National gallery
H αστική τάξη και οι ζωγράφοι της (1862-1900)


Το 1862 αποτελεί ορόσημο όχι μόνο για τη νεότερη ελληνική ιστορία, αλλά και για τη νεοελληνική τέχνη. Με την έξωση του Όθωνα τελειώνει η
περίοδος της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα, ενώ στην τέχνη αρχίζει μια νέα «βαυαροκρατία» με τη θριαμβευτική είσοδο στο προσκήνιο της ελληνικής καλλιτεχνικής ζωής των μεγάλων εκπροσώπων της ώριμης Σχολής του Μονάχου: Νικηφόρου Λύτρα, Νικολάου Γύζη, Γεώργιου Ιακωβίδη,
Κωνσταντίνου Βολανάκη κ.ά.

Το 1862 κλείνει και η γόνιμη εικοσαετία της διεύθυνσης του Σχολείου των Τεχνών από τον λαμπρό αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου. Οι
μαθητές που διακρίθηκαν στο Σχολείο των Τεχνών την περίοδο Καυταντζόγλου (1844 - 1862) έμελλε να γίνουν οι μεγάλοι δάσκαλοι, οι γενάρχες της ελληνικής τέχνης. Το Σχολείο των Τεχνών κατάφερε να καλύψει την απόσταση από τις ευρωπαϊκές ακαδημίες στο β΄ μισό του 19ου αιώνα.
Ο ελληνικός ακαδημαϊσμός είναι συχνά ανώτερος από τα άμεσα γερμανικά του πρότυπα και σίγουρα υγιέστερος και γνησιότερος από τον γαλλικό ακαδημαϊσμό της β΄ αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ΄.

Η ηθογραφία, είδος κατεξοχήν αστικό από τότε που αναπτύχθηκε στην Ολλανδία το 17ο αιώνα, κατέχει περίοπτη θέση στις προτιμήσεις της νέας
αστικής τάξης της εποχής του Χαρίλαου Τρικούπη. Επιπλέον, μια μορφή μεγαλοαστικής προσωπογραφίας γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η νεκρή φύση, είδος κατεξοχήν αστικό, και, λιγότερο, το γυμνό συμπληρώνουν το θεματογραφικό ρεπερτόριο της ώριμης φάσης του ελληνικού ακαδημαϊσμού. Στην τοπιογραφία το ακαδημαϊκό τοπίο μας δίνει τη στερεότυπη και αναλλοίωτη εικόνα του κόσμου της αγροτικής οικονομίας. Παράλληλα, μια αληθινή ζωγραφική υπαίθρου, με ελεύθερη πινελιά, χρώμα και φως, μεταδίδει την εικόνα ενός κόσμου ρευστού και μεταβαλλόμενου, όπου δεν υπάρχουν βεβαιότητες, πέρα από την αίσθηση του ατόμου που βιώνει ένα φαινόμενο μια συγκεκριμένη στιγμή.