Νταβίντ, Ο θάνατος του Μαρά (1793)
•20/05/2017 • 2 ΣχόλιαΓιώργος Ρόρρης, Ζωγράφος
O Θάνατος του Μαρά δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο γνωστά έργα τέχνης της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Ο δημιουργός του, Ζακ-Λουί Νταβίντ (Jacques-Louis David), είχε ταχθεί με το μέρος των επαναστατών και ήταν φίλος του φονευθέντος. Είχε δε επισκεφθεί τον Μαρά την παραμονή του θανάτου του και κρατούσε ζωντανή την ανάμνηση του λιτού δωματίου του επαναστάτη, μέλους της Λέσχης των Ιακωβίνων και εκδότη της εφημερίδας Ο φίλος του λαού. Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τα πρόσωπα του ιστορικού δράματος και της αναπαράστασής του.
Οι πρωταγωνιστές: Μαρά, Κορντέ, Νταβίντ
Ο Ζαν-Πωλ Μαρά (Jean-Paul Marat, 1743-1793), ο επιλεγόμενος απλώς Μαρά, υπήρξε εκ των ιθυνόντων της Γαλλικής Επανάστασης, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του λατρεία και μίσος. Πολυταξιδεμένος, αγγλομαθής και με μια σχετική ιατρική μόρφωση, έγραψε επιστημονικές πραγματείες αλλά και αρκετά πολιτικά κείμενα (για τη δουλεία και τη νομοθεσία για τους παραβάτες του νόμου) στα οποία λαμβάνει θέση ακραία πολιτική για τις συνθήκες της εποχής. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1783, εκδίδει μια εφημερίδα που γρήγορα παίρνει το όνομα Ο φίλος του λαού. Είναι μέλος της «Λέσχης των Κορδελιέρων» και μέσω της εφημερίδας ζητά τη δίκη και τη θανατική καταδίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της Μαρίας Αντουανέτας μετά τη σύλληψή τους στη Βαρέν, ενώ προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την Γαλλία. Μετά τα γεγονότα της 10ης Αυγούστου 1792, γίνεται μέλος της διοίκησης της Κομμούνας του Παρισιού και με το ψευδώνυμο πλέον «Ο φίλος του λαού» γίνεται εκπρόσωπος του Παρισιού στη Συμβατική. Όπως ήταν αναμενόμενο, συντάσσεται με τους Ορεινούς, και μάλιστα βρίσκει θέση στα υψηλά έδρανά τους. Από τη θέση αυτή, ψήφισε υπέρ του αποκεφαλισμού του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και ήταν ένας από τους πλέον δριμείς και εχθρικούς αντιπάλους των μετριοπαθών Γιρονδίνων, που έπεσαν μετά τα αιματηρά γεγονότα των αρχών Ιουνίου του 1793. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 το βράδυ της 13ης Ιουλίου, δολοφονήθηκε με στιλέτο από τη Σαρλότ Κορντέ. Η δολοφονία του Μαρά προκάλεσε μεγάλη έξαψη και συγκίνηση. Αμέσως θεωρήθηκε μάρτυρας και δεκάδες προτομές του στήθηκαν σ’ όλη την χώρα. Δρόμοι και πλατείες πήραν το όνομα του Μαρά και πολλά παιδιά βαφτίστηκαν Μαρά. Κρίθηκε ότι έπρεπε η σωρός του να μπει στο Πάνθεον, όπως και έγινε τον Σεπτέμβριο του 1794, παίρνοντας τη θέση που κατείχε έως τότε η σωρός του Μιραμπώ (Mirabeau). Αυτός όμως ο ενθουσιασμός δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Στις αρχές του 1795, τα λείψανά του βγήκαν από το Πάνθεον και θάφτηκαν κάπου στη Μονμάρτη. Σιγά-σιγά, το όνομά του άρχισε να προφέρεται μετά βδελυγμίας, και ο «φίλος του λαού» μετετράπη σε «τέρας».
Η Marie-Anne Charlotte de Corday d’Armont (1768-1793), πιο γνωστή ως Σαρλότ Κορντέ, γεννήθηκε στην Καέν της Νορμανδίας. Η οικογένειά της, μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια, είχε ξεπέσει. Σπούδασε σε σχολείο Καλογραιών στην Καέν. Εξ αρχής δύσπιστη απέναντι στις ακρότητες της Επανάστασης, τάχθηκε με τις θέσεις των Γιρονδίνων, καθώς είδε τα δυο της αδέλφια να παραιτούνται από τον στρατό και να ξενιτεύονται. Συντηρητική και με μετριοπαθείς θέσεις, παρίσταται στην άφιξη 18 Γιρονδίνων βουλευτών που είχαν εξοριστεί και τους ακούει να στιγματίζουν την τυραννία του Ροβεσπιέρου και του Μαρά. Εγκαταλείπει την Καέν στις 11 Ιουλίου, έχοντας κατά νου να δολοφονήσει τον Μαρά, εκλαμβάνοντάς το σαν αποστολή της. Αρχικά λογάριαζε να διαπράξει τη δολοφονία μέσα στην Συμβατική – κάτι που θα ήταν άκρως θεαματικό, αν συνέβαινε. Ο Μαρά όμως δεν έβγαινε πια από το σπίτι του: βρισκόταν τις περισσότερες ώρες της μέρας καθισμένος μέσα στην περίφημη μπανιέρα του, λόγω μιας θεραπείας που ήταν υποχρεωμένος να κάνει για να ανακουφίζεται από ένα χρόνιο έκζεμα. Με πρόσχημα αποκαλύψεις που έφερνε για προδότες Γιρονδίνους, η Κορντέ κατάφερε να γίνει δεκτή στο σπίτι του Μαρά, δολοφονώντας τον στην μπανιέρα του. Μετά τη δολοφονία, η Κορντέ δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα στις 17 Ιουλίου. Αντιμετώπισε την όλη διαδικασία της μεταφοράς της στο ικρίωμα και της εκτέλεσής της με πρωτοφανή ψυχραιμία και θάρρος. Στάθηκε όρθια πάνω στην άμαξα που τη μετέφερε από τις φυλακές στην Πλατεία της Επανάστασης, φορώντας ένα κόκκινο πουκάμισο, και ζήτησε να της επιτρέψουν να δει την γκιλοτίνα γιατί δεν την είχε δει ποτέ. Μετά τον αποκεφαλισμό της, ο βοηθός του δημίου σήκωσε το κεφάλι της στο πλήθος και το χαστούκισε, προκαλώντας αρνητικές αντιδράσεις, μέχρι σημείου κάποιοι να ισχυριστούν πως είδαν το μάγουλό της να κοκκινίζει.
