Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή

Ο κόσμος ήταν έξω από εκείνη. Ο ίδιος της ο εαυτός ήταν έξω από εκείνη. Μια 19χρονη με σώμα σαρακοφαγωμένο, με ώμους κυρτούς και μάτια γουρλωμένα και εξεταστικά, που σφούγγιζε τη μύτη της στο βαμβακερό κομπινεζόν της.

Μια ύπαρξη απόκληρη στη μεγαλούπολη, εσωτερική μετανάστρια μεγαλωμένη στις βορειοανατολικές επαρχίες, όπου οι ανισότητες είναι ακραίες όπως κι η φτώχεια. Μια γυναίκα που μετά βίας ήταν γυναίκα. Τόσο μικρή, τόσο άσημη, σαν το χορτάρι. «Δεν τα 'φερνε βόλτα να τα φέρνει βόλτα. Συγκεχυμένα μόνο άρχιζε να γνωρίζει το είδος απουσίας του εαυτού που είχε μέσα της».

Αυτό το πρόσωπο που «ήταν ανίκανο για τη ζωή», πρωταγωνιστεί στην Ωρα του αστεριού, το τελευταίο έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ.

Της μυθικής συγγραφέως που, όπως ειπώθηκε, βούταγε στο ακατανόητο βάθος του κόσμου «σαν τον Κάφκα αν ήταν γυναίκα, σαν τον Ρεμπό αν ήταν μητέρα κι αν είχε ζήσει μέχρι τα πενήντα, σαν τον Χάιντεγκερ αν είχε καταφέρει να πάψει να είναι Γερμανός», σαν τον Ρίλκε αν ήταν Εβραία-Βραζιλιάνα που όπως εκείνη, είχε γεννηθεί στην Ουκρανία…

Η Ωρα του αστεριού εκδόθηκε στη Βραζιλία το 1977, όταν το τιμόνι της εξουσίας κρατούσαν ακόμα οι στρατιωτικοί (1964-1985) και οι διανοούμενοι εμψύχωναν τις διαδηλώσεις.

Σήμερα, 40 χρόνια αργότερα, σε μια εποχή επιθετικού νεοφιλελευθερισμού και έκτακτης ανάγκης, πρωτοκυκλοφορεί στα ελληνικά (Αντίποδες, μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, επίμετρο Ελέν Σιξού), μεταδίδοντάς μας την αλήθεια της απόλυτης ετερότητας: του ξένου που δεν έχει τίποτα και στέκεται απέναντι σε εμάς που έχουμε γνωρίσει τη γεύση του αστακού (ειρωνική σημείωση της Λισπέκτορ) με μοναδικό του πλούτο το «αρκεί η ζωή».

Είναι, μάλιστα, τέτοια η αθόρυβη δύναμη αυτού του κοριτσιού, ώστε δοκιμάζει τη συγγραφική συνείδηση της δημιουργού της, και της υπαγορεύει να μιλήσει «ταπεινά, χωρίς τυμπανοκρουσίες περί ταπεινότητας» και να αναζητήσει «τον ψίθυρο ανάμεσα στα γεγονότα».

Ετσι, προκύπτει ένα διαμάντι λογοτεχνικό χωρίς λογοτεχνικότητα, που απευθύνεται στους αναγνώστες όσο και στους συγγραφείς, διαπερνώντας το σήμερα και υπερβαίνοντας την ιστορία την οποία αφηγείται.

«Υπάρχουν οι έχοντες. Και οι μη έχοντες» γράφει η 57χρονη τότε Λισπέκτορ, κτίζοντας βήμα βήμα το αδρό πορτρέτο της πρωταγωνίστριάς της, αλλά ταυτόχρονα και το αρνητικό περίγραμμα της κοινωνίας γύρω της. «Είναι απλό: η κοπέλα δεν είχε. Δεν είχε τι; Αυτό ακριβώς: δεν είχε».

Η Μακκαμπέα, έτσι την έλεγαν, «δεν έκανε ερωτήσεις. Μάντευε πως δεν υπάρχουν απαντήσεις. Είναι έτσι γιατί είναι έτσι. […] Ούτε συνειδητοποιούσε ότι ζούσε σε μια τεχνοκρατούμενη κοινωνία όπου η ίδια ήταν μια αναλώσιμη βίδα. […] Παρίστανε υπάκουα τον ρόλο τού να είναι». Κινιόταν «σε ένα είδος νεφελώδους παραζάλης ανάμεσα σε ουρανό και κόλαση.

Ποτέ δεν είχε σκεφτεί πως “εγώ είμαι εγώ”. Νομίζω έκρινε πως δεν είχε το δικαίωμα, ήταν μια σύμπτωση», συνεχίζει η Λισπέκτορ. Και σημειώνει ότι πολλά από τα χαμένα και πεινασμένα κορίτσια πουλούσαν το κορμί τους, τη μοναδική ιδιοκτησία τους, με αντάλλαγμα ένα καλό δείπνο. Ομως η Μακκαμπέα «ήταν κρύος καφές», δεν την κοίταγε κανείς.

