άρθρα

τα άρθρα της κλίκας

Τα κουρδίσματα (ντουζένια) του μπουζουκιού και του μπαγλαμά

Aφιερωμένο στους ρεμπέτες που έφυγαν, στους ρεμπέτες που θά 'ρθουν.

Η μακρά ιστορία του ταμπουρά στην Ελλάδα είναι συνυφασμένη, στα νεότερα χρόνια, με την παρουσία κυρίως του μπουζουκιού και του μπαγλαμά. Άλλωστε, ως μέλη της οικογένειας του ταμπουρά τα περιγράφει ο Γάλλος περιηγητής Guillame Andre Villoteau (1759-1839), με τις ονομασίες tambour bouzourg (μεγάλος ταμπουράς, στα περσικά) και baglama tambour (αντίστοιχα, μικρός ταμπουράς)1.

Απόσπασμα γκραβούρας υπό τον τίτλο (μετάφρ.) “Παλιές και νέες εθνικές ενδυμασίες της Ελλάδος”, σχέδιο του ανταποκριτή στην Αθήνα, L' Univers Illustre 2/11/1867, No 668, p. 692 - (Αρχείο Πέτρου Μουστάκα)
Κατά το 19ο αιώνα, ο ταμπουράς στον ελλαδικό χώρο θεωρείται ένα κύριο όργανο του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο αναφέρεται μαζί με το παρεμφερές μπουζούκι σε διάφορες μαρτυρίες περιηγητών, όπως σ’ αυτή του Daniel Sanders (1844) όπου το μπουζούκι περιγράφεται ως όργανο πλησιέστερο κατασκευαστικά προς το λαούτο. Οι πιο σημαντικές διαφορές εντοπίζονται στο σχήμα του σκάφους, σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη (τσιβούρι, γιογκάρι, μπουλγαρί, μπαγλαμά κ.α.) ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο αριθμός των χορδών σε διάφορες παραλλαγές μπορούσε να φτάσει μέχρι και τις 12. Μια σημαντική κατασκευαστική λεπτομέρεια που ήταν εμφανής και καθοριστική μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν η τρύπα του καπακιού. Ο παλιός ταμπουράς φέρει πολύ μικρή ή και καθόλου τρύπα στο επίκεντρο του καπακιού ή και ενίοτε πλαγίως του σκάφους, σε αντίθεση με το νεότερο μπουζούκι που την αποκτά χάρη στην επιρροή των οργανοποιών του μαντολίνου και του λαούτου, οι οποίοι το φέρνουν κοντύτερα στην τεχνοτροπία κατασκευής αυτών των οργάνων.

Ο μπαγλαμάς είναι ένα μικρό οργανάκι, που περιγράφεται και αυτό ως όργανο των αγωνιστών της Ελληνικής επανάστασης ενώ στη συνέχεια γίνεται εξαιρετικά δημοφιλές στους χώρους των φυλακών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η παρουσία του στους χώρους του περιθωρίου ίσως προηγείται του μπουζουκιού αφού ο μπαγλαμάς - λόγω της ευκολίας στην κατασκευή και στη χρήση - είναι πιθανώς το όργανο στο οποίο γεννήθηκαν πολλά τραγούδια του περιθωρίου, τα μουρμούρικα ή πιο γνωστά, μετέπειτα, ως ρεμπέτικα. Το μπουζούκι, με την ευρεία χρήση του από τους φυλακισμένους και πιθανώς και τους κουτσαβάκηδες2, περιθωριοποιήθηκε για πολλά χρόνια, έως τη δισκογράφησή του, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, και τη σταδιακή αποδοχή του στη συνέχεια, έως την ανάδειξή του σε εθνικό όργανο.

Aydin taksim ve oyun havasi - Aydinly Kara Ali efe, Κωνσταντινούπολη 1934, παίξιμο με τα νύχια.

Το μπουζούκι ήδη καταγράφεται σε αρκετές περιοχές της Ελλάδος, κατά την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης και μετέπειτα, με πιο ισχυρή παρουσία στην Πελοπόννησο, στην Αθήνα και στις νησιωτικές περιοχές ( Σύρος, Σάμος, Χίος, κλπ). Το ρεπερτόριο αυτής της εποχής είναι δημώδες, ενώ έχουμε και τις πρώτες γραπτές αναφορές στη σχέση του με το ρεμπέτικο είδος σε περιστατικά όπως αυτό από τη Σύρα, του 1874:

Οι Γεώργιος Πρίντεζης και Αντώνιος Μαραγκός, κάτοικοι της Άνω Σύρας, καταδικάστηκαν σε πρόστιμο 3 δραχμών διότι «έπαιζον τσιβούριον και ετραγώδουν αισχρά άσματα εις το καφφενείον» (29 Νοεμβρίου 1874).