Ο Ζακ-Λουί Νταβίντ (Jacques-Louis David, 1745-1825), πιο γνωστός με το επώνυμό του, Νταβίντ, ήταν ο ζωγράφος που συνέδεσε το όνομά του με την Γαλλική Επανάσταση περισσότερο από κάθε άλλον. Βεβαίως, πρωτίστως μιλάμε για ένα μεγάλο ζωγράφο, εκ των θεμελιωτών του νεοκλασικισμού. Στον βαθμό που μας ενδιαφέρει όμως, περιοριζόμαστε στην σχέση του με την Επανάσταση και ειδικότερα με τον Μαρά. Εμπνεόμενος λοιπόν από επαναστατικό φρόνημα, ζωγραφίζει τον Όρκο του Σφαιριστηρίου, θέλοντας να απαθανατίσει τη ζωντανή εξέλιξη της ιστορίας που λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια του. Το ρεύμα στο οποίο ανήκε κρίνεται επίσης από τα θέματα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας που τον απασχολούσαν έως το 1789, όταν και αρχίζει να λαμβάνει μέρος ενεργό στη δίνη των γεγονότων. Η επιτυχία αυτού του πίνακα τον καθιστά μέλος της Συμβατικής, όπου αναλαμβάνει και ρόλο οργανωτή δημοσίων θεαμάτων και γιορτών. Υπερψηφίζει τη θανατική καταδίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και ζωγραφίζει αλλεπάλληλα πορτρέτα των επαναστατών. Το 1793 γίνεται πρόεδρος της Συμβατικής και μέλος της Επιτροπής Γενικής Ασφάλειας. Μέλος των Ορεινών, μπήκε φυλακή μετά την πτώση και τον αποκεφαλισμό του Ροβεσπιέρου.
Ο πίνακας
Πριν μιλήσουμε για τον πίνακα του Νταβίντ, πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν είναι ο μόνος που ζωγραφίστηκε με αφορμή το συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν. Κάθε άλλο μάλιστα: τουλάχιστον επτά σχετικοί πίνακες ζωγραφίστηκαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα, χωρίς να συνυπολογίζουμε τα πολλά πορτρέτα της Κορντέ. Αμέσως μετά τη δολοφονία στο Σαλόν τον Αύγουστο του 1793, ο Ζαν-Ζακ Χάουερ (Jean-Jacques Hauer) παρουσίασε την πρώτη ζωγραφική αναπαράσταση του θανάτου του Μαρά. Ευρισκόμενος πολύ κοντά στην κατοικία του θύματος, μπόρεσε να πληροφορηθεί από αυτόπτη μάρτυρα τα της σκηνής, κι έτσι έχουμε μια πρώτη εικόνα μάλλον απλοϊκής προσέγγισης, σημαντική όμως γιατί παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που αργότερα χρησιμοποίησαν άλλοι ζωγράφοι: το στιλέτο με τη μαύρη λαβή που η Κορντέ είχε αγοράσει τη μέρα της δολοφονίας, το μαύρο ψηλό της καπέλο και το λευκό της φόρεμα, καθώς και την περίφημη μπανιέρα. Έκτοτε, όπως προαναφέραμε, το θέμα γνώρισε πολλές ζωγραφικές αναπαραστάσεις. Οι περισσότερες απεικονίζουν μαζί το θύμα και τη δολοφόνο. Κανείς δεν δείχνει την πράξη εν τη τελέσει της, αλλά λίγες στιγμές αργότερα, π.χ. τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν έως την ανακάλυψη του εγκλήματος (πίνακας του Paul Baudry) ή την εισβολή των μαινόμενων Αβράκωτων, έτοιμων να λυντσάρουν τη δολοφόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες επιλέγουν να αποτελέσουν ιστορική μαρτυρία και γι’ αυτό καταφεύγουν στον νατουραλισμό: ίχνη πάλης, αναστάτωσης κλπ.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει στον πίνακα του David. Ουδεμία νύξη πάλης, ουδέν ίχνος αγωνίας, η δε δολοφόνος έχει εξοβελιστεί στη λήθη. Ο πίνακας δεν αποσκοπεί να μιλήσει στενά για τη δολοφονία. Αποβλέπει στο να καταστήσει τη μορφή και τη μνήμη του Μαρά ιδεώδεις, να τις αναγάγει στο επίπεδο του συμβόλου.
