαχίας με άλλα πολιτικά σχήματα, μικροαστικής κατά βάση  υφής και πολιτικού προσανατολισμού.

Αμφισβήτηση του κόμματος νέου τύπου από τις τάξεις του ΚΚΕ: Το άρθρο της Ε. Μπέλλου

Στο ριζοσπάστης της 27/2/2011 δημοσιεύεται άρθρο της Ελένης Μπέλλου μέλους του ΠΓ του Κ.Κ.Ε. με τίτλο « για το κομμουνιστικό κόμμα στο εικοστό πρώτο αιώνα- ιδεολογική κρίση- προγραμματική ανασυγκρότηση». Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για προσωπική άποψη, αλλά για κατάθεση της αντίληψης που έχει για το κομμουνιστικό κόμμα η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. σήμερα. Είναι φανερό επίσης ότι μέσω του άρθρου αυτού παρουσιάζονται στοιχεία μιας γενικευμένης αντίληψης και κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης για το κομμουνιστικό κόμμα, η οποία φαίνεται ότι έχει ετοιμασθεί και δεν είναι μια απλή αναφορά και ιδιαίτερα αναφορά ενός στελέχους.

Από την αρχή του άρθρου σχεδόν γίνεται σαφές ότι η ανατροπή της αντίληψης για το κόμμα νέου τύπου είναι βαθιά και ριζική.

Γράφει το συγκεκριμένο άρθρο: «Σήμερα είναι περιορισμένες οι περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων που δικαιώνουν το κομμουνιστικό τίτλο τους και μάλιστα με κριτήρια όχι της περιόδου 1919 -. 1989, αλλά με βάση την κατασταλαγμένη σημερινή πραγματικότητα, την πείρα γεγονότων ολοκληρωμένων που αναπόφευκτα δίνουν ώριμα συμπεράσματα». Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι τα κριτήρια για το κομμουνιστικό κόμμα σήμερα και στο μέλλον είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ότι στην κομμουνιστική διεθνή και τα κομμουνιστικά κόμματα από τη δημιουργία της κομμουνιστικής διεθνούς ως το 1989. Αν γινόταν λόγος για την αμέσως πριν το 1989 περίοδο, όπου πλείστα κομμουνιστικά κόμματα είχαν σ’ ένα βαθμό αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, θα μπορούσε κανείς να το δεχθεί. Εδώ όμως γίνεται αναφορά για τα κριτήρια και τις αρχές που έθεσε ο Λένιν κατά τη δημιουργία της κομμουνιστικής διεθνούς το 1919. Ουσιαστικά απορρίπτεται η συνολική αντίληψη για το κόμμα νέου τύπου όπως τίθεται στον λενινισμό. Τα κριτήρια και οι αρχές αυτές φαίνεται κατά τη συντάκτρια ότι δεν ανταποκρίνονται στο κομμουνιστικό κόμμα σήμερα και μάλιστα φαίνεται ότι τουλάχιστον ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά τους ήταν λάθος από τότε.

Λίγο πιο κάτω το θέμα αυτό αναλύεται πολύ περισσότερο και γίνεται εντελώς σαφές. Αναφέρει το κείμενο: «Ο μπολσεβικισμός διαμόρφωσε κομμουνιστικό κόμμα κυρίως «επαγγελματιών επαναστατών», που δεν αντιμετώπισαν την πίεση και τις συνέπειες της μακρόχρονης αστικής νομιμότητας, ενώ εξ αντικειμένου έδρασαν κυρίως σε συνθήκες που τα παιδιά της εργατικής τάξης και των χωρικών βρέθηκαν με όπλα, σε συνθήκες που η μεν τσαρική εξουσία είχε φθαρεί η δε αστική δεν είχε διαμορφωθεί.» Η πρώτη παρατήρηση στα προηγούμενα είναι ότι σ’ αυτές τις γραμμές, υπάρχει πλήθος αυθαιρεσιών. Το κόμμα των μπολσεβίκων εκτός από επαγγελματίες επαναστάτες είχε δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες,  σε ορισμένες περιπτώσεις, μέλη και στελέχη που δεν ήταν επαγγελματίες, ουσιαστικά δηλαδή δεν ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο από αυτή την άποψη σχετικά με σήμερα. Ίσα- ίσα σήμερα τα επαγγελματικά στελέχη κάθε είδους είναι αναλογικά πολύ περισσότερα. Η δεύτερη παρατήρηση συνίσταται στο ότι ναι μεν ήταν τότε μια πολύ πιο ταραγμένη περίοδος, με επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις και παρανομίες, αλλά και σημαντικά διαστήματα νόμιμης και ειρηνικής δράσης. Από το 1907 ως το 1917 οι μπολσεβίκοι δρούσαν στη Δούμα, είχαν κοινοβουλευτική ομάδα, δρούσαν στο συνδικαλιστικό κίνημα και στο υπόλοιπο μαζικό κίνημα,  οργάνωναν απεργίες, πάλευαν για την αλλαγή των συσχετισμών κ.λπ.. Δεν έδρασαν μόνο με το όπλο στο χέρι, όπως γράφει το άρθρο. Ούτε  ήταν το κόμμα των μπολσεβίκων και ο Ρωσικός λαός η μοναδική περίπτωση  εμπλοκής σε ένοπλο αγώνα. Το Κ.Κ.Ε. τη δεκαετία του 1940 γνώρισε μια ολόκληρη δεκαετία ένοπλης δράσης, αλλά οι αρχές του δεν αμφισβητήθηκαν. Τέλος, στο άρθρο που συζητάμε εκφράζεται ο ισχυρισμός ότι η Ρωσία ιστορικά βρίσκονταν στη φάση όπου η αστική τάξη ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς της με τη φεουδαρχία, άρα ήταν εντελώς απ’ αυτή την άποψη  ιδιαίτερες συνθήκες.

Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί της Ε. Μπέλλου λένε το εξής απλό. Ο Λένιν διαμόρφωσε τη θεωρία του για το κόμμα νέου τύπου όχι σε συνθήκες καπιταλιστικής επικράτησης, εδραιωμένου καπιταλισμού, αλλά σε συνθήκες ιδιαιτέρες, μεταβατικές από τη φεουδαρχία προς τον καπιταλισμό και σε μια χώρα που δεν είχε γνωρίσει την αστική νομιμότητα, αλλά το κνούτο και την καταπίεση γι’ αυτό δρούσαν στην παρανομία, ή ένοπλα. Γι’ αυτό το λόγο η γενίκευση της πείρας από τη δράση  σ’ αυτές τις συνθήκες στην οποία προχώρησε ο Λένιν δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες οριστικής νίκης της αστικής τάξης και ανάπτυξης καπιταλισμού.. Ήταν μια πείρα που είχε αξία στις συνθήκες της Ρωσίας, πείρα που αντανακλούσε τη ρωσική ιδιομορφία. Είναι η ίδια και απαράλλαχτη η θεωρία της σοσιαλδημοκρατίας που την αγκάλιασε όλος αστικός κόσμος από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, ότι η στρατηγική της προλεταριακής επανάστασης, ο λενινισμός δηλαδή και το κόμμα νέου τύπου ήταν προϊόντα που ταίριαζαν στις συνθήκες της καθυστερημένης Ρωσίας και όχι για ολόκληρο τον καπιταλισμό. Αυτή είναι η ουσιαστική βάση απόρριψης του κόμματος νέου τύπου και του λενινισμού από την Ελένη Μπέλου.

Ένα άλλο σημείο που αναφέρεται στο κείμενο και αξίζει λέει: «Πάνω σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα απέλθει απότομη όξυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων, αβάσταχτη φτώχεια και κοινωνική δυστυχία που θα κυοφορήσει γενικευμένη πολιτική κρίση, επαναστατική κατάσταση. Το κρίσιμο είναι και θα είναι η κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, του ΚΚ». Εδώ οι ενστάσεις είναι δύο. Η πρώτη είναι στην αντίληψη ότι κάποια στιγμή θα έχουμε απότομη όξυνση των αντιθέσεων, επαναστατική κατάσταση δηλαδή, λόγω της πολύ μεγάλης φτώχειας και δυστυχίας και το μόνο που έχουν να κάνουν οι κομμουνιστές είναι να έχουν έτοιμο τον υποκειμενικό παράγοντα. Έχει ιστορικά αποδειχθεί από πάρα πολλά χρόνια ότι η μαοϊκή αυτή αντίληψη ότι η απόλυτη εξαθλίωση των μαζών θα οδηγήσει στην επανάσταση είναι λάθος. Καθώς και ότι το καθήκον των κομμουνιστών είναι να έχουν έτοιμο το κόμμα είναι τουλάχιστον μια αντίληψη λαθεμένη και μεταφυσική. Να περιμένουν δηλαδή την επανάσταση που οπωσδήποτε θα έρθει. Ότι αυτός είναι ο ρόλος, το καθήκον των κομμουνιστών. Η δράση και η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων, η φθορά του καθεστώτος των μονοπωλίων, η ανάπτυξη ενός μεγάλου ριζοσπαστικού κινήματος με προοπτική την επαναστατική ανατροπή και την εξουσία στο οποίο θα ηγεμονεύσει  η εργατική τάξη  είναι εντελώς έξω από τους προβληματισμούς και τα καθήκοντα των κομμουνιστών κατά το κείμενο. Η δεύτερη παρατήρηση είναι η ταύτιση που επιχειρείται του υποκειμενικό παράγοντα με το κομμουνιστικό κόμμα. Είναι επικίνδυνη, ήταν και είναι πηγή δεινών για τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία αποτελούν απλά την πρωτοπορία, την καθοδηγητική δύναμη μόνο, ρόλο τον οποίο θα κατακτήσουν στους ταξικούς αγώνες και δεν είναι δεδομένος.

