Ιστορία του δήμου Σκύρου

Ονοματολογία:

Η ονομασία της ήταν προελληνικό τοπωνύμιο, που δικαιολογείται από τη φύση του εδάφους του νησιού, από το τραχύ και πετρώδες της έδαφος, από τα σκύρα, τα λαξεύματα, τα θρύμματα της πέτρας, που αφθονούν ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ονομάστηκε από τον παππού του Θησέα, που ήταν από τη Σκύρο και ονομαζόταν Σκύριος.

Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει: «Σκύρος ονομάσθη δια το πετρώδες αυτής. Οι κάτοικοί της Σκύριοι».

Ιταλοί γεωγράφοι και ναυτικοί κατά το μεσαίωνα την ονόμαζαν Αγιο Γεώργιο, από το ομώνυμο μοναστήρι του κάστρου.

Ο Γεώργιος Δροσίνης που επισκέφθηκε το νησί το 1926, την αποκάλεσε «Νησί των Μύθων» στο βιβλίο του «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου».

Μυθολογία:

Πρώτοι που είναι γνωστό ότι κατοίκησαν τη Σκύρο ήταν οι Πελασγοί, που ήρθαν από τη Θράκη γύρω στο 2500-1900 π.Χ.. Επί των ημερών τους κτίστηκαν τα Πελασγικά τείχη.

Πελασγοί αναφέρονται ότι κατοικούσαν στη Σκύρο και κατά την κατάληψη του νησιού από τους Αθηναίους το 475 π.Χ., όταν το κρατούσαν οι Δόλοπες. Από τους Πελασγούς ονομάστηκε το νησί Πελασγία.

Τους Πελασγούς έδιωξαν ή υπέταξαν οι Κάρες, που εξόρμησαν από την Καρία της Μ. Ασίας. Πολλοί από τους κατοίκους αναγκάστηκαν από τους Κάρες να αποδημήσουν στην Αττική και στη Μεγαρίδα ως πρόσφυγες. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πρόγονοι του Θησέα, που κατόρθωσαν να αναδειχτούν την ιθύνουσα τάξη των Αθηνών.

Τους Κάρες έδιωξαν οι θαλασσοκράτορες Κρητικοί, που με την αρχηγία του Ραδαμάνθη, αδελφού του Μίνωα, έγιναν κύριοι των νησιών του Αιγαίου, τα οποία μοίρασαν στους συμπολεμιστές και συμμάχους τους. Την Πεπάρηθο (Σκόπελο) έδωσαν στον Στάφυλο και τη Σκύρο στον Ενυέα, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης.

Ο Ενυέας, ο δυνάστης της Σκύρου, ένωσε όλους τους οικισμούς-κράτη της Σκύρου σε ένα κράτος υπό το σκήπτρο του. Οχύρωσε την πόλη-κάστρο με ισχυρά τείχη.

Στην εποχή του Μινωικού πολιτισμού, η Σκύρος προόδευσε πολύ. Τότε ιδρύθηκε και το Κρήσιον από αποίκους Κρήτες στην περιοχή της Καλαμίτσας. Ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε τότε εκπληκτικά, οι διαμάχες μεταξύ των οικισμών έπαψαν, διαδόθηκε η καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς. Οι Κρήτες μετέφεραν και μετέδωσαν στους Σκυριανούς τον προηγμένο τους μινωικό πολιτισμό, τη θρησκεία τους και το σύστημα της οικονομίας τους.

Μετά την καταστροφή της μινωικής θαλασσοκρατίας, γύρω στα 1540 π.Χ., οι Κρήτες διώχτηκαν ή υποτάχτηκαν στους νέους κύριους της Ελλάδας, τους Αχαιούς, που διαπεραιώθηκαν από την Εύβοια ή από τα άλλα γειτονικά νησιά.

Μια ομάδα Αχαιών με το όνομα Δόλοπες, που κατοικούσαν στη Φθία, γύρω από την Οίτη και την Όθρυ, πέρασαν στη Σκύρο, την οποία κατέλαβαν και έγιναν κυρίαρχοι της για πολλούς αιώνες. Της έδωσαν το όνομα Δολοπία.

Είμαστε στην εποχή των μυθολογικών ηρώων, όπως ο Ενυέας, ο Λυκομήδης, ο Αχιλλέας, ο Νεοπτόλεμος και ο Θησέας. Τη Σκύρο επισκέφθηκαν πολλοί ονομαστοί για τη σύνεση, γενναιότητα και πονηριά βασιλείς όπως ο Οδυσσέας, ο Νέστωρ, ο Φοίνικας, ο Διομήδης. Στα χρόνια του τρωικού πολέμου, ο βασιλεύς της Σκύρου ήταν ο Λυκομήδης, Δόλοπας στην καταγωγή, αδελφός της Θέτιδας, της γυναίκας του Πηλέα και μητέρας του Αχιλλέα. Από το δεσμό αυτό η Θέτιδα έκρυψε το μονάκριβο γιο της Σκύρο. Ο Αχιλλέας έχει σχέση με την κόρη του Λυκομήδη, Δηιδάμεια και αποκτά ένα γιο το Νεοπτόλεμο.