Ας δούμε πως εργάζεται ο Νταβίντ. Κατ’ αρχάς, αποφασίζει να μη σεβαστεί τόσο την νατουραλιστική εκδοχή και τη συνακόλουθη προσκόλληση του έργου στον ιστορικό χρόνο του γεγονότος. Έτσι ο πίνακας υποβαθμίζεται σε στιγμιότυπο, ντοκουμέντο δηλαδή. O Νταβίντ δεν ακολουθεί αυτή την οδό. Επιλέγει την οδό της αυστηρής λιτότητας, αφαιρώντας ο,τιδήποτε είναι πιθανόν να υπήρχε στην κάμαρα του θύματος. Ξέρουμε ότι ο Μαρά είχε πάντα μαζί του δύο πιστόλια, ο τοίχος του δωματίου του ήταν διακοσμημένος με έναν χάρτη της Γαλλίας και τον κάλυπτε ταπετσαρία. Τίποτα από αυτά δεν κρατά ο Νταβίντ. Συνθέτει την εικόνα τοποθετώντας τις μορφές στο κάτω μισό του πίνακα, ενώ το υπόλοιπο μισό το καλύπτει ο άδειος σκοτεινός χώρος, η σιωπή που καθιστά τη μορφή του νεκρού και το ξύλινο κιβώτιο στο πρώτο πλάνο ακόμη πιο εμφανή. Η μορφή στρέφεται προς τον θεατή άμεσα, ήρεμη, γαλήνια, με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη. Οι μόνες ενδείξεις της κατάστασής του είναι η μαχαιριά και το αίμα στο δεξί του στήθος, καθώς και το στιλέτο, εδώ με φιλντισένια λαβή, διακριτικά ζωγραφισμένο στο κάτω μέρος: αυτό είναι και το μόνο στοιχείο της δολοφόνου. Ο πίνακας εξιδανικεύει στο πρόσωπο του Μαρά τον καινούριο άνθρωπο που δημιουργούσε η Επανάσταση: έναν άνθρωπο ήρεμο και σταθερό, ένα φωτεινό πρότυπο. Ο πίνακας απευθύνεται στο μέλλον. Η λιτότητα του χώρου όμως θέλει να τονίσει και κάτι άλλο: την ηθική ανωτερότητα του θύματος, την πενία και την εγκράτειά του. Όπως προαναφέραμε, λίγα πράγματα υπήρχαν στην κάμαρα του Μαρά, όπως π.χ. τα δύο όπλα του. Ο Νταβίντ επιθυμεί ο εκδότης, λόγιος και δημοσιογράφος Μαρά να κρατά το δικό του μοναδικό όπλο: την πένα. Αυτή η πένα, μαζί με το μελανοδοχείο και τα δύο σημειώματα, είναι οι ελάχιστες λεπτομέρειες που μιλούν δυνατά για την ιδιότητα του θύματος.
Ας δούμε τα χειρόγραφα σημειώματα. Και τα δύο είναι της Κορντέ, και είναι παραπλανητικά. Αυτό που κρατά στο χέρι το θύμα, και που πιθανόν διάβαζε την ώρα της δολοφονίας, γράφει: «13 Ιουλίου 1793. Η Μαρί-Αν Σαρλότ Κορντέ στον Πολίτη Μαρά. Θα ‘πρεπε να ‘μαι πολύ δυστυχισμένη για ν’ αξίζω την καλοσύνη σας». Το άλλο, ακουμπισμένο πάνω στο ξύλινο καφάσι δίπλα στο μελανοδοχείο, έχει πάνω του έναν ασινιάτο, το νόμισμα που κυκλοφόρησε την περίοδο 1793-1796. Γράφει: «Να δώσετε αυτό το νόμισμα σε αυτή τη μάνα των 5 παιδιών που ο άντρας της πέθανε για την υπεράσπιση της Πατρίδας». Αν το βλέμμα μας κατέβει λίγο πιο κάτω, στην μπροστινή πλευρά του καφασιού, διαβάζουμε με κεφαλαία και φροντισμένα γράμματα: «Στον Μαρά», και από κάτω: Νταβίντ. Υπογράφοντας έτσι, ο ζωγράφος συνδέεται εσαεί με τον Ήρωα. Στις 14 Οκτωβρίου 1793, ο Νταβίντ ανακοινώνει στην ολομέλεια της Συμβατικής ότι ο πίνακας έχει τελειώσει. Αυτό δείχνει ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε κατά το τρίμηνο αμέσως μετά τη δολοφονία, δηλαδή μέσα στη μεγάλη πολιτική, κοινωνική και συνακόλουθα ψυχική ένταση των ημερών. Ο πίνακας ζωγραφίστηκε εν θερμώ. Αυτό κάνει, κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα ακόμη πιο εντυπωσιακό.
Ένα στοιχείο θρησκευτικού συναισθήματος ανιχνεύεται στον πίνακα. Ο Νταβίντ δεν ζωγράφισε θρησκευτικές σκηνές. Ήταν μεγάλος ζωγράφος όμως και ενστικτωδώς οδηγήθηκε στην ιεροποίηση του θέματός του. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί από πολλούς μελετητές η μεγάλη σχέση ανάμεσα στην πόζα, και ιδιαίτερα στο πεσμένο, κρεμασμένο χέρι του θύματος, και τη θέση του χεριού του Χριστού στο αριστούργημα του Καραβάτζο Η Ταφή του Χριστού, που βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού. Αυτό έκανε τον Ρεζίς Μισέλ (Regis Michel) να χαρακτηρίσει τον πίνακα «Πιετά των Αβράκωτων». Η αμεσότητα δε με την οποία στρέφεται προς τον θεατή με οδηγεί στην όλως αυθαίρετη, και ελπίζω συγχωρητέα, σύνδεση του πίνακα με την εικόνα Ecce Homo («Ίδε ο άνθρωπος») της Αναγέννησης και του Μπαρόκ.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Τhe Art of Crime», τ. Νοεμβρίου 2016
Υπόθεση Στέλλας Σπυριδάκη: έρωτας δολοφόνος
•13/05/2017 • ΣχολιάστεΤης Νίνας Κουλετάκη
Αθήνα, Νέα Σμύρνη, 28 Μαΐου 1997, ώρα περίπου 4.30’ το πρωί. Ο Γιώργος και η Άννα Βαπορίδη πετάγονται έντρομοι από το κρεβάτι τους, καθώς τους έχουν ξυπνήσει απανωτοί πυροβολισμοί. Βγαίνουν προσεκτικά στον κήπο, από το ισόγειο του σπιτιού όπου κατοικούν στην οδό Πισιδίας 7, για να αντικρύσουν αιμόφυρτη στο χώμα την ενοικιάστριά τους Στέλλα Σπυριδάκη, 44 ετών. «Πού βρίσκομαι; Τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου; Κάποιος με έριξε από το μπαλκόνι. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο», ψιθυρίζει η τραυματισμένη γυναίκα και χάνει τις αισθήσεις της. Το ζευγάρι ειδοποιεί ασθενοφόρο και την αστυνομία.