Τρίτο σημείο που αξίζει να προσεχθεί στο άρθρο είναι η αναφορά στη σύνθεση της εργατικής βάσης του κομμουνιστικού κόμματος, η οποία απαρτίζεται- κατά την Ε. Μπέλλου- από τα εξής τμήματα της εργατικής τάξης ( μισθωτοί μεγάλης βιομηχανίας – μισθωτοί ή επιχειρήσεων ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορές, τράπεζες, δηλαδή κλάδων στρατηγικής σημασίας – μισθωτοί κέντρων υγείας, νοσοκομείων, διαγνωστικών κέντρων, ασφαλιστικών ταμείων παιδικών σταθμών). Με την πρώτη ματιά γίνεται σαφές ότι το ενδιαφέρον στρέφεται στους τομείς μεγάλης συγκέντρωσης που όμως είναι μειοψηφία στην εργατική τάξη. Το εμπόριο, οι υπηρεσίες, οι κατασκευές, ο τουρισμός, η πληθώρα των κάθε είδους ιδιωτικών υπαλλήλων, οι κάθε είδους άτυπες μορφές εργασίας, η εκπαίδευση, οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ, η μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή της εργατικής τάξης είναι εκτός του ορίζοντα της δραστηριότητας του κομμουνιστικού κόμματος. Επιλεκτικότητα χωρίς όρια που οδηγεί στον προσανατολισμό στην μειοψηφία της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έκταση που έχουν στην Ελλάδα τα μικροαστικά στρώματα φανερώνει το έωλο της θέσης αυτής. Το κομμουνιστικό κόμμα με βάση τα παραπάνω συγκροτείται και οικοδομείται στη μικρή μειοψηφία του λαού. Έτσι όμως επανάσταση δεν μπορεί να γίνει.

Τέταρτη παρατήρηση. Σχετικά με τα μέλη του κόμματος το κείμενο βλέπει δύο πλευρές. Η μία είναι η υλοποίηση των δράσεων και στόχων που αποφασίζονται κεντρικά και υλοποιούνται από ολόκληρο το κόμμα σε ολόκληρη την χώρα και η άλλη είναι η καθοδήγηση να κάνει τα μέλη να ανταποκρίνονται ως επαναστάτες και να μην παρασύρονται από απόψεις και θέσεις αντίπαλες ή εχθρικές. Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Η εφαρμογή των κεντρικών κατευθύνσεων δεν απαιτεί μόνο έμπνευση των μελών, απαιτεί μελέτη των συνθηκών του κάθε χώρου που θα εφαρμοστούν, απαιτεί κατάλληλη προσαρμογή στις συνθήκες, εντοπισμό και επεξεργασία πλευρών και ζητημάτων που μπορούν να αποτελέσουν κρίκους για την ανάπτυξη της δράσης ή να πυροδοτήσουν εξελίξεις. Εδώ ο ρόλος της ΚΟΒ είναι κρίσιμος, ως ιδιαίτερος κρίκος, κύτταρο του κόμματος όπου η λειτουργία της διαμορφώνει τη δυνατότητα συλλογικά και σε κάθε μέλους χωριστά όχι μόνο να μην παρασύρεται από τους αντιπάλους, αλλά να αναλύει, να μελετά, να προσαρμόζει, να κινητοποιεί. Τότε μόνο λειτουργεί το μέλος ως πραγματικός κομμουνιστής στο χώρο και η ΚΟΒ επιτελεί τον ρόλο της. Η λειτουργία κάθε κομματικού κρίκου στα πλαίσια της γενικής γραμμής, με τη δική του αυτοτέλεια και τις απαιτούμενες ιεραρχήσεις είναι κρίσιμο ζήτημα για το επαναστατικό κόμμα.