Εκτός από τη γνωστή απόκρυψη του Αχιλλέα από τη μητέρα του Θέτιδα στο σκυριανό ανάκτορο του αδελφού της Λυκομήδη, για να αποφύγει την εκστρατεία για την Τροία, υπάρχει και άλλη παράδοση, που λέει ότι ο Αχιλλέας έκανε εκστρατεία με στόλο για να τιμωρήσει τον Λυκομήδη, γιατί διοικούσε τυραννικά τους Σκυριανούς. Η μετάβασή του έγινε διαμέσου της Χηλής, που πήρε το όνομά του. Το όνομα πήρε και ο όρμος της Σκύρου Αχίλι από το οποίο ξεκίνησε ο Αχιλλέας για την Τροία. Κατά άλλη παράδοση, ο Αχιλλέας ακούσια έφθασε στη Σκύρο, αναγκασμένος από ισχυρή θύελλα προσάραξε στο Αχίλι και έγινε κύριος του νησιού.

Κατά άλλη εκδοχή, οι Δόλοπες, ήταν υποτελείς στο βασιλιά της Θεσσαλίας Πηλέα, και ο Λυκομήδης αποπειράθηκε να γίνει ανεξάρτητος των Θεσσαλών. Ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και διάδοχός του εξεστράτευσε εναντίον της Σκύρου, κυρίευσε το νησί, εκθρόνισε το Λυκομήδη και άφησε βασιλιά το γιο του Νεοπτόλεμο.

Σύμφωνα με τη μυθολογία επίσης, για να διεκδικήσει τα κληρονομικά του δικαιώματα από τη σύζυγό του Δηιδάμεια, κόρη του Λυκομήδη, ο Αχιλλέας εξεστράτευσε με τους Μυρμιδόνες του κατά της Σκύρου, κυρίευσε το κάστρο, σκότωσε το βασιλιά Λυκομήδη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τη λυγερή παρθένα κόρη του Ίφι, που την πρόσφερε δώρο στο φίλο του Πάτροκο.

Η ιστορία επίσης φέρνει το Θησέα, ήρωα και ημίθεο, να φθάνει διωγμένος από την Αθήνα για να ζητήσει την πατρική του κληρονομιά, γιατί ο παππούς του ονόματι Σκύριος, καθώς και βοήθεια για να ξαναπάρει το θρόνο του από τους Αθηναίους. Ο Λυκομήδης τον γκρέμισε με δόλο από το βράχο του κάστρου.

Προϊστορικοί χρόνοι:

Η προϊστορική Σκύρος φανερώθηκε χάρη στις έρευνες του αρχαιολόγου Δημήτρη Θεοχάρη στις δυο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες με την ανασκαφική τεκμηρίωση εγκαταστάσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής, της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης Σκύρου, που κατοικήθηκε έκτοτε συνεχώς ως τις μέρες μας.

Ευρήματα των τελευταίων παλαιολιθικών χρόνων βρέθηκαν στην περιοχή της Ακρόπολης, στις Γούρνες και στον όρμο Αχίλλι. Στην παραλία στου Παπά το Χούμα και λίγο βορειότερα στα Μαγαζιά βρέθηκαν ίχνη νεολιθικών οικισμών, ενώ στα Πουριά διαπιστώθηκε η ύπαρξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας.

Η Πρώιμη Χαλκοκρατία είναι μια εποχή ακμής για τη Σκύρο. Κατοικήθηκε με αρκετή πυκνότητα στο βόρειο τμήμα της. Οι έρευνες έδειξαν την ύπαρξη εγκαταστάσεων, οι οποίες είναι συγκεντρωμένες από τις ανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης ως τα Γυρίσματα, στην ευρύτερη δηλαδή κατοικημένη περιοχή του σύγχρονου οικισμού.

Στο Πολίχρι, στην Ατσίτσα, στο Κουμάρι και στον Αγιο Φωκά, τα όστρακα της πρώιμης Χαλκοκρατίας υποδεικνύουν τη θέση προϊστορικών εγκαταστάσεων, ενώ η ανεύρεση μόνο οψιανών στο Καρτσινούδι, στο Μαρκέσι, στη Χάρτζα και στον όρμο του Αλυκού υποδεικνύουν πιθανώς το ίδιο.

Σημαντική ανακάλυψη είναι ο οικισμός των τελευταίων αιώνων της 3ης και των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ., στη βόρεια πλευρά του όρμου Παλαμάρι, θέση γνωστή και ως "Καστράκι. Τα συγκροτήματα των μεγαροειδών οικιών με τα άριστα διατηρούμενα εσωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, καθώς και ενδεικτικές ομάδες της κεραμικής παραπέμπουν στον πολιτισμό του βορειοανατολικού Αιγαίου. Η πλούσια οικοσκευή, που έχει διατηρηθεί σχεδόν άθικτη στα βαθύτερα στρώματα, επιτρέπουν να διαγνωσθούν οι ασχολίες και οι δυνατότητες των κατοίκων.

Η Μέση Χαλκοκρατία είναι μια περίοδος που ανιχνεύεται δύσκολα στη Σκύρο. Εχουν βρεθεί λίγα μεσοελλαδικά όστρακα μαζί με όστρακα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στου Παπά το Χούμα, στο Μώλο, στο Πολίχρι, την Ατσίτσα, ενώ στο Παλαμάρι έχουν βρεθεί οικοδομικά λείψανα.