Η γυναίκα μεταφέρεται με το ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο «Eρυθρός Σταυρός», ενώ ο πρώτος αστυνομικός που μπαίνει στο διαμέρισμα της οικογένειας παθαίνει σοκ: σφηνωμένο πίσω από την πόρτα, που άνοιξε με δυσκολία, αντίκρυσε μέσα στα αίματα το πτώμα ενός 18χρονου αγοριού. Προχώρησε στη μια κρεβατοκάμαρα και το θέαμα που αντίκρυσε του έκοψε την ανάσα. Στο δωμάτιο κοντά στην μπαλκονόπορτα κοιτόταν νεκρή μια νεαρή κοπέλα με το πρόσωπο παραμορφωμένο και γεμάτο αίματα. Πεσμένος στο πάτωμα, με το κεφάλι του να ακουμπάει πάνω στην κοπέλα, κοιτόταν νεκρός ένας άνδρας. Κάλυκες διάσπαρτοι στο πάτωμα και σφαίρες σφηνωμένες στους τοίχους συμπλήρωναν το σκηνικό της βίας και του αίματος. Για να αντιληφθούμε τι οδήγησε σε αυτό το θέατρο καταστροφής, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η Στέλλα Σπυριδάκη ζούσε στον πάνω όροφο της διπλοκατοικίας των Βαπορίδη τους τελευταίους 14 μήνες, μαζί με τα δυο της παιδιά, την 23χρονη Ιωάννα και τον 18χρονο Λευτέρη. Είχε χωρίσει τον σύζυγό της Πέτρο Σπυριδάκη από το 1993 κι εκείνος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, αφήνοντας πίσω του χρέη και ακάλυπτες επιταγές. Η Στέλλα ήταν μια πετυχημένη επαγγελματίας που διατηρούσε δύο καταστήματα με ρούχα, ένα στην Νέα Σμύρνη κι ένα στην Καλλιθέα. Η κόρη της Ιωάννα εργαζόταν μαζί της στο μαγαζί, ενώ ο Λευτέρης ήταν μαθητής της Γ’ Λυκείου: μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι του από την πενθήμερη εκδρομή του σχολείου. Η Ιωάννα ήταν αρραβωνιασμένη και σε δύο μήνες επρόκειτο να γίνει ο γάμος της.
Το 1995 η Στέλλα Σπυριδάκη γνώρισε τον 30χρονο Δημήτρη Κίτσο, έμπορο πυροσβεστικών ειδών. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και θυελλώδης και γρήγορα έκαναν σχέση.
Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν εξαιτίας της παθολογικής ζήλειας του Δημήτρη Κίτσου. Την πίεζε ασφυκτικά. Δεν την άφηνε σε ησυχία, όπως κατέθεσαν στην αστυνομία στενοί συγγενείς της άτυχης Στέλλας. Κάθε λίγο της τηλεφωνούσε στο μαγαζί και στο σπίτι της για να μάθει πού βρίσκεται. Ήθελε να ξέρει όλες τις κινήσεις της και γινόταν φορτικός. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη για τη Στέλλα. Συχνές ήταν οι σκηνές ζηλοτυπίας που κατέληγαν σε καβγάδες. Κάποιες φορές την είχε χτυπήσει. Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Πριν από λίγους μήνες μάλιστα, σε μια τέτοια σκηνή ζηλοτυπίας, ο Κίτσος της επιτέθηκε και λίγο έλειψε να την πνίξει.
Η Στέλλα Σπυριδάκη δεν μπορούσε πια να ανεχθεί την παθολογική του ζήλεια. Όταν της ζήτησε να τον παντρευτεί, αυτή αρνήθηκε. Αυτός όμως συνέχισε να την πιέζει. Η γυναίκα ήθελε να διακόψουν τη σχέση τους. Είχε αρχίσει να τον φοβάται καθώς την είχε απειλήσει αρκετές φορές. Τα παιδιά της ανησυχούσαν και αυτά πολύ. Ένα κλίμα φόβου υπήρχε τους τελευταίους μήνες στην οικογένεια, το οποίο είχε γίνει αντιληπτό από φίλους και συγγενείς.
Τελικά, τον Μάιο του 1997 η Στέλλα Σπυριδάκη πήρε την απόφαση να χωρίσουν επειδή δεν άντεχε άλλο τη ζήλεια του. Το απόγευμα της παραμονής των φόνων, ο Δημήτρης Κίτσος τηλεφώνησε στο μαγαζί της. Ήταν μπροστά και η κόρη της. «Θελω να χωρίσουμε. Δεν μπορώ άλλο. Αυτή είναι η απόφασή μου. Μη με ξαναενοχλήσεις», του είπε η Στέλλα. «Μόνο νεκρή…» ήταν η απάντηση του Δημήτρη Κίτσου και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγο αργότερα θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Ήταν αποφασισμένος.