Οι σχολές του Μπουζουκιού στα τέλη του 19ου αιώνα

Η μοναδική, μέχρι στιγμής, σωζόμενη φωτογραφία αυθεντικού κουτσαβάκη του 19ου αιώνα, τραβηγμένη έξω από τις φυλακές του Μεντρεσέ, στο Μοναστηράκι (αρχείο Χάρη Γιακουμή)
Στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν δύο σχολές μπουζουκιού, με διαφορετική νοοτροπία στο παίξιμο και εν μέρει στο ρεπερτόριο. Η πρώτη πιο πολύχρωμη σχολή, είναι η Αθηναϊκή ή κανταδόρικη, που το ρεπερτόριό της αποτελείται από Αθηναϊκές καντάδες επτανησιώτικης επιρροής, κλασσικά κομμάτια (βαλς, καντρίλιες, μαζούρκες, κ.λπ.), δημώδη λαϊκά τραγούδια της παλιάς Αθήνας και τέλος τα τραγούδια της περιόδου των κουτσαβάκηδων (ζεϊμπέκικα και δημώδη άσματα), αφού η Αθήνα πιθανώς μαζί με το Νάυπλιο υπήρξαν πιθανόν το πρώτα μεγάλα αστικά κέντρα της εμφάνισης του ρεμπέτικου τραγουδιού, μετά τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους. Οι μπουζουξήδες της σχολής αυτής, οριοθετούνται ως κάτοικοι της περιοχής από την Αθήνα μέχρι και το Φάληρο. Αρκετοί από αυτούς περιγράφονται ως 4χορδοι μπουζουξήδες. Σύμφωνα με μαρτυρία του μουσικού Γιώργου Ζαμπέτα, το κούρδισμα ρε-λα-ρε-λα συνηθιζόταν σε αυτή την περίπτωση, αλλά πιθανώς και το αρμάτωμα του οργάνου με τριπλή η τετραπλή μπουργάνα (μπάσα) ή τριπλή μεσαία χορδή, αντί του καθιερωμένου ζεύγους (σύνηθες φαινόμενο στον ταμπουρά αλλά και στους μπουζουξήδες της δημοτικής παράδοσης), όπως δείχνουν τα σημάδια από παλαιά σωζόμενα όργανα της πρώιμης εποχής. Στην Αθηναϊκή σχολή έχουμε ως καθιερωμένη τη χρήση του λεγόμενου ευρωπαϊκού ή ιταλικού κουρδίσματος, σε διάταξη ρε-λα-ρε, αντί των διαφόρων ντουζενιών.

Τα παλαιότερα ηχογραφημένα δείγματα αναδεικνύουν την εκτεταμένη χρήση και πιθανά διάδοση του κουρδίσματος και πριν το 1900. Στις ηχογραφήσεις του ταμπουρατζή και νταουλιέρη μουσικού της δημοτικής παράδοσης, Κωνσταντίνου Κοκοτή από την Αχαΐα, το 1926 στη Νέα Υόρκη, στα τραγούδια Ο Σκαλτσοδήμος και Τρεις λυγερές που αποτελούν την πρώτη ηχογράφηση ταμπουρά για την ελληνική δισκογραφία, χρησιμοποιείται το κούρδισμα misket duzeni (λα-μι-λα), το οποίο αποτελεί τρανσπόρτο του ρε-λα-ρε.

Η παλαιότερη καταγραφή του κουρδίσματος, προέρχεται από το σιγαροποιό Κωνσταντίνο Καλαμάρα από τη Σύρο (1894-1972), με 6 ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε το 1917, ως αιχμάλωτος του Α' Παγκοσμίου πολέμου στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, υπό την αιγίδα της Πρωσικής φωνογραφικής επιτροπής. Αυτές αποτελούν έως σήμερα τις πρώτες ηχητικές καταγραφές του οργάνου. Ο Καλαμάρας τοποθετείται πλησιέστερα στο ύφος του ρεμπέτικου τραγουδιού, με τα ταξίμια του να θυμίζουν έντονα τις πρώτες ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη3.

Οι πρώτοι γνωστοί εκπρόσωποι αυτής της σχολής θεωρούνται οι παλαιοί φουστανελοφόροι μπουζουξήδες των Αθηνών, όπως ο κουρέας της πλατείας Ομονοίας Πανάγος Μελισσιώτης από την Αχαΐα και ο περίφημος Θανάσης Μανέτας από την Αρκαδία. Ο Μανέτας είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος επαγγελματίας μπουζουξής και εκείνος που πρώτος το 1931 και το 1932 ηχογράφησε μπουζούκι στην Ελλάδα, σε τρία αδέσποτα ρεμπέτικα (Τα δίστιχα του μάγκα, Καλέ μάνα δεν μπορώ, Ο Μεμέτης)4. Άλλοι μπουζουξήδες αυτής της σχολής υπήρξαν ο τυπογράφος της εφημερίδας «Βραδυνή» Γιώργος Σκούρτης, μια από τις μεγάλες επιρροές του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα, ο Μιχάλης Ζαμπέτας (πατέρας του Γιώργου Ζαμπέτα), ο Κ. Γεωργιάδης, κ.α.