Παρατήρηση Πέμπτη- Σχετικά με τη σχέση καθοδήγησης βάσης. Στο ερώτημα που θέτει το κείμενο ποιος είναι ο ρόλος της κομματικής βάσης γενικότερα και ιδιαίτερα σε στιγμές που η ηγεσία κάνει σοβαρά λάθη, ή περνά σε αντεπαναστατικές θέσεις, απαντά ότι παρά τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη βάση και την ηγεσία, η ηγεσία έχει προβάδισμα λόγω των δυνατοτήτων θεωρητικής γενίκευσης που διαθέτει και θεωρητικής υποδομής και χαρακτηρίζει οπορτουνιστικές εκφορές της αστικής ιδεολογίας την αντίληψη για τον αποφασιστικό ρόλο της βάσης. Άρα η ηγεσία είναι το κύριο, ο συγκεντρωτισμός στην καθοδήγηση και τη λήψη των αποφάσεων είναι η αρχή και η πειθαρχία όλου του κόμματος στην ηγεσία επίσης.

Με μια τέτοια όμως αντιμετώπιση του ενιαίου χαρακτήρα του κόμματος, βάσης και ηγεσίας η  διαλεκτική σχέση τους έχει διαρραγεί, έχει ανατραπεί. Δεν υπάρχει πλέον ως βασική αρχή ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αλλά στη θέση του μπαίνει ο συγκεντρωτισμός και η πειθαρχία του κόμματος συνολικά στην καθοδήγηση και στις αποφάσεις της.

Πως όμως θα διαμορφωθεί αυτή η πάνσοφη και πάγια επαναστατικά προσανατολισμένη, αλάνθαστη και αταλάντευτη ηγεσία που όλοι της οφείλουν πειθαρχία και δρα απόλυτα συγκεντρωτικά, πώς θα αναδειχθεί, από ποιον και με ποιο τρόπο θα ελέγχεται και που θα λογοδοτεί;

Αυτές οι περιβόητες κρίσιμες και αποφασιστικές στιγμές που συνήθως είναι μήνες και χρόνια, π.χ. η επανάσταση στη Ρωσία κράτησε 8- 9 μήνες και αν προστεθεί η συνέχεια της, ο εμφύλιος πόλεμος κράτησε μερικά χρόνια, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν από μια ηγεσία ελάχιστων στελεχών που λειτουργεί και αποφασίζει μόνη της στο όνομα του κόμματος και της εργατικής τάξης;

Μια σύγκριση της αντίληψης. Αυτής, όσον αφορά τη λειτουργία του κόμματος, με τη λειτουργία του κόμματος των μπολσεβίκων και τη νικηφόρα τακτική τους από τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη, διάστημα στο οποίο οργάνωσαν πολλά σώματα σε όλες τις οργανώσεις τους, αλλά και το 6ο συνέδριο τους, με το κόμμα τους παράνομο και το Λένιν να κρύβεται και δεν αρκέσθηκαν να πάρει τις αποφάσεις η ηγεσία μόνη της, μια πραγματικά μεγάλη και πολύ ικανή ηγεσία, μας πείθει για το χάσμα που χωρίζει τις δύο αντιλήψεις. Το κόμμα των μπολσεβίκων καθοδήγησε την επική μάχη προς την εξουσία από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβρη ως ένα ενιαίο σύνολο που λειτουργούσε δημοκρατικά και πειθαρχημένα, παρακολουθούσε και μελετούσε τις εξελίξεις και χάρασσε εξαιρετικά αποτελεσματική τακτική σε όλη την πορεία. Αυτή η λειτουργία έδωσε στους μπολσεβίκους τη νίκη και όχι μια συγκεντρωτική ηγεσία που λειτουργεί μόνη της στο όνομα του κόμματος. Αποδείχθηκε ότι μια τέτοια συλλογική δημοκρατική λειτουργία ολόκληρου του κόμματος, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες ήταν δυνατή και μπορεί να υπάρχει τηρουμένων των αναλογιών παντού και πάντα. Αρνητικά παραδείγματα τα οποία πείθουν για το αντίθετο μπορεί να βρει κανείς πολλά στο Κ.Κ.Ε. και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Λαθεμένες, επιζήμιες και καταστροφικές αποφάσεις σε κρίσιμες στιγμές τις οποίες πήρε μόνη της η ηγεσία, χωρίς να εμπλακεί στη διαδικασία συζήτησης και λήψης των αποφάσεων, αντίθετα παραμερίσθηκε το σύνολο του κόμματος είναι πάμπολλες. Τα Δεκεμβριανά και η Βάρκιζα, τα γεγονότα του εμφυλίου και αργότερα η δεκαετία του ‘50, το γεγονός ότι δεν προκηρύχθηκε κομματικό συνέδριο του ΚΚΕ από το 1945 ως το 1961 παρά τις τεράστιες αλλαγές των συνθηκών και  πολλά άλλα επίσης.