Στις 11 το βράδυ, την ώρα που η Στέλλα Σπυριδάκη και η κόρη της Ιωάννα επέστρεφαν στο σπίτι τους, είδαν σταθμευμένο απέναντι το αυτοκίνητο του Κίτσου. Η Στέλλα προσποιήθηκε ότι δεν τον είδε και μπήκε με την κόρη της στο σπίτι. Φαινόταν ανήσυχη. Είχε ένα κακό προαίσθημα: «Κλείστε την πόρτα και μην του ανοίξετε όσο και αν χτυπάει», είπε στα παιδιά της. Πράγματι κλείδωσαν την πόρτα και έπεσαν για ύπνο. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι ο δράστης θα έπαιρνε, με κάθε τρόπο, τη σκληρή του εκδίκηση.
Ο Κίτσος περίμενε ώρες μέσα στο αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι. Λίγο πριν από τις 4.30 τα ξημερώματα, μπήκε στον ακάλυπτο χώρο του σπιτιού και αναρριχήθηκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Από την μπαλκονόπορτα, που όπως φαίνεται ήταν ανασφάλιστη, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της φίλης του.
«Κοιμόμουν όταν αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στον λαιμό. Ξύπνησα και τότε τον είδα. Με είχε πιάσει από τον λαιμό. Προσπάθησα να του μιλήσω. Αυτός όμως με έσυρε στο μπαλκόνι», κατέθεσε στους αστυνομικούς η Στέλλα Σπυριδάκη. «Με άρπαξε, με πέταξε από το μπαλκόνι και με πυροβόλησε».
Τα παιδιά της άτυχης γυναίκας άκουσαν τον πυροβολισμό και πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους. Ο μακελάρης, σε κατάσταση αμόκ, στράφηκε εναντίον τους και ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Το αγόρι, όπως φαίνεται, προσπάθησε να φύγει. Ο δολοφόνος το πρόλαβε την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα του διαμερίσματος και το πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Λευτέρης σωριάσθηκε στο πάτωμα. Ο εξολοθρευτής συνέχισε να πυροβολεί και γάζωσε με το πιστόλι του τους τοίχους του σπιτιού. Στη συνέχεια μπήκε στο υπνοδωμάτιο των παιδιών. Η άτυχη Ιωάννα ήταν κοντά στην μπαλκονόπορτα. Την πυροβόλησε στο πρόσωπο στο ύψος του σαγονιού. Όταν η κοπέλα σωριάσθηκε αιμόφυρτη, έβαλε το πιστόλι του στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη.
Η Στέλλα Σπυριδάκη, που δέχθηκε πρώτη την επίθεση του 30χρονου, όταν την άρπαξε από το κρεβάτι και την πέταξε από το μπαλκόνι στον ακάλυπτο, πυροβολώντας την ταυτόχρονα, σώθηκε από θαύμα. Η σφαίρα την έπληξε στον γλουτό. Η γυναίκα έπεσε από τον πρώτο όροφο, στις πέργκολες του κήπου και γλίτωσε με κατάγματα.
Ο δράστης εκδικήθηκε την άτυχη γυναίκα με τον χειρότερο τρόπο. Της σκότωσε τα δυο παιδιά της. Η ίδια δεν έμαθε την αλήθεια παρά μετά το χειρουργείο στο οποίο υπεβλήθη. Κοντά της ήταν η μητέρα και οι αδελφές της, καθώς και ο νονός της. Ρωτούσε συνέχεια για τα παιδιά της και η αλήθεια της αποκαλύφθηκε, με την παρουσία ψυχολόγου, την ημέρα της κηδείας τους, λίγο πριν την ταφή στο Νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Ο Πέτρος Σπυριδάκης δεν παρέστη στην κηδεία των παιδών του, καθώς φοβόταν σύλληψή του για χρέη από τις Αρχές.
Από την αποφράδα ημέρα έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Σήμερα, η άλλοτε πανέμορφη και πετυχημένη επιχειρηματίας, έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια κι έχει ασπασθεί τον μοναχισμό. Μετά το μοναστήρι του Οσίου Μελετίου στην Οινόη όπου κατέφυγε αρχικά, σήμερα βρίσκεται στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης στην Σαλαμίνα. Έχει επιλέξει το όνομα Αδελφή Ιωάννα, προφανώς στη μνήμη της κόρης της. Όπως συχνότατα συμβαίνει μετά από μεγάλες τραγωδίες, οι άνθρωποι ζητούν παρηγοριά όπου μπορούν. Κάποιοι επιλέγουν την κοινωνική προσφορά, κάποιοι άλλοι το αλκοόλ ή/και τις ουσίες, κάποιοι τρίτοι στρέφονται στα θεία και αναζητούν την λύτρωση μέσα από την θρησκευτική πίστη. Έχει αφήσει πίσω της το κοσμικό της παρελθόν και οι μοναστικοί της όρκοι δεν της επιτρέπουν να αναφέρεται σε αυτό.
Η τραγική ιστορία της Στέλλας Σπυριδάκη δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της σειράς «10η Εντολή» του ALPHA. Το επεισόδιο προβλήθηκε 16ο στην πρώτη σαιζόν της σειράς και είχε τίτλο «Σε στενό οικογενειακό κύκλο». Στους ρόλους του ζευγαριού είναι η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Γιώργος Καραμίχος και στους ρόλους των παιδιών η Ιζαμπέλα Κογεβίνα κι ο Θοδωρής Αντωνιάδης. Η σκηνή του φονικού (καθώς και άλλα στοιχεία, π.χ. τα επαγγέλματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας) διαφέρει απ’ αυτό που έγινε στην πραγματικότητα, καθώς ο Καραμίχος πυροβολεί την Καραμπέτη μέσα στο σπίτι ενώ ο Κίτσος έριξε την Σπυριδάκη από το μπαλκόνι, όπου και συνέχισε να την πυροβολεί. Ωστόσο, το τραγικό τέλος τις ιστορίας δεν αλλάζει, κι αυτό έχει να κάνει με το ότι τελικά η μάνα επέζησε και στο νοσοκομείο πληροφορήθηκε ότι ο εραστής της προτού αυτοκτονήσει σκότωσε τα παιδιά της.