Το μοναδικό ηχογραφημένο δείγμα, στη δισκογραφία, του ξεχωριστού τρόπου ερμηνείας αυτής της σχολής προέρχεται από έναν άλλο σημαντικό μουσικό της, το Φραγκίσκο Ζουριδάκη. Πρόκειται για το εκπληκτικό Συριανό χασάπικο, ηχογραφημένο το 1935. Ο Ζουριδάκης είχε αρματωμένο με τριπλή μπουργάνα το μπουζούκι του, ενώ στο παίξιμό του διακρίνονται έντονα τα στοιχεία της μαντολινίστικης σχολής.

Ο Φραγκίσκος Ζουριδάκης παίζει το "Χασάπικο Πολίτικο". Ζωντανή ηχογράφηση, αρχές δεκαετίας '80, αρχείο Δημήτρη Ζουριδάκη.

Ένας ακόμη περίφημος μουσικός της Αθηναϊκής σκηνής - αλλά του καθαρά μάγκικου ύφους και της παλιάς κουτσαβάκικης παράδοσης - ήταν ο Σωτήρης Γαβαλάς ή Μεμέτης. Η ημερομηνία γεννήσεώς του είναι περίπου το 1870, ενώ ο θάνατός του στα τέλη του 1950 ή στα μέσα του 1960. Ο Μεμέτης ανήκει στην παλαιά γενιά των Αθηναίων μουσικών, κάτι το οποίο περιγράφεται έντονα στα κομμάτια του. Δεν είμαστε σίγουροι αν άφησε κάποιο ηχογραφημένο δείγμα του παιξίματός του, ενδέχεται όμως να παίζει μπαγλαμά (κουρδισμένο σε διάφορα ντουζένια) σε αρκετά κομμάτια του Γιώργου Μπάτη. Η Ρίτα Αμπατζή στο τραγούδι "Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη, το οποίο αποτελεί μια διασκευή του Αϊδίνικου καρσιλαμά "Ήθελα να ρθω το βράδυ", αναφωνεί «Γειά σου Μεμέτη μου με τον μπαγλαμά σου». Δισκογραφικά μάς άφησε συνολικά 15 συνθέσεις, οι οποίες είναι σε ύφος που αποτελεί μίξη του δημοτικού με το μικρασιάτικο ιδίωμα και ίσως φανερώνουν το πρώιμο στυλ του ρεμπέτικου. Ο Γαβαλάς, το Mάιο του 1932, ηχογράφησε ως τραγουδιστής 4 τραγούδια για λογαριασμό της εταιρείας RCA Victor. Από αυτά κυκλοφόρησαν τα "Στου Μπεζεστένη την αυλή" και "Απ' του Μεμέτη το νερό", με ορχήστρα αποτελούμενη από τους Αντώνη Αμιράλη (πολίτικη αρμόνικα), Σπύρο Περιστέρη (μαντόλα) και Κώστα Καρίπη (κιθάρα). Δυστυχώς ούτε οι τίτλοι των 2 άλλων κομματιών διασώζονται στις καρτέλες της εταιρείας Victor, αλλά ούτε και οι μήτρες τους. Από τους δύο κυκλοφορημένους τίτλους έβγαλε αρκετά χρήματα.

Ο Μεμέτης συνήθιζε να δίνει ένας είδος παράστασης μετά πληρωμής μπροστά σε κοινό, συνήθως χορεύοντας το περίφημο ζειμπέκικό του, μαζί με το μαχαίρι του στο δρόμο, σε ένα είδος ρεμπέτικης τελετουργίας.Έτσι απεικονίζεται και σε μια φωτογραφία του, τη μία από τις δύο που έχουν συνολικά διασωθεί ως τις μέρες μας. Μια ενδιαφέρουσα επίσης μαρτυρία, είναι αυτή του Κώστα Ρούκουνα που τραγούδησε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του Σωτήρη Γαβαλά, όπως ο "Κατάδικος" και το "Πού 'ναι τα χρόνια τα παλιά", στο οποίο εξιστορεί τη μάγκικη εποχή των Αθηνών, σε περιοχές που έδρασε έντονα το ρεμπέτικο στοιχείο όπως το Γκαζοχώρι, του Φιλοπάππου κ.α.:

Ας πιάσουμε το "Δύο Γυφτοπούλες στο βουνό". Οι νέοι του δίνουν κάποιο χρωματισμό άλλο που το μπασταρδεύει το τραγούδι, διότι δεν ζήσανε αυτοί τότες, ούτε που ήτονε γεννημένοι. Πώς μπορούσανε να το ξέρουνε;
Διότι αυτό το τραγούδι μού το έφερε στα 1929 ο μπάρμπα Σωτήρης ο Μεμέτης, ο μακαρίτης, ένας σπουδαίος ρεμπέτης που θά 'τανε και 65 χρονώ τότες και το τραγούδησα στην πλάκα. Αυτός ήτονε παλιός συνθέτης. Ίσως τα λόγια να τα χει πάρει από την ανθολογία ή το μερολόγιο, όμως ο χαβάς ήτονε δικός του. Αργότερα το τραγούδησε και ο Μάρκος. Ο μπάρμπα Σωτήρης έγραφε ωραία τραγούδια, από τότες που εγώ ήμουνα αγέννητος. 'Εμεινε όμως άγνωστος, γιατί του τα παίρνανε άλλοι τα τραγούδια του και τα λέγανε για δικά τους.

Φραγκίσκος Ζουριδάκης
Η δεύτερη σχολή ήταν η Πειραιώτικη. Ο Πειραιάς, μεταξύ 1905-1940, μετατράπηκε σε ένα γκέτο παρανομίας, με δράσεις και τρόπο ζωής που αποτέλεσαν τη συνέχεια της εποχής των κουτσαβάκηδων, της οποίας και ρεπερτοριακά αποτελεί τη συνέχεια. Οι πρώτοι Πειραιώτες μπουζουξήδες υπήρξαν συνήθως πρώην κατάδικοι που είχαν μάθει το όργανο στη φυλακή και το ρεπερτόριό τους αποτελείτο από παλιά αδέσποτα παραδοσιακά και αυτοσχέδια ζεϊμπέκικα τραγούδια της φυλακής και ταξίμια. Σημαντικότατος υπήρξε ο Μιμίκος Μπογιατζής, από τους παλιότερους μπουζουξήδες του Πειραιά, ο πιο μνημονευμένος, αλλά και δάσκαλος των περισσοτέρων, μετά από αυτόν. Γεννημένος στα μέσα του 1870, Συριανός στην καταγωγή, απεβίωσε λίγα χρόνια πριν την Κατοχή. Ευκατάστατος αμαξάς στο τελωνείο Πειραιώς, ο Μπογιατζής, είχε ιδιωτικό τεκέ στην περιοχή της Καλλίπολης, στις αρχές του 20ου αιώνα. Έμαθε μπουζούκι στις φυλακές του Παλαμηδίου, στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την καταδίκη του για τον τραυματισμό του νεαρού ενωμοτάρχη και μετέπειτα ονομαστού διοικητή της ασφάλειας, Ιωάννη Γαλιγάλη. Ο Ζουριδάκης μάς αναφέρει πως ο Μπογιατζής αρεσκόταν να παίζει σε ένα ντουζένι, το Συριανό, ενώ ο Μάρκος Βαμβακάρης τον μνημονεύει ως έναν από τους δασκάλους του.

Επίσης, ο Γιάννης Μιχαλαρέας ή Γυαλιάς (1900-;), περίφημος για τον μπαγλαμά, τον οποίο έπαιζε με το νύχι, με τρεις μονές χορδές, σύμφωνα με το καθιερωμένο σύστημα της εποχής. Ο Γυαλιάς έμαθε από τον Μπογιατζή και υπήρξε και αυτός ένας από εκείνους που μετέδωσε στο νεαρό Βαμβακάρη τις γνώσεις γύρω από τα ντουζένια και το όργανο. Ο Νίκος Αγαθάκης ή Σκριβάνος (περ.1885-1965), από τους πιο ξακουστούς νταήδες της εποχής, με πολύχρονες καταδίκες και εσωκλεισμούς στα σωφρονιστικά ιδρύματα, έμαθε μπουζούκι στη φυλακή, καθώς και από το γεροντόμαγκα μπουζουξή, Γαβρήλο, θείο αλλά και δάσκαλο του Γιώργου Μπάτη. Σύμφωνα με το Νίκο Μάθεση, ο Σκριβάνος θεωρείτο καθαρόαιμο φυλακίσιο μπουζούκι και έπαιζε πολύ παλιά κομμάτια, αποκλειστικά της φυλακής. Ο Αποστόλης Ζυμαρίτης, επίσης πρώην κατάδικος και μια από τις μεγαλύτερες επιρροές του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Μιχάλης Ρεγγίνας, η μεγαλύτερη επιρροή του Στέλιου Κερομύτη.