«Ζούσε από τον εαυτό της σαν να έτρωγε τα ίδια της τα σπλάχνα». Μα δεν υπήρχε σε αυτήν, ανθρώπινη κακομοιριά. «Γιατί είχε μέσα της κάτι σαν δροσερό λουλούδι».

Μια φορά τον μήνα πήγαινε σινεμά, άκουγε το «Ράδιο-ρολόι» στην κάμαρη όπου έμενε με άλλες τέσσερις κοπέλες, βυθιζόταν στις διαφημίσεις που έκοβε από παλιές εφημερίδες, ένιωθε λαγνεία. Και είχε κερδίσει «μια κάποια αξιοπρέπεια», αφού εργαζόταν ως δακτυλογράφος. Αλλά έκανε λάθη, και το αφεντικό της απειλούσε να την απολύσει.

Οταν της το είπε, τα έχασε τόσο πολύ, ώστε του ζήτησε συγγνώμη, κλείστηκε στο μπάνιο, και νόμισε ότι ο καθρέφτης δεν αντανακλούσε την εικόνα της. «Σαν να εξαλείφθηκε η φυσική της παρουσία».

Αυτό συμβολικά θα συμβαίνει πάντα, όσο αυτοί που διασταυρώνονται μαζί της –όπως ο κάλπικος Ολίμπικο που τον είδε σαν υποψήφιο αρραβωνιαστικό, η συνάδελφός της δακτυλογράφος, ο γιατρός, η χαρτορίχτρα, ο οδηγός της αστραφτερής λιμουζίνας κ.ο.κ.– θα περνούν από πάνω της σαν να μην υπάρχει.

«Είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω γι’ αυτή την κοπέλα, ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτή», ξεσπά η Λισπέκτορ. «Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή».

Το σκληρό παιχνίδι της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Δεν είναι τυχαίο το ότι η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης επιστρέφει όλο και συχνότερα στο λογοτεχνικό τοπίο του δυτικού κόσμου. Διότι είναι μια συγγραφέας που αφουγκράζεται την ανθρώπινη δυστυχία πριν ακόμα φανερωθεί, πριν ακόμα γίνει συνειδητή.

Το 2009 κυκλοφόρησε μια εξαιρετική βιογραφία της από τον Μπέντζαμιν Μόσερ (Why This World, Oxford University Press), και πέρσι εκδόθηκαν Απαντα τα διηγήματά της στα αγγλικά (The Complete Stories, New Directions).

Γεννημένη σε μια ουκρανική οικογένεια που γνώρισε τους τρομερούς αντισημιτικούς διωγμούς των αρχών του 20ού αιώνα, μεγαλωμένη στη φτωχή βορειοανατολική Βραζιλία, ήταν μόλις 23 χρόνων όταν έκανε αίσθηση με το πρώτο μυθιστόρημά της, Κοντά στην άγρια καρδιά, που μεταφράστηκε στα γαλλικά ήδη το 1953 (Τυπωθήτω, 2008).

Σπούδασε νομικά, παντρεύτηκε έναν διπλωμάτη, απέκτησε δυο γιους και τριγύρισε στον κόσμο για μια 15ετία, εργάστηκε ως χρονογράφος σε πλήθος εφημερίδες και περιοδικά, και καταξιώθηκε ως «η Σφίγγα του Ρίο Ντε Ζανέιρο», γράφοντας στα πορτογαλικά εννιά μυθιστορήματα και εννιά συλλογές διηγημάτων που έπαιζαν ένα σκληρό παιχνίδι με την ευτυχία.

Στοιχειωμένες με πρόσωπα τσακισμένα, αποκλεισμένα, «αόρατα», οι παράξενες ιστορίες της δεν θίγουν με άμεσο τρόπο κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, αλλά φωτίζουν το σύστημα της αποσιώπησης στην κοινωνία των ανθρώπων, το κενό που δημιουργεί ο φόβος στη ζωή των γυναικών, την ευθραυστότητα της ιδιωτικής σφαίρας, το άπιαστο της ύπαρξης.

Σ’ αυτό το σύμπαν, το ύστατο έργο της, η Ωρα του αστεριού, είναι το μοναδικό με έκδηλο κοινωνικό προβληματισμό, σημειώνει ο μεταφραστής, ποιητής και κοινωνικός ανθρωπολόγος Μ. Χατζηπροκοπίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αφηγητής-προσωπείο της Λισπέκτορ, τονίζει: «Η Μακκαμπέα είναι μια αλήθεια που δεν ήθελα να ξέρω. Δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω μα πρέπει να υπάρχει ένας ένοχος».

Εδώ, το έγκλημα δεν είναι η φτώχεια καθεαυτή, αλλά το ότι ο φτωχός είναι σαν να ανήκει σε κάποιον άλλο πλανήτη, «που τίποτα δεν τον συνδέει με τον πλανήτη της κουλτούρας, της τροφής και της ευχαρίστησης». Αυτό, σύμφωνα με τη Γαλλοαλγερινή πεζογράφο και πρωτοπόρο της φεμινιστικής θεωρίας Ελέν Σιξού, δίνει στο βιβλίο διάσταση πολιτική. Και τόσο επίκαιρη.