Από τα παραπάνω καθίσταται απολύτως σαφές ότι το άρθρο που σχολιάζουμε σε καμιά περίπτωση δεν σκιαγραφεί κόμμα νέου τύπου, αλλά άλλο κόμμα εντελώς διαφορετικό. Ένα ακόμα που δεν λειτουργεί με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, στο οποίο δεν υπάρχει η έννοια της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά αρχές του αναδεικνύονται ο συγκεντρωτισμός και η πειθαρχία στην ηγεσία, όπου η διαλεκτική ενότητα βάσης και ηγεσίας δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα η ηγεσία έχει την πρωτοκαθεδρία,, που οργανώνεται και  συγκροτείται μόνο σ’ ένα τμήμα της εργατικής τάξης και μάλιστα στη μειοψηφία της και υποτιμά τα μικροαστικά σύμμαχα στρώματα της εργατικής τάξης για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας

Είναι ένα κόμμα στο οποίο σκέφτεται και αποφασίζει ηγεσία ή τμήματα της, κινητοποιεί και συμπαρασύρει ένα τμήμα των μεσαίων στελεχών και από κει και ύστερα οι χιλιάδες μέλη και κατώτερα στελέχη κινητοποιούνται, όσο είναι δυνατόν σε αυτές τις συνθήκες, με εκτελεστικό- πρακτικίστικο τρόπο, κάτι αντίστοιχο με τα ισχύοντα στο στρατό.

Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να συγκινήσει και να συσπειρώσει την εργατική τάξη, δεν μπορεί να την εκφράσει ώστε να διεκδικήσει την προοπτική της με βάση το ρόλο της στην κοινωνία. Δεν είναι δυνατόν, αν υπάρξει, να είναι ένα ακόμα κομμουνιστικό- επαναστατικό με προοπτική την εξουσία και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Δεν έχει καμία σχέση με τον λενινισμό και τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος από  το Μάρξ και τον Έγκελς ως το Λένιν και αργότερα, ως στις μέρες μας. Δεν έχει καμία σχέση με το Κ.Κ.Ε. και την ιστορική του διαδρομή.

Γιατί  χρειάζεται και πως πρέπει να είναι το λενινιστικό κόμμα νέου τύπου

Η αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου ήταν και είναι δεδομένη. Και μάλιστα σήμερα, δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι τον προηγούμενο αιώνα. Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό και ιδιαίτερα τον ιμπεριαλισμό, τα οποία επέβαλαν την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου, παραμένουν αναλλοίωτα. Παρά τις όποιες επιμέρους τροποποιήσεις που έχουν συντελεστεί, ο ιμπεριαλισμός παραμένει ιμπεριαλισμός και η αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής του είναι πολύ πιο επίκαιρη και επιτακτική στις μέρες μας. Ο 21ος αγώνας θα είναι πράγματι ο αιώνας των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της επικράτησης του σοσιαλισμoύ.

Η συγκεντρωμένη δύναμη του ιμπεριαλισμού είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα και αυτό κάνει πολύ πιο αναγκαία την ύπαρξη ενός πιο ισχυρού κόμματος νέου τύπου για να ανταπεξέλθει νικηφόρα στην αναμέτρηση με το κεφάλαιο της χώρας του και γενικότερα.

Οι αιτιάσεις που υπήρχαν και σήμερα πληθαίνουν ότι το κόμμα νέου τύπου είχε στην ίδια του τη φύση και το χαρακτήρα του το στοιχείου του αυταρχισμού και της ροπής προς τη γραφειοκρατία, το οποίο επέτρεψε μεγάλες περιπέτειες των ίδιων των κομμάτων, αλλά και των κοινωνιών που έγινε απόπειρα να οικοδομηθούν, ότι όλα αυτά ήταν στο DNA των κομμάτων νέου τύπου, θεωρούμε ότι όλα αυτά πρέπει να  απορριφθούν ασυζητητί. Αυτός ο δρόμος εξυπηρετεί τους αντιπάλους της εργατικής τάξης και κατατείνει στη διαιώνιση των απάνθρωπων καπιταλιστικών καθεστώτων που ζουν λαοί.

Ένα ολόκληρος αιώνας διαδρομής των κομμουνιστικών κομμάτων νέου τύπου έδωσε τεράστια και πολύμορφη πείρα και σπουδαία συμπεράσματα. Αυτή η πλούσια πείρα πρέπει να ενσωματωθεί στη θεωρία και τη δράση των κομμάτων νέου τύπου, από το 1919 έτος ίδρυσης της κομμουνιστικής διεθνούς ως και το τελευταίο διάστημα πριν την αντεπανάσταση στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη.

Οπωσδήποτε ορισμένα στοιχεία και πλευρές που εμφάνιζαν τα κομμουνιστικά κόμματα τις τελευταίες δεκαετίες και τα οποία σταδιακά δυνάμωναν πρέπει να επανεξετασθούν, να βγουν  τα απαραίτητα συμπεράσματα, να διερευνηθούν οι αιτίες τους και να απορριφθούν.