Ο Χαρίλαος Κερομύτης, πατέρας του Στέλιου. Έμαθε μπουζούκι κατά την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας (δηλαδή μετά το 1918) και δίδαξε τα ντουζένια στο γιο του, Στέλιο. Άλλοι ονομαστοί υπήρξαν ο Τζοάνος, παμπάλαιος μπουζουξής και τεκετζής του Πειραιά, ο Νίκος Μπογιατζής (ανηψιός του Μιμίκου) και ο Γιώργος Παράκιας με τζουρά, μαθητές του Μιμίκου Μπογιατζή και οι δύο. Σε διάφορες αφηγήσεις μουσικών και ατόμων του ρεμπέτικου, βρίσκουμε αναφορές και για άλλους μπουζουξήδες της εποχής, όπως: Επιτροπάκης, Στούκας, μπάρμπα Νώντας, καθώς και για δύο σπουδαίους μπαγλαματζήδες, το Σοφοκλή τον αμαξά και το περίφημο Αντρικάκι, ο οποίος και αυτός επηρέασε το νεαρό Βαμβακάρη.


Από αριστερά προς τα δεξιά, ξεκινώντας από πάνω: Πιθανότατα, ο Μιμίκος Μπογιατζής (αρχείο εφημ. Η Δημοκρατία), Γιάννης Μιχαλαρέας (αρχείο Σ. Μιχαλαρέα), Νίκος Σκριβάνος (αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη), Θανάσης Μανέτας (αρχείο K. Παπαηλιού), Γιώργος Σκούρτης (αρχείο Τ. Σχορέλη), Στέλιος και Χαρίλαος Κερομύτης (αρχείο Π. Κουνάδη)
Κλικ στις εικόνες για μεγέθυνση

Αναφορές έχουμε ακόμα και για μπουζουξήδες που ξεχώριζαν από το συνηθισμένο ρεπερτόριο της περιοχής τους. Στον Πειραιά, ο ταβερνιάρης Ανδρέας Ντινόπουλος, (στις Τζιτζιφιές), έπαιζε δημοτικά χρησιμοποιώντας φτερό αντί για πένα, ενώ ο Σταύρος ο Μηχανικός, (ο οποίος σύμφωνα με το Μιχάλη Γενίτσαρη ήταν μεγάλος δεξιοτέχνης του οργάνου) σύχναζε στο καφενείο του Γιώργου Μπάτη (οδός Αίμου) και εκτός από περίφημα ταξίμια κατείχε ευρύτατο κλασσικό ρεπερτόριο. Ακόμα, ο Θανάσης ο τρελός, που μνημονεύεται από το Γιάννη Παπαϊωάννου ως ο πρώτος του δάσκαλος, αλλά και εκείνος που τον μύησε στο πρίμο-σιγόντο πάνω στο μπουζούκι. Αντίστοιχα, στην Αθήνα, βρίσκουμε και αρκετούς μπουζουξήδες που έπαιζαν μόνο βαρύ ρεπερτόριο, όπως ο Τάσος (αγνώστου επωνυμίας) - ιδιοκτήτης της ταβέρνας "Νέα κούτσουρα" στην πλατεία Βάθης, πρώην κατάδικος και ονομαστός για τα καταπληκτικά ταξίμια του, ο Δημήτρης Ροδάς (μπαγλαμά), κ.α.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης και τα ντουζένια

Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρει πως οι παλαιότεροι μπουζουξήδες του Πειραιά και της Σύρας δεν συνήθιζαν τη χρήση του ευρωπαϊκού κουρδίσματος, αλλά διαφόρων και ποικίλων κουρδισμάτων. Σ’ αυτό συμφωνούν και οι μαρτυρίες δύο μπουζουξήδων της ίδιας γενιάς, του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα και του νεότερου Στέλιου Κερομύτη. Αναφερόμενος στους μπουζουξήδες της Σύρου, περιγράφει τη διαφορετικότητα του μπουζουκιού εκείνης της εποχής, αφού το όργανο έφερε μεταξωτούς μπερντέδες αντί τάστων και ξύλινα κλειδιά (στριφτάρια), καθώς και τις διαφορετικές ονομασίες του, όπως τσιβούρι και γόνατο. Ο Μάρκος αναφέρει πως ξεκίνησε να μαθαίνει μπουζούκι γύρω στα 1925, με ξύλινα κλειδιά και με τα μεταλλικά τάστα να αντικαθιστούν συνεχώς τους μπερντέδες. Το όργανο που άκουσε ως παιδί, στη Σύρο, είχε διαφορετικό ήχο από αυτόν του Πειραιώς. Αυτό οφείλεται και στη σημαντική διαφορά του κουρδίσματος του οργάνου, αφού αυτοί οι παλαιοί Συριανοί μπουζουξήδες χρησιμοποιούσαν ένα αρκετά χαμηλωμένο ταμπουραδίστικο κούρδισμα, με τονικότητα λα αντί για ρε, στην πρώτη χορδή5.