Δεν υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία για τις συνθήκες διαμόρφωσης του μυκηναϊκού βασιλείου της Σκύρου, που είναι γνωστό όχι μόνο από τη φιλολογική παράδοση και τους μύθους που συνδέθηκαν μαζί του, αλλά και από τη μυκηναϊκή κεραμική, η οποία έχει συγκεντρωθεί από τους τάφους των νεκροταφείων που περιβάλουν την ακρόπολη. Είναι βέβαιο ότι ο οικισμός που είχε ιδρυθεί στο λόφο της ακρόπολης τουλάχιστον από την εποχή του Χαλκού απετέλεσε τον πυρήνα του μυκηναϊκού οικισμού, που πήρε έκτοτε το χαρακτήρα του οικιστικού κέντρου του νησιού.

Ιστορικοί χρόνοι:

Η Σκύρος μετά τους Δόλοπες, υποτάχτηκε και αποικίστηκε από τους Χαλκιδείς και τους Αθηναίους, που μετέφεραν στη Σκύρο τον πολιτισμό και τις συνήθειές τους.

Κατά τον 8ο και 7ο π.Χ. αιώνα, στην αποικιακή τους εξάπλωση προς τη Μακεδονία και τη Θράκη, οι Χαλκιδείς για να έχουν ασφαλείς βάσεις κατέλαβαν τα νησιά των Μαγνήτων, τη Σκύρο και ίσως και την περιοχή της Κύμης.

Μετά το τέλος του Ληλάντιου πολέμου, οι Δόλοπες γίνονται και πάλι κύριοι της Σκύρου μέχρι το 475 π.Χ., οπότε τους έδιωξαν οι Αθηναίοι και εγκατέστησαν στο νησί Αθηναίους που ασκούσαν ένα είδος στρατιωτικής κατοχής.

Μόλις κατέλαβε ο Κίμωνας το νησί, έξαψε και βρήκε τα λείψανα του Θησέα, τα οποία και μετέφερε με μεγάλες τιμές στην Αθήνα.

Το νησί μοιράστηκε σε κλήρους στους Αθηναίους, που ονομάστηκαν κληρούχοι. Ο Κίμων επισκεύασε ακόμα τα τείχη και έκτισε μεγάλη υδατοδεξαμενή πάνω στο φρούριο για τη συλλογή των βρόχινων νερών.

Οι γιορτές των Διονυσίων, των Παναθηναίων και των Χαλκείων γίνονταν και στη Σκύρο με την ίδια μεγαλοπρέπεια όπως και στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έφεραν στη Σκύρο και διάφορα τοπωνύμια, ονομάζοντας διάφορα μέρη του νησιού με ονόματα της πατρίδας τους, όπως για παράδειγμα το όνομα του ποταμού Κηφισού. Σύμβολό τους ήταν το λιοντάρι όπως φαίνεται από την είσοδο του κάστρου. Τα ήθη και έθιμά τους παρέμειναν ίδια.

Νότια του κάστρου και μέχρι τον αυχένα, όπου βρίσκεται το σημερινό νεκροταφείο, βρέθηκαν καμινευτήρια και εργαστήρια επεξεργασίας σιδήρου. Πρόκειται για εμφανή λαξευμένα πατώματα εργαστηρίων στο λόφο, αυλάκια, καπνισμένες τρύπες καμινιών από φωτιά πάνω στο βράχο, καθώς και επιφάνειες που είχαν σκεπαστεί από σίδερο.

Η εξόρυξη των μεταλλευμάτων γινόταν στα ορυχεία της περιοχής της Ατσίτσας. Η μεταλλουργία βοήθησε σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της Σκύρου.

Οι Αθηναίοι άποικοι έκτισαν νέα πόλη στη βόρεια πλευρά του κάστρου, ενώ η παλιά έγινε ακρόπολη. Οχυρώθηκε με δυνατά τείχη όταν οι Αθηναίοι ήρθαν σε πόλεμο με τον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.

Εκτισαν και μικρό τεχνητό λιμάνι, στη θέση «Σκάλα του Αγίου Δημητρίου» στα Μαγαζιά. Το λιμάνί προστάτευαν δυο μεγάλοι πύργοι, που τους παρέσυρε αργότερα η θάλασσα.

Στην παραλία της Σκύρου ήταν σκαλισμένοι στους βράχους δυο τάφοι, και οι Σκυριανοί πίστευαν ότι ένας από αυτούς ήταν του Όμηρου. Πεποίθηση που ενισχυόταν από τους διάφορους περιηγητές που έγραψαν για τη Σκύρο.

Τη Σκύρο την έχασαν οι Αθηναίοι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και της δόθηκε αυτονομία το 404 π.Χ.. Οι Αθηναίοι την ξανακατέλαβαν κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου και η Σκύρος έγινε πάλι τμήμα του Αθηναϊκού κράτους.

Από το 86 π.Χ., με την κατάληψη των Αθηνών από το Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα, η Σκύρος πέρασε στη ρωμαϊκή κυριαρχία, ανήκοντας στην επαρχία Αχαϊας.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου υπάχθηκε στη διοίκηση της Μακεδονίας και στα χρόνια του Διοκλητιανού στην επαρχία των Νήσων. Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, η Σκύρος δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Ο μεγάλος λοιμός του 165 μ.Χ. έφερε μεγάλη φθορά και στον πληθυσμό του νησιού. Το 268 μ.Χ. οι Ερούλοι μαζί με τους Γότθους πολεμιστές, επιβαίνοντες σε εκατοντάδες πλοιάρια από την Αζοφική θάλασσα, λεηλάτησαν τα παράλια της Ελλάδας, τη Λήμνο και τη Σκύρο.