Τα κόμματα νέου τύπου θα πρέπει να επανέλθουν στις αρχές οργάνωσης και λειτουργίας τους που επεξεργάστηκε και εφάρμοσε ο Λένιν και όριο τους πρέπει να αποτελέσουν οι συζητήσεις για το κόμμα στο 10ο συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) και ιδιαίτερα η απόφαση «για την ενότητα του κόμματος». Οι συνθήκες στις οποίες διεξήχθη το συνέδριο αυτό από την άποψη των δυσκολιών που αντιμετώπιζε το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν όντως ακραίες. Το κόμμα ήταν αντιμέτωπο με τη μεγάλη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της τεράστιας μάζας της αγροτιάς και των μικρονοικοκυρέων του χωριού, ακόμη με τη δυσαρέσκεια τμημάτων της ίδιας της εργατικής τάξης, ως συνέπεια της πείνας, του εμφυλίου πολέμου και της απομόνωσης από ολόκληρο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο. Η εξέγερση της Κροστάνδης έφερε στο προσκήνιο με ανάγλυφο και δραματικό τρόπο τους κινδύνους. Στο εσωτερικό του κόμματος η πολυδιάσπαση είχε προχωρήσει πολύ. Οκτώ πλατφόρμες είχαν εμφανιστεί στην προσυνεδριακή περίοδο, που κατέληξαν σε τρεις κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Ο κίνδυνος διάσπασης και ολοκληρωτικής καταστροφής ήταν πολύ πιθανός. Χειρότερες συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν.

Το πρόβλημα ήταν με ποιον τρόπο θα διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις ώστε αφενός μεν να επιτυγχάνεται η απαραίτητη συνοχή και η ενότητα του κόμματος, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δράση του στο λαό και την προώθηση της επανάστασης, αφετέρου να μην παρεμποδίζεται η ιδεολογική και πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση, η μελέτη της εφαρμογής της πολιτικής του, η μελέτη των νέων φαινομένων που εμφανίζονταν, η διόρθωση των λαθών, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με το οξυγόνο για κάθε οργανισμό, γιατί αλλιώς επέρχεται η αποστέωση και η μετατροπή του σε απλό μηχανισμό, πράγμα που όσον αφορά το ΚΚ ισοδυναμεί με απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του.

Η απόφαση «για την ενότητα του κόμματος» περιλάμβανε την απαγόρευση της ύπαρξης ομάδων μέσα στο κόμμα με ιδιαίτερη δική τους εσωτερική πειθαρχία και συνοχή, ένα είδος κόμμα μέσα στο κόμμα. « Το συνέδριο θεωρεί διαλυμένες και δίνει εντολή να διαλυθούν αμέσως, χωρίς εξαίρεση οι ομάδες που σχηματίστηκαν με βάση τη μια ή την άλλη πλατφόρμα. Η μη εκτέλεση της απόφασης του συνεδρίου συνεπάγεται την χωρίς όρους και άμεση διαγραφή από το κόμμα».

Όσον αφορά το θέμα των πειθαρχικών ποινών η απόφαση περιλάμβανε τα εξής: «Για να εξασφαλιστεί αυστηρή πειθαρχία μέσα στο κόμμα και σε όλη τη δουλειά των Σοβιέτ  και να επιτευχθεί η μεγαλύτερη ενότητα, με τον παραμερισμό κάθε φραξιονισμού, το συνέδριο εξουσιοδοτεί την κεντρική επιτροπή να εφαρμόσει σε περίπτωση παραβίασης της πειθαρχίας ή αναζωογόνησης του φραξιονισμού, η ανοχής απέναντι του, όλα τα μέτρα της κομματικής τιμωρίας ως τη διαγραφή από το κόμμα. Όρος για τη λήψη ενός τέτοιου έσχατου μέτρου για τα μέλη της  ΚΕ, τα αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου  πρέπει να είναι η σύγκλιση ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής στην οποία θα καλούνται και όλα τα αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και όλα τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου. Αν η κοινή αυτή συνεδρίαση δεχθεί με τα δύο τρίτα των ψήφων, ότι είναι ανάγκη να υποβαθμιστεί ένα μέλος κεντρικής επιτροπής σε αναπληρωματικό μέλος ή να διαγραφεί από το κόμμα, το μέτρο αυτό να εφαρμοστεί αμέσως». Τα μέτρα αυτά πράγματι ο Λένιν τα θεωρούσε ακραία, ειδικά μόνο για εκείνη την περίπτωση γι’ αυτό και στη συνέχεια έγραφε: «Προτείνουμε να μη δημοσιευθεί η παράγραφος 7 ( αφορά τις ποινές) γιατί ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί η εφαρμογή της, είναι ένα μέτρο έσχατο. Καμία δημοκρατία, κανένας συγκεντρωτισμός δεν θα επιτρέψει ποτέ να έχει η ΚΕ που εκλέχθηκε στο συνέδριο το δικαίωμα να διαγράφει από την ΚΕ. Το κόμμα μας ποτέ και πουθενά δεν παραδέχτηκε κάτι παρόμοιο. Είναι ένα έσχατο μέτρο που παίρνεται ειδικά από την επίγνωση του επικίνδυνου της κατάστασης. Αυτό είναι ένα έσχατο μέτρο. Ελπίζω ότι δεν θα το εφαρμόσουμε. Το μέτρο αυτό δείχνει απλώς πως το κόμμα εφαρμόζει αυτό που ακούσατε, όταν υπάρχουν τέτοιες διαφωνίες που από τη μια πλευρά τους πλησίασαν την πιθανή διάσπαση».