Οι παλιοί μπουζουξήδες της Σύρας (αρχείο Στάθη Gauntlett)
Το μπουζούκι που άκουσε για πρώτη φορά στον Πειραιά από το Νίκο Αϊβαλιώτη (φίλο του πατέρα του) ήταν επίσης διαφορετικού ρεπερτορίου. Ο Αϊβαλιώτης, παλιός κατάδικος των φυλακών του Αναπλιού, έπαιζε βαριά τραγούδια της φυλακής, ενώ το μπουζούκι του με τα μεταλλικά τάστα ήταν κουρδισμένο σε διαφορετικό τονικό ύψος απ’ αυτό των πρώιμων ταμπουραδίστικων μπουζουκιών. Ο Μάρκος αναφέρει ότι έμαθε πολλά για τα ντουζένια και από τους παλιούς μπουζουξήδες της Σύρας. Αυτό πρέπει να έγινε στη διάρκεια της πρώτης του επίσκεψης στη Σύρο, μετά την αρχική φυγή του, περίπου στα 1935, αλλά και κατά τις επισκέψεις του στο νησί, στα μετέπειτα χρόνια. Οι παλαίμαχοι μπουζουξήδες, ο Μαούτσος, ο Γεώργιος Αθαν. Στέλλας ή Στραβογιώργης (απεβ.1-6-1952), ο Βαφέας, ο Μανωλάκης Τρεισήμισης, ο Παγκαλάκης, κ.α., με τους οποίους θα ξαναέσμιξε ως μουσικός πλέον, πιθανώς να του έδειξαν και άλλα άγνωστα σ’ αυτόν κουρδίσματα.

Αινιγματική είναι η αναφορά του Μάρκου στο κιωτσέκικο το οποίο σημειώνει πως χρειάζεται ξέχωρο, διαφορετικό κούρδισμα, από το γιουρούτικο. Αρκετά περίεργο, εφόσον τόσο το γιουρούτικο όσο και το κιωτσέκικο είναι χοροί. Τα στοιχεία δείχνουν πως ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε βαθύτατα ενημερωμένος στο θέμα των ντουζενιών, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μπουζουξή της εποχής του, αφού οι περισσότεροι αρέσκονταν στο να γνώριζουν τα βασικά 6-7 ντουζένια ή και λιγότερα. Ο ίδιος, παραδόξως, ελάχιστες φορές τα χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του και με ιδιαίτερη δόση περηφάνιας αναφέρει πως εκείνος ουσιαστικά καθιέρωσε το ευρωπαϊκό κούρδισμα που είχε πρωτοακούσει από το Θανάση Μανέτα, στη δεκαετία του '20. Η ιστορική ηχογράφηση, το Γενάρη του 1931, στη Νέα Υόρκη, από το Λάκωνα μπουζουξή Ιωάννη Χαλικιά, με τα οργανικά Μινόρε του Τεκέ και Μυστήριο Ζεϊμπέκικο (παιγμένα σε ευρωπαϊκό κούρδισμα) αποτέλεσαν την οριστική είσοδο του οργάνου, στην Ελληνική δισκογραφία6.


Από αριστερά προς τα δεξιά, ξεκινώντας από πάνω: Ο ιστορικός δίσκος του Ιωάννη Χαλικιά (Ιανουάριος 1931), Ο πρώτος δίσκος του Θανάση Μανέτα και η πρώτη ηχογραφηση μπουζουκιού στην Ελλάδα το 1931, Ο πρώτος δίσκος του Γιώργου Μπάτη, Νοέμβριος 1932, Ο πρώτος δίσκος του Μάρκου Βαμβακάρη, Ο δεύτερος δίσκος του Μάρκου Βαμβακάρη, Ντοκουμέντο της εταιρείας Columbia που φέρει ως ημερομηνία της ηχογράφησης του δεύτερου δίσκου, τον Ιούνιο του 1933 (από το αρχείο του Charles Howard)
Κλικ στις εικόνες για μεγέθυνση

Ο Βαμβακάρης, στις πρώτες του ηχογραφήσεις, στα κομμάτια "Καραντουζένι/Αράπ" (Δεκέμβριος 1932) και "Εφουμέρναμ' ένα βράδυ/Ταξίμ Σερφ" (Ιούνιος 1933) χρησιμοποιεί το ευρωπαϊκό κούρδισμα, σε διάταξη φα-ντο-φα, ασυνήθιστα ψηλό τονικό ύψος, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το αρμάτωμα του μπουζουκιού του με τριπλή χορδή στην μπουργάνα και μονή τη μεσαία. Η μεσαία μονή χορδή βοηθούσε στο να χαλαρώσει η τάση και το σφίξιμο που ασκούσε στο όργανο τόσο η τριπλή χορδή, όσο και η ψηλή τονικότητα του κουρδίσματος. Το όργανο που χρησιμοποίησε σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις ίσως να είχε ξύλινα κλειδιά (στριφτάρια), που θα βοηθούσαν να κουρδιστεί ευκολότερα στους ψηλούς τόνους που επιθυμούσε. Ο ίδιος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του (σελ. 109):

Ύστερα λίγο από λίγο επολέμησα κι έκανα κι εγώ μπουζούκι το οποίο δεν ήταν σαν τα σημερινά. Ήταν από τα παλαιά μπουζούκια. Με έξι χορδές αλλά με τη διαφορά όχι με κλειδιά, με ξύλα στριφτάρια, παλαιού τύπου.