Παρακολουθείστε το επεισόδιο εδώ:
Σύνθεση κειμένου από άρθρα εφημερίδων της εποχής
Ο Oscar Wilde και η έκθεση «Inside» στη φυλακή του Reading
•06/05/2017 • ΣχολιάστεΓιώργος Γιαννούλης
Δικηγόρος, Dr. iur. (Fankfurt am Main), LL.M.
Ένας αναπάντεχος διάλογος μεταξύ Σωφρονιστικής και Τέχνης διεξήχθη τους τελευταίους μήνες (04 Σεπτεμβρίου 2016 – 04 Δεκεμβρίου 2016 στην πόλη του Reading (65 χλμ. δυτικά του Λονδίνου). Η περίφημη φυλακή του Reading, όπου ο Oscar Wilde εξέτισε το μεγαλύτερο μέρος της διετούς καταδίκης του (1895-1897), άνοιξε και πάλι τις πύλες της μετά το οριστικό κλείσιμό της το 2013. Αυτή τη φορά δεν υποδέχτηκε όμως τροφίμους, αλλά τους επισκέπτες μιας έκθεσης.
Η έκθεση «Inside», που εγκαινιάστηκε «εντός» του διατηρητέου κτίσματος της ιστορικής φυλακής τον περασμένο Σεπτέμβρη, έδωσε στο κοινό την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με έργα τέχνης και κείμενα εμπνευσμένα από τη φυλακή και τα βιώματα των κρατουμένων, έχοντας βέβαια ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον ίδιο τον Wilde. Κάθε Κυριακή, μπροστά από την πόρτα του κελιού του – η οποία είχε μεταφερθεί στο εκκλησάκι της φυλακής – πραγματοποιείτο εξάωρη ανάγνωση του έργου του «De Profundis», του αριστουργηματικού γράμματος που έγραψε o Wilde κατά τον εγκλεισμό του στο κελί C.3.3 (πτέρυγα Γ, 3ος όροφος, 3ο κελί) στον φίλο του Λόρδο Alfred Douglas.
Το σταυροειδές κτήριο της φυλακής, αξιόλογο δείγμα πρώιμης βικτωριανής σωφρονιστικής αρχιτεκτονικής, ανεγέρθηκε το 1844 με σκοπό να υλοποιήσει το ανερχόμενο τότε απομονωτικό σύστημα. Βασίζεται στο πρωτοποριακό για την εποχή του σχέδιο της φυλακής Pentonville του Λονδίνου, η οποία είχε ανεγερθεί δύο έτη νωρίτερα κατά τα πρότυπα του ανατολικού σωφρονιστηρίου της Φιλαδέλφεια (1829). Γράφει σχετικά ο Κωνσταντίνος Γ. Γαρδίκας (Εγκληματολογία, Τόμ. Γ΄, Σωφρονιστική, Αθήνα 31965, επανέκδ. Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 24): «Το Eastern penitentiary είναι η πρώτη ανά την υφήλιον μεγάλη φυλακή απομονωτικού συστήματος. Κατασκευασθείσα υπό του αρχιτέκτονος Haviland κατέστη υπόδειγμα, όπερ εμιμίθησαν πλείσται χώραι. (…) Τω 1829 εισήχθη η εργασία των κρατουμένων και διεμορφώθη εντελώς το πενσυλβανικόν (=απομονωτικόν σωφρονιστικόν σύστημα).»
H «εν μονώσει κράτησις» (separate system), συνοδευόμενη από υποχρεωτική εργασία, υπήρξε και ο τρόπος έκτισης της ποινής που επεβλήθη στον Wilde λόγω «ιδιαίτερα απρεπών πράξεων με άλλο άρρεν πρόσωπο» (Criminal Law Amendment Act 1885, Section 11), σε μια εποχή που η φυλακή του Reading είχε μετατραπεί σε ένα βικτωριανό εργοστάσιο χριστιανικής μετάνοιας και βουβής περισυλλογής. Παράλληλα, το προαύλιο της φυλακής λειτουργούσε ήδη από το 1845 ως θέατρο δημοσίων εκτελέσεων, όπου και εκτελέστηκαν συνολικά 1868 κατάδικοι μέχρι το 1913 (τελευταία εκτέλεση).
Μία εκτέλεση όμως που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του Wilde, στις 7 Ιουλίου του 1896, έμελλε να σημαδέψει για πάντα τον συγγραφέα· απαθανατίστηκε σε ένα ακόμη αριστούργημά του, την φερώνυμη «Μπαλάντα της Φυλακής του Reading». Στο ποίημα αυτό, γραμμένο το 1897 λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή του, ο Wilde εξιστορεί την εκτέλεση δι’ απαγχονισμού – επρόκειτο για τον πρώτο απαγχονισμό μετά από 18 χρόνια – του στρατιώτη της Βασιλικής Ιππικής Φρουράς Charles Thomas Woolridge, αλλά και την μοίρα όλων των κρατουμένων που ήρθαν αντιμέτωποι με τη βαναυσότητα του ποινικού κολασμού (βλ. μεταξύ πολλών και τη μετάφραση του ποιήματος από την εγκληματολόγο Μ. Αρχιμανδρίτου, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2011).