Πρότεινε την εκλογή στην ΚΕ  δύο στελεχών της εργατικής αντιπολίτευσης από τα πιο επιφανή, στοιχείο που τονώνει την ενότητα του κόμματος, αλλά και τη θέληση της ηγεσίας να αξιοποιήσει ολόκληρο το δυναμικό της και μάλιστα από τις πιο κορυφαίες θέσεις.

Ο Λένιν σε καμιά περίπτωση δεν είχε την πρόθεση να καταπνιγούν οι απόψεις και ιδέες των στελεχών του κόμματος, πολύ περισσότερο που αναγνωρίζει την ανάγκη της ελευθερίας έκφρασης των απόψεων και της ιδεολογικής πάλης μέσα στο κόμμα, πράγμα που και ο ίδιος έκανε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές, με ξεκάθαρο και οξύ πολλές φορές τρόπο. Αυτό το διασφάλιζε στην απόφαση του γράφοντας: «Κάθε ανάλυση της γενικής γραμμής του κόμματος ή της μελέτης της πρακτικής του πείρας, κάθε έλεγχος για την εκτέλεση των αποφάσεων του, ή κάθε εξέταση των μεθόδων για τη διόρθωση των λαθών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποβάλλεται σε προκαταρκτική συζήτηση σε ομάδες, αλλά πρέπει να υποβάλλεται αποκλειστικά και άμεσα σε συζήτηση σε όλα τα μέλη του κόμματος. Για το σκοπό αυτό το συνέδριο καθορίζει να εκδίδονται πιο κανονικά το «Ντισκουσσιόννι Λιστόκ» και ειδικές συλλογές για να επιδιώκουμε ακούραστα η κριτική να γίνεται πάνω στην ουσία του ζητήματος και να μην παίρνει καθόλου μορφές που μπορούν να βοηθούν τους ταξικούς εχθρούς του προλεταριάτου».

Σε καμία περίπτωση δεν επεδίωκε την απομόνωση και την περιθωριοποίηση των  αντιλήψεων και πολύ περισσότερο τους φορείς τους. «Ανοίξαμε έγραφε την πιο πλατιά την πιο ελεύθερη συζήτηση. Η πλατφόρμα της εργατικής αντιπολίτευσης τυπώθηκε στο κεντρικό όργανο του κόμματος σε 250 χιλιάδες αντίτυπα. Τη ζυγίσαμε από όλες πλευρές και με όλους τους τρόπους, με βάση αυτή την πλατφόρμα κάναμε εκλογές και τέλος, συγκαλέσαμε το συνέδριο που συνοψίζει τα αποτελέσματα της πολιτικής συζήτησης…. ».

Στις ταξικές κοινωνίες και κοινωνικές τάξεις και στρώματα δεν υπάρχουν μόνο στον καπιταλισμό αλλά θα υπάρχουν για καιρό ακόμη μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία, η πάλη των τάξεων που διεξάγεται στην κοινωνία αντανακλάται μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα με τη μορφή πολιτικών και ιδεολογικών αντιλήψεων. Μέσα στο ίδιο το κόμμα διεξάγεται πολιτική και ιδεολογική πάλη. Ιδιαίτερα στον καπιταλισμό της περιόδου που ζούμε, όπου η κοινωνική- ταξική πολυμορφία είναι πολύ μεγάλη ακόμη και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων μπορεί να συναντήσει κανείς από απόψεις αστικές και την αστική γραμμή, ως οπορτουνιστικούς προσανατολισμού διαφόρων ειδών και φυσικά τη γραμμή της εργατικής τάξης. Αυτό είναι εντελώς φυσικό και αναπόφευκτο. Δεν είναι δυνατόν να παρεμποδισθεί. Δεν είναι όμως σε καμιά περίπτωση εύκολο να χαραχθεί σωστή γραμμή που να εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, όσο επίσης και να αποκαλύπτεται κάθε φορά ο χαρακτήρας των αστικών απόψεων και να αποκρούονται, μια και αυτές πολλές φορές ενδύονται το φιλεργατικό μανδύα και επενδύουν σε αδυναμίες, σε επιμέρους διαφορές  και κενά της εργατικής πολιτικής και της εργατικής ηγεσίας, όσο και οι διάφορες εκδοχές οπορτουνιστικών απόψεων που πολλές φορές ενισχύονται από τις αστικές δυνάμεις.