Βυζαντινοί χρόνοι:

Με τη δημιουργία της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Σκύρος άνηκε σ' αυτήν.

Ο χριστιανισμός πολύ νωρίς διαδόθηκε στο νησί από τη γειτονική Εύβοια, καθώς και από άλλους ταξιδιώτες ή εμπόρους. Στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ. ιδρύθηκε χριστιανική κοινότητα στο νησί, με εκκλησιαστική αρχή την Εκκλησία της Κορίνθου. Στα μέσα του 3ου αιώνα ιδρύθηκε η Επισκοπή Σκύρου, στη σύνοδο της Σαρδικής πήρε μέρος ο επίσκοπός της Ειρηναίος το 348 μ.Χ..

Οι πρώτοι χριστιανοί προξένησαν ολοκληρωτικές καταστροφές στα αρχαία καλλιτεχνήματα, ναούς, βωμούς, αγάλματα. Η ζημιά που προξένησαν ήταν πολύ μεγαλύτερη από τους κατά καιρούς επιδρομείς στο νησί. Από τα δομικά των αρχαίων ναών οικοδομήθηκαν χριστιανικοί.

Κατά την πρώτη περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, επί Ιουστινιανού, η Σκύρος άνηκε διοικητικά στο θέμα Αχαϊας, στην εποχή του Κων/νου Πορφυρογέννητου στο θέμα του Αιγαίου πελάγους. Χρησίμευε σαν τόπος εξορίας διαφόρων ανεπιθύμητων βυζαντινών αρχόντων. Ο Μιχαήλ Β' Παλαιολόγος είχε εξορίσει στη Σκύρο το στρατηγό του Γρηγόριο, επειδή τον επέκρινε για το φόνο του Λέοντα του Ε'. Εξόριστοι στη Σκύρο έζησαν και οι Μελέτιος ο Ομολογητής και Αγιος Γαλακτίων απο το 1275 έως το 1282 διωγμένοι από το Μιχαήλ Παλαιολόγο. Πολλοί από τους βυζαντινούς εξόριστους παρέμειναν μόνιμα στο νησί, δημιουργώντας οικογένειες. Έτσι δημιουργήθηκαν εξέχουσες οικογένειες, που μαζί με τους απογόνους των Αθηναίων κληρούχων αποτέλεσαν νέα ηγετική τάξη, η οποία λάβαινε τα προνόμιά της κατευθείαν από το Βυζάντιο και κυβερνούσε μαζί με το βυζαντινό διοικητή.

Στα χρόνια αυτά, η Σκύρος βρήκε την ησυχία της, την ασφάλειά της και την πρόοδό της. Τότε αναπτύχθηκε η λαϊκή τέχνη, οι κάτοικοί της προόδευσαν στην αγγειοπλαστική, την ξυλογλυπτική, στην υφαντουργική και στο κέντημα.

Το 825, Αραβες από την Ανδαλουσία της Ισπανίας, έγιναν κύριοι της Κρήτης, ιδρύοντας μεγάλο πειρατικό βασίλειο και εξαπολύοντας ληστρικές επιδρομές στα παράλια της Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου, που τα κατέστρεψαν και τα ερήμωσαν. Πολλές πόλεις της Σκύρου καταστράφηκαν και ο πληθυσμός τους ελαττώθηκε, εκτός από τη Χώρα χάρη στο απόρθητο φρούριό της. Οι Σαρακηνοί έχοντας ορμητήριο το Σαρακηνό έκαναν φοβερές επιδρομές στη Σκύρο και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου. Το 900, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Λέων ο Σοφός, έγινε μεγάλη επίθεση στο νησί από τους Σαρακηνούς.

Η καταστροφική τους μανία κράτησε μέχρι το 961, όταν κατέλαβε την Κρήτη ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς.

Μεσαιωνικοί χρόνοι:

Κατά τη συνθήκη διανομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους, τα νησιά του Αιγαίου είχαν παραχωρηθεί στη Βενετία. Επειδή αυτή αδυνατούσε να τα καταλάβει από έλλειψη δυνάμεων, παρακίνησε ιδιώτες να ιδρύσουν ενετικές ιδιωτικές αποικίες στο Αιγαίο. Την επιχείρηση ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο ανιψιός του Δόγη της Ενετίας Δάνδολου, ο Μάρκος Σανούδος. Με λίγα πλοία και με πλήθος τυχοδιωκτών μισθοφόρων υπέταξε 17 νησιά και ίδρυσε το δουκάτο του Αιγαίου με πρωτεύουσα τη Νάξο. Πολλά νησιά των Κυκλάδων μοιράστηκαν τότε σαν φέουδα σε ιππότες συντρόφους του, ιδρύοντας είκοσι νέες δυναστείες. Η Σκύροςμαζί με την Τήνο, Κέα, Μύκονο, Σκόπελο, Σκιάθο και Αλόννησο, δόθηκε στους επιχειρηματίες αδελφούς Γκίζι, Ιερεμία και Ανδρέα. Ο Ανδρέας Γκίζι άφησε κληρονόμους τους δυο γιους, το Βαρθολομαίο και το Φίλιππο, ενώ ο Ιερεμίας δύο κόρες, τη Μαρκεζίνη και την Ισαβέλλα. Η Μαρκεζίνη παντρεύτηκε το Λορέντζο Τιέπολο και πήρε για προίκα τα νησιά Σκύρο, Σκόπελο και Σκιάθο, η Ισαβέλλα παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Φίλιππο Γκίζι. Όταν κάποτε απουσίαζε ο Λορέντζο Τιέπολο, ο Φίλιππο Γκίζι κατέλαβε τα τρία νησιά, τα κράτησε και δεν τα έδινε πίσω. Μεταξύ των δύο ηγεμόνων άρχισε μεγάλος αδιάκοπος αγώνας. Ο Φίλιππο Γκίζι επιδόθηκε στη ληστοπειρατία και μετέτρεψε τα νησιά σε κρησφύγετα πειρατείας.