Το ίδιο αρμάτωμα εμφανίζεται και στις δύο πρώτες ηχογραφήσεις του Γιώργου Μπάτη, στα κομμάτια "Σού ’χει λάχει" και "Μπάτης ο Ντερβίσης". Είναι παιγμένα από άγνωστο μπουζουξή (ίσως το Φραγκίσκο Ζουριδάκη ή, πιο πιθανόν, από κάποιον παλαιότερο μπουζουξή, φίλο του Μπάτη) με δύο μπαγλαμάδες και κιθάρα, ηχογραφημένα τον Οκτώβριο του 1932, δύο μήνες πριν τις πρώτες ηχογραφήσεις του Μάρκου. Ο μουσικός και ερευνητής Πέτρος Μουστάκας στο άρθρο του "Το αρµάτωµα του μπουζουκιού στις αρχές του 20ου αιώνα" επισυνάπτει μεγεθυμένη φωτογραφία του Γιώργου Μπάτη, στην οποία απεικονίζεται μπουζούκι, το οποίο φέρει το χαρακτηριστικό αυτό αρμάτωμα. Μετά από εξέταση, διαπιστώνουμε το ίδιο φαινόμενο και σε άλλες φωτογραφίες του Μπάτη.

Γιώργος Τσώρος ή Μπάτης (1886-1967)

Ο Γιώργος Μπάτης, γεννημένος στα Μέθανα το 1886, ήρθε στον Πειραιά σε ηλικία 8 ετών. Έμαθε μπουζούκι από το γεροντόμαγκα Γαβρήλο και μπαγλαμά στις στρατιωτικές φυλακές7. Αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή πληροφόρησης για τα ντουζένια, στη δισκογραφία γραμμοφώνου. Μάς αποκαλύπτει τον κόσμο της φυλακής και του τεκέ του 19ου αιώνα, μέσα από τα 16 τραγούδια που ηχογράφησε μεταξύ 1932-1936, παιγμένα από το καθεαυτό όργανο του υποκόσμου και των χασισοποτών, τον μπαγλαμά. Ο μπαγλαμάς, λόγω της σκληρότερης τάσης από αυτής του μπουζουκιού, πετύχαινε καλύτερο ηχητικό αποτέλεσμα, κατά τη χρήση των διαφόρων ντουζενιών. Έτσι, τα ντουζένια αυτά αναφέρονταν από τους παλιούς ως μπαγλαμαδίστικα ή μπαγλαμαδοντουζένια, πιστοποιώντας την εκτεταμένη χρήση τους στο συγκεκριμένο όργανο.

Ο Μάρκος ανέφερε για τον Μπάτη πως κούρδιζε το μπαγλαμαδάκι του πάντα σε διάταξη ρε-λα-ρε. Ένας όμως εκ των πρώτων ερευνητών του ρεμπέτικου, ο Νέαρχος Γεωργιάδης, σε επαφή του με τον ηλικιωμένο Μπάτη το 1966, θυμάται την αναφορά του σχετικά με το κούρδισμα του μπαγλαμά του σε ντουζένι πειραιώτικο, χωρίς όμως περαιτέρω στοιχεία. Όλες οι πηγές και αναφορές για τον Μπάτη συγκλίνουν στο ότι υπήρξε ένας καλός ακομπανιαδόρος, και πιθανότατα αυτός που παίζει το δεύτερο συνοδευτικό μπαγλαμά στις ηχογραφήσεις του, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του πρώτου μπαγλαματζή8.

Τα ντουζένια

Η παλαιότερη μέχρι στιγμής ελληνική αναφορά σε κούρδισμα του ταμπουρά προέρχεται από το «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής» του Αρχιεπισκόπου Δυρραχίου, λόγιου και μουσικού διδασκάλου, Χρύσανθου εκ Μαδύτων (1770-1846), το οποίο εκδόθηκε στην Τεργέστη, το 1832, σελ 194-195.

Από τα μελωδικά όργανα η πανδουρίς έρχεται ευκολώτερα εις δίδαξιν και σαφεστέρως γνωρίζονται επάνω εις αυτήν οι τόνοι, τα ημίτονα και απλώς κάθε διάστημα. Λέγεται δε και Πανδούρα, και Φανδούρος καθ'ημάς δε, Ταμπούρα, ή Ταμπούρ. Έχουσα δε δύο μέρη την σκάφην και τον ζυγόν, επί τούτου δεσμεύονται οι τόνοι και τα ημίτονα , καθώς ελαλήθη (κεφ. 63, 64).
Είναι δε τρίχορδος η πανδουρίς, και η μέν πρώτη χορδή βομβεί τον δί(Σολ), η δεύτερο τον γα(Φα), και η τρίτη, τον πα(Ρε), Οι δε δεσμοί των τόνων, επειδή είναι κινητοί , είναι δυνατόν να γίνωνται κατά τα σωζόμένας μουσικάς εις κάθε έθνος.