Οι κακουχίες της φυλακής κλόνισαν τελικά την υγεία του μέχρι τότε καλοζωισμένου συγγραφέα, ο οποίος πέθανε εξόριστος στη Γαλλία τρία χρόνια ύστερα από την αποφυλάκισή του, μέσα σε συνθήκες ένδειας και παρακμής, στην ηλικία των 46 ετών. Αντιθέτως, η φυλακή του Reading διήγαγε υπεραιωνόβιο βίο – καίτοι με διαλείψεις και δομικές αναπροσαρμογές – μέχρι τον τελικό της παροπλισμό το 2013, όταν έκλεισαν τα καταστήματα προσωρινής κράτησης και κράτησης νεαρών παραβατών που λειτουργούσαν εκεί από το 1992.
Όσο για το κελί του Oscar Wilde, αυτό είναι το μόνο που στο «εσωτερικό» του δεν τοποθετήθηκε κανένα έργο τέχνης από τους διοργανωτές της έκθεσης «Inside». Ίσως γιατί τα «εσώψυχα» του συγγραφέα δεν πρόλαβαν να αποτυπωθούν ολάκερα στα έργα του, έχουν εντούτοις εγγραφεί στους τοίχους του κελιού του· γιατί στην απομόνωση «οι τοίχοι αντιπροσωπεύουν την τιμωρία» (Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου / Ι. Ραλλη, εκδόσεις Ράππα 1989, σ. 312).
Λεπτομέρειες για την έκθεση «Inside» βλ. στο σύνδεσμο: https://www.artangel.org.uk/project/inside/
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Τhe Art of Crime», τ. Νοεμβρίου 2016
Hermine Braunsteiner: η φοράδα του Majdanek – 2
•29/04/2017 • 2 ΣχόλιαΠροηγούμενο
Της Νίνας Κουλετάκη
Ο Simon Wiesenthal, το κυνήγι, η ανακάλυψη και η έκδοση
Ο Simon Wiesenthal (31 Δεκεμβρίου 1908 – 20 Σεπτεμβρίου 2005) ήταν αυστριακός κυνηγός Ναζί και συγγραφέας. Επιζών του Ολοκαυτώματος, είχε περάσει από τα στρατόπεδα Janowska, Plaszow και Mauthausen. Μετά τον πόλεμο αφιέρωσε την ζωή του στο κυνήγι, τον εντοπισμό, τη σύλληψη και την παραπομπή στη δικαιοσύνη διαφυγόντων Ναζί εγκληματιών πολέμου. Συνέβαλε στην σύλληψη του Adolf Eichmann και δεν έπαψε, μέχρι το τέλος της ζωής του, να καταδιώκει τον Josef Mengele.
Τον Ιανουάριο του 1964, ο Wiesenthal βρίσκεται στο Cafe Royal στο Tel Aviv, περιμένοντας έναν φίλο του με τον οποίο έχει ραντεβού. Ο φίλος τηλεφωνεί στο μαγαζί για να ειδοποιήσει ότι κάτι του έτυχε και δεν θα μπορέσει να είναι συνεπής και ο σερβιτόρος ανακοινώνει στην κατάμεστη αίθουσα «τηλεφώνημα για τον κ. Wiesenthal», γεγονός που οδήγησε στην αναγνώριση του Simon από τους θαμώνες, οι οποίοι σηκώνονται και αρχίζουν να χειροκροτούν θερμά. Τρεις από αυτούς θα τον πλησιάσουν και θα καθήσουν στο τραπέζι του. Πρόκειται για επιζώντες του Majdanek και θα του μιλήσουν για την «Φοράδα», την Hermina Braunsteiner. Θα του διηγηθούν την σκληρότητα και τα εγκλήματά της και θα του πουν ότι ουδέποτε λογοδότησε για όσα διέπραξε στο Majdanek. Η δίκη της, μεταπολεμικά, στην Αυστρία αφορούσε μόνο στην υπηρεσία της στο στρατόπεδο του Ravensbrück. Επίσης, στην περίπτωση που εντοπιζόταν, θα έπρεπε να δικαστεί στην Πολωνία ή στην Γερμανία, καθώς η Αυστρία την είχε απαλλάξει από μελλοντικές προσαγωγές στη δικαιοσύνη.
Ο Wiesenthal δεν χρειάστηκε περισσότερα για να πειστεί και να ριχτεί στο κατόπι της Braunsteiner. Ένας από τους βοηθούς του πήγε στη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με φίλους και συγγενείς της Braunsteiner και έμαθε ότι είχε παντρευτεί έναν αμερικανό ονόματι Ryan και ζούσαν στο Halifax, στη Nova Scotia του Καναδά. Από εκεί τα ίχνη της οδηγούσαν στο Τορόντο και στην συνέχεια στο Queens της Νέας Υόρκης στην Αμερική. Ο Wiesenthal ενημέρωσε τον ανταποκριτή των New York Times στην Βιέννη ο οποίος, με τη σειρά του, ειδοποίησε τα κεντρικά της εφημερίδας στη Νέα Υόρκη. Ο αρχισυντάκτης ανέθεσε το θέμα στον Joseph Lelyveld, έναν νεαρό δημοσιογράφο, που ρίχτηκε στην έρευνα για τον εντοπισμό της «κ. Ryan». Ανακάλυψε ότι οι Ryan εγκαταστάθηκαν πρώτα στον αρ. 54-44 της 82ας Οδού στο δυτικό Elmhurst και στην συνέχεια μετακόμισαν στον αρ. 52-11 της 72ης Οδού στο Maspeth του Queens. Ανακάλυψε την Braunsteiner στο δεύτερο σπίτι το κουδούνι του οποίου χτύπησε. Όταν της είπε ποιος είναι και τι θέλει η γυναίκα είπε: «Θεέ μου, ήξερα ότι αυτό θα συνέβαινε κάποια μέρα. Ήρθατε». Ήταν 14 Ιουλίου 1964.