Το 1269 η Σκύρος επαναστάτησε κατά των Φράγκων με παρακίνηση του ιππότη Λικάριου και πέρασε στην εξουσία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου. Παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι το 1295. Οι Φράγκοι ξαναπήραν το νησί στα 1296 με το Γουλιέλμο Δαλλεκάρτσερι, που ίδρυσε νέα δυναστεία στη Σκύρο.

Στα 1308 ο Καταλανικός στόλος με 60 γαλέρες, υπό την αρχηγία του Φερδινάνδου της Μαγιόρκας, έβαλε πλώρη για τη Σκύρο, για να την λεηλατήσει και την καταστρέψει, όπως είχε κάνει με τη Σκόπελο. Στα ανοιχτά του πελάγους, όμως καταλήφθηκε από σφοδρή τρικυμία και καταποντίστηκε αύτανδρος και σώθηκε το νησί. Τη σωτηρία τους οι Σκυριανοί την απέδωσαν σε θαύμα του Αγίου Γεωργίου. Σώθηκε μόνο το κάτεργο του αρχικουρσάρου Φερδινάνδου, που εξώκειλε και κατά την παράδοση μαρμάρωσε και έγινε βράχος στα βόρεια του Κόχυλα, κοντά στο Αχίλι.

Αργότερα ο Νικόλαος ΙΙΙ Δαλλεκάρτσερι, δούκας της Νάξου και τριτημόριος της Εύβοιας, επιδόθηκε στην οχύρωση του κάστρου για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Γενουατών και των Τούρκων. Ο δούκας έμεινε στο νησί δύο μήνες επιβλέποντας την εκτέλεση των έργων. Τότε κτίστηκε η σκοτεινή φυλακή του κάστρου, ως υδατοδεξαμενή. Κατασκευάστηκαν επίσης δυο δεξαμενές στο λιμάνι Τρεις Μπούκες και μία στην Καλαμίτσα, για την ύδρευση των φρουρών του νησιού. Το 1403 καταλήφθηκε η Σκύρος από τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν. Οι Τούρκοι απέδωσαν τη Σκύρο στο Βυζάντιο στα χρόνια του Μανουήλ του Κομνηνού. Μεταξύ του 1400 και του 1450 οι πειρατικές επιδρομές ρήμαξαν το νησί. Ισοπεδώθηκαν τα φρούρια, γκρεμίστηκαν τα τείχη, κάηκαν τα σπίτια και σκλαβώθηκαν πολλοί κάτοικοι του νησιού. Ο πληθυσμός ελαττώθηκε σημαντικά και οι αγροτικές περιοχές ερημώθηκαν. Όσοι απέμειναν μαζεύτηκαν σε δύο άθλια χωριά για να ζήσουν τη στερημένη ζωή τους, στο Κάστρο Σκύρου και πιθανόν στη Μαρκεζίνα ή στο Παλαιόκαστρο.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, τη Σκύρο την ξαναπήραν οι Ενετοί, των οποίων η κυριότητα αναγνωρίστηκε από το Σουλτάνο με τη συνθήκη του 1454. Συγκεκριμένα, ο Βενετός ναύαρχος της Ανατολής Λορεδάν κατέλαβε το νησί το 1453, εν ονόματι της βενετσιάνικης δημοκρατίας, καθώς και τις άλλες βόρειες Σποράδες, Σκιάθο, Σκόπελο και Αλόννησο. Οι Σκυριανοί, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, βρέθηκαν ανυπεράσπιστοι στα χέρια των πειρατών και των Τούρκων, γι' αυτό προτίμησαν τη βενετσιάνικη δημοκρατία, προσφέροντας εθελοντικά στο Βενετό ναύαρχο το νησί τους, με τη συμφωνία πως θα διατηρούσαν τα παλιά τους προνόμια και την επισκοπική έδρα. Αρχικά ο ναύαρχος δίστασε, γιατί τα τρία από τα τέσσερα κάστρα του νησιού ήταν κατεστραμμένα, άρα βάρος θα ήταν για την κυβέρνησή του. Επειδή όμως οι Σκυριανοί υπήρχε περίπτωση να ζητήσουν την προστασία των Γενουατών, ο Ιάκωβος δέχτηκε την προσφορά τους. Διοικητής στάλθηκε Βενετός από τη Χαλκίδα για τη διοίκηση του νησιού.

Στις 10 Ιουνίου 1470 απέτυχε κατά της Σκύρου μεγάλη επίθεση από τον Τούρκο ναύαρχο Μαχμούτ πασά, που πήγαινε για την άλωση της Χαλκίδας. Από έγγραφα των αρχείων της Ενετίας διαπιστώνεται ότι η Σκύρος παραχωρήθηκε το 1471 στους Τούρκους, αλλά παρέμεινε κτίση της Βενετίας μέχρι το 1537, όπως βεβαιώνεται από τον τελευταίο Ενετό διοικητή Giacomo Salamon Di Lorenzo.