Η ιστορική πείρα των κομμάτων νέου τύπου δείχνει ότι το επίμαχο αντικείμενο των διαφωνιών μέσα στα ίδια τα κόμματα αυτά, ήταν η επεξεργασία μιας σωστής εργατικής γραμμής που να επιτρέπει στην εργατική τάξη να κατακτήσει την ενότητα της και να στερεώσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της στις πλατύτερες εργαζόμενες τάξεις της κοινωνίας. Και μια και η έλλειψη σωστής πολιτικής, η διάπραξη σοβαρών λαθών και για μεγάλο χρονικό διάστημα ουσιαστικά θα πλήξει την επιρροή και την αποδοχή των κομμουνιστικών κομμάτων από τις μάζες, πρόκειται εδώ για τον ίδιο τον εργατικό επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος και  την ύπαρξη του πολλές φορές.

Η ιδεολογική ενότητα του κόμματος και ο επαναστατικός του χαρακτήρας πρέπει καταρχήν να θεμελιώνονται πάνω στην επαναστατική θεωρία του μαρξισμού- λενινισμού. Επιπλέον η σωστή πολιτική γραμμή δεν φτάνει μόνο να μην παραβιάζει τις αρχές του μ-λ. Χρειάζεται να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης κατάστασης. Δηλαδή να αντιμετωπίζει την κύρια αντίφαση που χαρακτηρίζει μια ορισμένη φάση της εξέλιξης, να παρακολουθεί τις αλλαγές των συνθηκών και να προσαρμόζει αντίστοιχα συνθήματα και τακτική. Π.χ. Από το Φλεβάρη ως τον Ιούλη του 1917 στη Ρωσία  το σωστό σύνθημα από την πλευρά των μπολσεβίκων ήταν «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Έπαψε όμως να είναι μετά τις 4 Ιουλίου και η γραμμή ήθελε αναπροσαρμογή. Τα παλιά συνθήματα ήταν λάθος.

Είναι φανερό επίσης ότι η διαμόρφωση σωστής γραμμής, η συζήτηση και η απόρριψη των λαθών και ιδιαίτερα σε συνθήκες πρωτόγνωρες, όταν δεν υπάρχει προηγούμενη πείρα για να βασιστεί η δράση, η επιβολή των απαιτούμενων διορθώσεων της γραμμής δεν είναι κάτι απλό. Πολλές φορές αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετο. Μια και δεν υπάρχει «συνταγή» για την πορεία, μόνο η ανοιχτή και βαθιά συζήτηση όλων των απόψεων και η διαμόρφωση των αναγκαίων όρων γι’ αυτό ώστε να μπορούν όλες θέσεις, ιδιαίτερα οι μειοψηφικές να εκτεθούν, να ακουστούν και να μπουν στο τραπέζι.

Είναι δηλαδή φανερό ότι ο καθορισμός σωστής επαναστατικής γραμμής, ο παραμερισμός και η απόρριψη των αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων, η αναπροσαρμογή κάθε φορά της τακτικής και η χάραξη της σωστής πορείας δεν είναι απλά ζήτημα ψηφοφορίας και απλής πλειοψηφίας στο ανώτερο όργανο. Είναι κάτι πάρα πολύ πιο ουσιαστικό. Ουσιαστική δημοκρατική συζήτηση, δυνατότητα να διατυπωθούν και να εκτεθούν σε ολόκληρο το κόμμα όλες οι απόψεις και να υποστηριχθούν ανάλογα. Φυσικά θα υπάρχουν και ψηφοφορίες και αποφάσεις και οπωσδήποτε ενιαία εφαρμογή της απόφασης αυτής, ενιαία πολιτική δράση του κόμματος ολόκληρου.

Είναι αναγκαία δηλαδή η ολοκληρωμένη εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και θα μπορούσαμε να πούμε με μια ορισμένη προτεραιότητα στη δημοκρατία. Αυτό απέδειξε η πορεία ενός αιώνα από τη λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων νέου τύπου.