Η Braunsteiner υποστήριξε ότι είχε ήδη δικαστεί για την δράση της στην Αυστρία και είχε πάρει απαλλαγή από οποιαδήποτε άλλη μελλοντική δίωξη. Ισχυρίστηκε ότι υπηρέτησε μόνο έναν χρόνο στο Majdanek, και τους οκτώ μήνες ήταν άρρωστη στο αναρρωτήριο. Ο σύζυγός της αγνοούσε τα πάντα για το παρελθόν της και άκουγε έκπληκτος τις κατηγορίες του Lelyveld. «Η σύζυγός μου, κύριε, δεν είναι δυνατόν να έχει διαπράξει αυτά για τα οποία την κατηγορείτε. Η Hermi είναι ο πιο καλός κι ευγενικός άνθρωπος στον κόσμο, δεν θα πείραζε ούτε μύγα. Οτιδήποτε έκανε στον πόλεμο, είμαι σίγουρος πως ήταν διατεταγμένη υπηρεσία».
O δημοσιογράφος δημοσίευσε το θέμα και ενημέρωσε τον Wiesenthal, ο οποίος αρχίζει έναν τεράστιο αγώνα ώστε η Αμερική να προχωρήσει στην έκδοση της Braunsteiner, προκειμένου να δικαστεί στην Ευρώπη. Όμως η Braunsteiner έχει αμερικανική υπηκοότητα, γεγονός που καθιστά αδύνατη την έκδοσή της. Οι Αμερικανοί βρίσκονται στη δύσκολη θέση να έχουν προσφέρει υπηκοότητα σε μιαν ναζί εγκληματία πολέμου και προσπαθούν να βρουν λύση. Και η λύση εντοπίζεται στα χαρτιά εισόδου της Braunsteiner στις Η.Π.Α., όπου είχε αποκρύψει την καταδίκη της ως εγκληματία πολέμου από την Αυστρία. Στις 22 Αυγούστου του 1968 ξεκινούν οι διαδικασίες αφαίρεσης της αμερικανικής υπηκοότητας της Braunsteiner και το 1971 της αφαιρείται οριστικά. Η Hermina αναγκάζεται να συνενέσει και να μην εφεσιβάλει την απόφαση, προκειμένου να αποφύγει την απέλαση. Παραμένει στην Αμερική, ως σύζυγος αμερικανού πολίτη, αλλά η ίδια δεν έχει πια καμιά υπηκοότητα. «Αυτό είναι το τέλος των πάντων για εμένα», θα πει η κ. Ryan.
Aμέσως μετά την αφαίρεση της υπηκοότητας, τόσο η Πολωνία όσο και η Γερμανία θα αιτηθούν την έκδοση της Braunsteiner, προκειμένου να παραπεμφθεί για τα εγκλήματα που διέπραξε στο στρατόπεδο του Majdanek. H Braunsteiner φοβάται την έκδοση στην Πολωνία, όπου είχε διαπράξει τα εγκλήματά της και, αναγκαστικά, συμφωνεί με την έκδοση στην Δυτική Γερμανία.
To M. Σάββατο του 1973, συλλαμβάνεται στην Αμερική και κλείνεται στη φυλακή του Nassau, περιμένοντας την έδοσή της. Θα παραμείνει εκεί για τέσσερις μήνες. Στις 7 Αυγούστου του 1973 η Hermina Braunsteiner Ryan γίνεται η πρώτη ναζί εγκληματίας πολέμου που εκδίδεται από την Αμερική στην Γερμανία.
Οι δίκες του Majdanek
Η Braunsteiner οδηγείται στο Düsseldorf και φυλακίζεται, περιμένοντας την δίκη της. Ο άντρας της την ακολουθεί και αιτείται την αποφυλάκισή της με το σκεπτικό ότι δεν ήταν γερμανίδα υπήκοος αλλά αυστριακή και τα υποτιθέμενα εγκλήματα είχαν διαπραχθεί σε άλλη χώρα (Πολωνία) και όχι στην Γερμανία. Η αίτησή του απορρίπτεται με το αιτιολογικό ότι την εποχή εκείνη, όχι μόνο όλοι οι αυστριακοί είχαν την γερμανική υπηκοότητα αλλά, το κυριώτερο, ό,τι διέπραξε το διέπραξε ως γερμανίδα αξιωματούχος στο όνομα του Γερμανικού Ράιχ.
Η δίκη της Braunsteiner ήταν μέρος μιας μακράς σειράς δικών που άρχισαν στο Düsseldorf το 1975 και ολοκληρώθηκαν το 1981. Εκτός από την Braunsteiner παραπέμφθηκαν άλλοι 15 πρώην SS, άνδρες και γυναίκες, που είχαν υπηρετήσει στο στρατόπεδο του Majdanek, κατηγορούμενοι για τον θάνατο 250.000 ανθρώπων. H Braunsteiner δικάστηκε στην Τρίτη, κατά σειρά, δίκη, που άρχισε στις 26 Νοεμβρίου του 1975. Το δικαστήριο συνεδρίασε 474 φορές, καθιστώντας την την πλέον μακρόχρονη και ακριβότερη δίκη στην Δυτική Γερμανία. Μαζί με την Braunsteiner στο εδώλιο του κατηγορουμένου ήταν και ο πρώην SS φρουρός του στρατοπέδου Hermann Hackmann καθώς και ο γιατρός του Majdanek Heinrich Schmidt.
Κινηματογραφικά στιγμιότυπα από την δίκη της Braunsteiner
ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