Το 1512 ο διοικητής της Σκύρου Benedetto Marin, με επιστολή του προς την αρχή παραπονέθηκε πως το νησί θα ήταν περισσότερο εύφορο αν οι Έλληνες μπορούσαν να πεισθούν να καλλιεργήσουν με ευσυνειδησία. Έγραφε μάλιστα ότι υπήρχαν μόνο δύο εργάσιμες μέρες την εβδομάδα, μέρα παρά μέρα ο λαός πήγαινε σε κάποια γιορτή προσκυνώντας τις εικόνες, ενώ οι Τούρκοι συμμετείχαν σε αυτές τις εκδηλώσεις. Οι κάτοικοι του νησιού είχαν και αυτοί παράπονα από το διοικητή, ο οποίος εκμεταλλευόταν το σιτάρι του νησιού. Τελικά αντικαταστάθηκε από τον Zuan Alvice Moro.

Από τους Ενετούς διοικητές, πολλοί κυβέρνησαν με δικαιοσύνη και σεβάστηκαν τα προνόμια των Σκυριανών, άλλοι αναδείχτηκαν τύραννοι και σατράπες, που καταπατούσαν τα δικαιώματα και προέβαιναν σε αυθαιρεσίες.

Τουρκοκρατία:

Με εντολή της Τουρκίας, το 1537, ο κοκκινογένης ληστοπειρατής Βαρβαρόσα κατέλαβε με ισχυρό τουρκικό στόλο τη Σκιάθο και τη Σκύρο χωρίς αντίσταση. Τη Σκύρο την παρέδωσε ο τελευταίος Ενετός διοικητής Jacobo Salamono. Παρότι το νησί παραδόθηκε με συμφωνία, ο ληστοπειρατής προέβη σε σφαγές, λεηλασίες και εμπρησμούς. Πολλοί από τους κατοίκους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να καταφύγουν στην περιοχή της Κύμης για ασφάλεια. Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά τον κίνδυνο.

Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, ο τόπος ησύχασε και σταμάτησαν οι επιδρομές. Επισκευάστηκε το κάστρο του Αγίου Γεωργίου και ένα άλλο στα δυτικά. Τα χρόνια περνούσαν ομαλά, γιατί αρχικά στο νησί δεν κατοικούσαν Τούρκοι. Αν εξαιρεθεί ότι η φορολογία ήταν βαριά, η Σκύρος διατηρούσε την αυτονομία και την αυτοδιοίκησή της. Μόνος Τούρκος δικαστής υπήρχε και επικύρωνε τις αποφάσεις των δημογερόντων.

Στα 1647, ο στόλος του βενετσιάνικου ναυάρχου Γκριμάνι, που ήταν μπλεγμένος στο τουρκοβενετικό πόλεμο για την κατοχή της Κρήτης, προσορμίσθηκε, ολόκληρος με 90 περίπου καράβια στη Σκύρο, στην Καλαμίτσα, κι από εκεί καιροφυλαχτούσε την έξοδο του τούρκικου στόλου του Χουσεϊν. Τρία χρόνια αργότερα ο βενετικός στόλος υπό την αρχηγία του ναυάρχου Λεονάρδο Φώσκολο κατέλαβε το κάστρο, το ερήμωσε και σκότωσε όλη την τουρκική φρουρά. Πήρε 11 κανόνια και αρκετούς από τους Σκυριανούς που τους έριξε κωπηλάτες στις γαλέρες. Έτσι, έμειναν στο νησί κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι.

Μετά την καταστροφή, το κάστρο άρχισε να επισκευάζεται, γιατί ήταν πολύτιμο για τους νησιώτες. Εκεί διατηρούσαν τις τροφές σε καιρό πολιορκίας, εκεί φύλασσε τα πολύτιμα σκεύη και τα ασημικά της η κάθε οικογένεια, σε ξεχωριστό οίκημα. Οι κάτοικοι άρχισαν να καλλιεργούν πάλι τη γη και να εκτρέφουν αιγοπρόβατα και η ζωή ξανάρχισε στο νησί.

Το 1667 ο Ενετός ναύαρχος Θωμάς Μοροζίνης, πλέοντας από τη Σούδα της Κρήτης προξένησε πολλές καταστροφές στις Κυκλάδες και στη Σκύρο.

Στις 24 Ιουνίου 1770, πολλοί Σκυριανοί στρατολογήθηκαν με τη θέλησή τους από πράκτορες του Ορλώφ, του Ρώσου ναυάρχου και επάνδρωσαν τα πλοία του, που καταναυμάχησαν τον τουρκικό στόλο στον Τσεσμέ.

Την άνοιξη του 1790, στο λιμάνι της Σκύρου, ναυλοχούσε ισχυρή τουρκική μοίρα, εναντίον της οποίας επιτέθηκε ο Λάμπρος Κατσώνης, χωρίς να πετύχει τίποτα. Αναγκάστηκε τότε να υποχωρήσει και να δεχτεί την άλλη μέρα επίθεση ισχυρής εχθρικής δύναμης στα στενά του Καφηρέα.

Από το 1809, οι κάτοικοι της Σκύρου ανέλαβαν την υποχρέωση να προσφέρουν έναν ορισμένο αριθμό ναυτών στον τουρκικό στόλο κάθε χρόνο. Για την ύπαρξη τουρκικής παροικίας στη Σκύρο τίποτε δεν είναι γνωστό. Μερικοί από τους περιηγητές γράφουν ότι είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι στο νησί, σε χωριά της υπαίθρου. Επίσης ότι είχε κτιστεί τζαμί και ότι υπήρχε και τούρκικο νεκροταφείο στη θέση «Τουρκομνήματα», στη θέση του σημερινού γυμναστηρίου του α' δημοτικού σχολείου. Στο νεκροταφείο βρέθηκε επιτύμβια μαρμάρινη πλάκα με αραβοτουρκική γραφή, που φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Σκύρου.

Ίσως εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών οι Τούρκοι με τις οικογένειές τους εγκατέλειψαν το νησί. Πολλοί αξιωματούχοι παρέμειναν, όπως ο Διοικητής εκτελώντας χρέη αστυνόμου. Όργανα εκτέλεσης των αποφάσεών τους ήταν οι ζαπτιέδες (χωροφύλακες) και ο καδής (δικαστής).

Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο έφυγαν και αυτοί οι υπάλληλοι, εκτός από τον καδή. Έρχονταν μόνο οι απεσταλμένοι Τούρκοι για την είσπραξη των φόρων ή για τη σύλληψη πειρατών με τη συνοδεία ενόπλων Τούρκων. Αργότερα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η ελληνική ναυτιλία και να φέρει τη ρωσική σημαία, αποσύρθηκε και ο καδής. Τρεις δημογέροντες που εκλέγονταν από το λαό είχαν τώρα τη διοίκηση του νησιού στα χέρια τους. Η ανανέωση των τριών δημογερόντων γινόταν τμηματικά με την εκλογή κάθε χρόνο ενός νέου κοτσάμπαση, που έπαιρνε τη θέση εκείνου του οποίου έληγε η θητεία. Αυτοί δίκαζαν και τις μικροϋποθέσεις των κατοίκων. Σαν ανώτατο δικαστή είχαν τον επίσκοπο Σκύρου. Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το νησί. Μόνο μια φορά το χρόνο έρχονταν οι φορατζήδες από την Πόλη για να εισπράξουν τους φόρους.

Η Σκύρος άνηκε διοικητικά στο σαντζάκι των νησιών του Αιγαίου και υπαγόταν στο ναύαρχο του τουρκικού στόλου, που ονομαζόταν «Καπουδάν ή Καπετάν πασάς». Στα χρόνια αυτά είχαν ιδρυθεί και προξενεία των διαφόρων κρατών της Ευρώπης που λειτουργούσαν και μετά την επανάσταση. Τα προξενεία υπάγονταν στη δικαιοδοσία των γενικών προξενείων που έδρευαν στη Σμύρνη, διαμέσου αυτών οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ενήμερες των συμβάντων στη Σκύρο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου και φυσικά και στο τουρκικό κράτος. Πρόξενοι ή υποπρόξενοι ήταν άλλοτε αλλοδαποί και άλλοτε Σκυριανοί από την άρχουσα τάξη των προεστών, που κατοικούσαν στην αριστοκρατική συνοικία της «Μεγάλης Στράτας». Έργο των προξένων ήταν η διευκόλυνση και η εξυπηρέτηση των φιλικών πλοίων των κρατών που αντιπροσώπευαν, τα οποία προσορμίζονταν στα λιμάνια της Σκύρου. Έργο τους ακόμα ήταν η φροντίδα για την εξασφάλιση και ευόδωση των συμφερόντων των ξένων υπηκόων, ο σεβασμός των αρχών της Σκύρου προς τις φιλικές σημαίες τους και η ενημέρωση των προϊσταμένων τους αρχών για καθετί που τους αφορούσε.

Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 τα πράγματα άλλαξαν. Οι κλέφτες της Στερεάς και της Μακεδονίας κυνηγημένοι από τους Τούρκους κατέφευγαν στη Σκύρο για να κρυφτούν, αλλά και πολλοί πρόσφυγες από τη γειτονική Εύβοια έφθαναν εδώ για ασφάλεια. Το 1816 είχαν μαζευτεί στη Σκύρο 760 Έλληνες και Ελληνοαρβανίτες Λιάπηδες, όπου βρήκαν ασφάλεια και φιλοξενία στο νησί. Αρχηγό είχαν το πειρατή Νικ. Τσέλιο και υπαρχηγό τον Λιόλιο Λάζο, και έμεναν στον Πεύκο.

Οι Λιάπηδες ήταν εξισλαμισμένοι Αρβανίτες, που ως έργο τους είχαν να υπηρετούν ως μισθοφόροι στα σουλτανικά στρατεύματα, μετά από πιέσεις και διώξεις των Τούρκων κατέληγαν πειρατές. Πολλοί από τους Λιάπηδες κατά την επανάσταση αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης χρησιμοποίησαν τη Σκύρο σαν ορμητήριο και καταφύγιο των πειρατικών τους καταδρομών και πολλές φορές ρήμαξαν τη Σκύρο, αποζώντας από τον ιδρώτα των κατοίκων της.

Στις 16 Μαρτίου του 1816, από ασήμαντη αφορμή, με αρχηγούς τον καπετάν Νικολό Τσέλιο, Λιόλο Λάζο και τον τουρκαλβανό Μπραϊμαγα, επιτέθηκαν κατά της ανύποπτης και ανυπεράσπιστης Σκύρου, προξενώντας ανεκδιήγητες λεηλασίες, εμπρησμό των περισσότερων σπιτιών, θάνατο αθώων, βιασμούς κοριτσιών και αρπαγές γυναικών για σκλάβες. Συνέβησαν όλα αυτά γιατί οι Σκυριανοί δεν έδωσαν και στους Αρβανίτες πεσκέσια όπως έδωσαν στο Λιόλο Λάζο. Τότε εκτελέστηκαν ο παπα-Σαμιώτης, ο Γιώργης από την Έγροιπο και πολλοί άλλοι. Πολλοί Σκυριανοί εξαιτίας της αρπακτικότητας και θηριωδίας των Λιάπηδων, μετανάστευσαν στα Ψαρά, στη Σμύρνη και σε άλλα μέρη, ξαναγύρισαν στη Σκύρο τα χρόνια της επανάστασης.

Στο μεταξύ οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κυνηγούν τους Σκυριανούς που είχαν μείνει στο νησί, με την κατηγορία ότι έκρυβαν και περιέθαλπαν τους κλέφτες. Έτσι, ύστερα από παράπονα των κατοίκων, εμφανίστηκε η τουρκική αρμάδα υπό τον Καπουδάν Χοσρέφ Τοπάλ πασά, που επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά των κλεφτών στο Μαρκέσι.

Οι κλέφτες, βρέθηκαν μπροστά σε πολλαπλάσιες δυνάμεις και νικήθηκαν. Όσοι πρόλαβαν, μπήκαν σε πλοία και σώθηκαν, οι άλλοι πιάστηκαν από τους Τούρκουςκαι σκοτώθηκαν από φρικτά βασανιστήρια. Οι Τούρκοι μετά λεηλάτησαν το νησί και διόρισαν Βοεβόδα, με καθήκοντα αστυνομικού. Η αυτονομία καταργήθηκε, οι φόροι αυξήθηκαν.

Η Σκύρος, αν και μικρό νησί, πρόσφερε στον αγώνα της ελευθερίας πολλά και σε χρήμα και σε αίμα. Τα χρόνια αυτά πολλοί οπλαρχηγοί με τους άνδρες τους έβρισκαν καταφύγιο στο νησί, αναδιοργάνωναν τις δυνάμεις τους και πήγαιναν σε νέα πεδία μαχών. Πολλοί από αυτούς έφθαναν σε ακρότητες εις βάρος των κατοίκων, πιέζοντας και φορολογώντας τους άγρια.

Εκτός από τους 300 Αρβανίτες που πλήρωνε το νησί για την προστασία του, έμεναν στη Σκύρο και άλλοι 300 στρατιώτες του Βάσσου, του Δουμπιώτη, του Κριεζώτη, του Καρατάσου, του Σταύρου Βασιλείου, που τους συντηρούσαν οι Σκυριανοί.

Νεότεροι χρόνοι:

Η Σκύρος απελευθερώθηκε μαζί με τις υπόλοιπες Σποράδες το 1829.

Σήμερα η Σκύρος με τη διατήρηση της τοπικής αρχιτεκτονικής, της λαϊκής τέχνης και της λαογραφικής της παράδοσης αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο παλαιότερων μορφών ζωής. Τα κυβόσχημα σπίτια της διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους, αλλά και για την οικονομία των περιορισμένων χώρων τους. Η λαϊκή τέχνη της ζει δημιουργικά στους τομείς της ξυλοτεχνίας, της κεραμικής και της κεντητικής. Τα διακοσμητικά μοτίβα έχουν σταθερή πηγή έμπνευσης το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Πολλές παραδόσεις της καταγράφουν τη γνήσια λαϊκή συνείδηση των κατοίκων της. Αποκορύφωμά τους αποτελεί το Σκυριανό καρναβάλι, μια διαδικασία της Αποκριάς που μας οδηγεί στη Διονυσιακή λατρεία, αλλά και την προαιώνια διάθεση των ανθρώπων να προκαλέσουν τις γενεσιουργές δυνάμεις της φύσης.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του περιεχομένου του παρόντος web site
με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Τουριστικός oδηγός Ευβοίας Βόρεια Εύβοια Κεντρική Εύβοια Νότια Εύβοια Σκύρος Οδικός χάρτης Δορυφορικός χάρτης
Χρήσιμα τηλέφωνα στην κατηγορία
"Δήμος Σκύρου"
Αυτοδιοίκηση:
• Δήμος Σκύρου: 22220 91206, 22220 91929
• Νομαρχία Ευβοίας: 22213 51400, 22210 36000

Θρησκευτικοί χώροι:
• Μονή Αγίου Γεωργίου: 22220 91216

Πολιτισμός:
• Αρχαιολογικό μουσείο Σκύρου: 22220 91327
• Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς: 22220 91150

Μετακινήσεις:
• Αεροδρόμιο Σκύρου: 22220 91607, 22220 91625
• Φέρι μποτ Σκύρου: 22220 91790, 22220 93580
• ΚΤΕΛ νομού Ευβοίας: Κύμη: 22220 22257, Χαλκίδα: 22210 20400, Αθήνα: 210 8317163

Υπηρεσίες:
• Αστυνομικός σταθμός Σκύρου: 22220 91274
• Λιμενικός σταθμός Σκύρου: 22220 93475
• Πυροσβεστικό κλιμάκιο Σκύρου: 22220 93198

Υγεία:
• Περιφερειακό ιατρείο Σκύρου: 22220 92222
Κεντρική σελίδα Στατιστικά Βιβλιογραφία Απογραφή πληθυσμού Επικοινωνία