Παρακάτω παρουσιάζονται τα κουρδίσματα του μπουζουκιού, όπως συλλέχθηκαν μετά από πολύχρονη προσπάθεια διαλέυκανσής τους με βάση τα ηχογραφημένα παραδείγματα των 78 στροφών, από ζωντανές ηχογραφήσεις και προφορικές μαρτυρίες. Καταγράφονται με την εξής σειρά: καντίνι (λεπτή χορδή) - μεσαία - μπουργάνα (τυλιγμένη χορδή).


Τονική ρε. Εδώ παίζονται όλοι οι δρόμοι. Σύμφωνα με το Θανάση Αθανασίου λεγόταν ανοιχτό, το οποίο όμως μοιράζεται την ίδια ονομασία με αντίστοιχο ντουζένι (ν.3).

1η ομάδα: Θεμελιώδη ντουζένια του μπουζουκιού


Ο Στέλιος Κερομύτης παίζει ταξίμι στο ντουζένι "ίσιο". Ζωντανή ηχογράφηση δεκαετίας '70.
Τονική σολ (ανοιχτή μεσαία, 5ο τάστο 1ης χορδής). Δρόμοι: ραστ, ουσάκ και νικρίζ. Φέρει την ονομασία ίσιο, σύμφωνα με το Στέλιο Κερομύτη, ο οποίος έμαθε τα ντουζένια από τον πατέρα του, Χαρίλαο.
Ο μουσικός-μουσικολόγος Γιώργος Σκλάβος γράφει στην εγκυκλοπαίδεια Πυρσός και στο λήμμα "μπουζούκι" ότι σε διάταξη λα-ρε-λα κούρδιζαν το μπουζούκι κατά το 19ο αιώνα, δηλαδή ίσιο ντουζένι, αλλά σε τρανσπόρτο σε κούρδισμα ταμπουρά.
Παράδειγμα:
Το Μπαρμπεράκι - Γ. Μπάτης - HMV-AO 2258, ηχογρ. 7.10.1935, με άγνωστο μπουζουξή.


Τονική σολ (ανοιχτή μεσαία, 5ο τάστο 1ης χορδής). Δρόμοι: ραστ και ουσάκ.
Παραδείγματα:
1. Όταν πίνω τουμπεκάκι - Μάρκος Βαμβακάρης (τρανσπόρτο σε μι-λα-λα) - HMV-AO 2065, ηχογρ. 24.11.1933
2. Σκληρόκαρδη - Βασίλης Τσιτσάνης ,τραγούδι: Νταίζη Σταυροπούλου (τρανσπόρτο μι-λα-λα) - HMV-AO 2637, ηχογρ. 1940
3. Ταξίμι του Μάρκου Βαμβακάρη στην ταινία του Greg Tallas "Κατηγορούμενος ο έρως" (1962)


Ο Στέλιος Κερομύτης παίζει το αδέσποτο "Τώρα τα παίρνω και έρχομαι", με τον τρόπο που το παίζε ο πατέρας του, Χαρίλαος, σε Καραντουζένι κούρδισμα.
Τονική λα (2ο τάστο μεσαίας). Δρόμοι ουσάκ, χιτζάζ, σαμπάχ, καρτσιγάρ. Το πιο ξακουστό κούρδισμα, που στα τούρκικα μεταφράζεται ως μαύρο κούρδισμα. Εδώ παιζόταν η Γαλάτα που - σύμφωνα με το Στέλιο Κερομύτη - ήταν επιτραπέζιος σκοπός που έπαιζαν οι παλιοί μπουζουξήδες. Σύμφωνα με τον Τάκη Τζιρίτα, παλαιό μπουζουξή από το Τολό Αργολίδας, επρόκειτο για μεγάλης διάρκειας ταξίμι σε δρόμο ουσάκ, με πέρασμα σε σαμπάχ και τελική επιστροφή σε ουσάκ.
Παραδείγματα:
1. Γυφτοπούλα στο χαμάμ - Γιώργος Μπάτης - HMV-AO 2187, ηχογρ. 13.12.1934
Ζωντανές ηχογραφήσεις:
2. Τώρα τα παίρνω και έρχομαι (Κερομύτης)
3. Είχα δέκα τάληρα (Μάρκος)
4. Μωρή ντουντού (Γενίτσαρης)
κ.α.

Καραντουζένι σε πέρασμα Σαμπάχ. Τάκης Τζιρίτας, Τολό Αργολίδας 2007.


"O Μεμέτης". Παίζει ο Μιχάλης Γενίτσαρης σε συριανό ντουζένι. Ζωντανή ηχογράφηση μέσα δεκαετίας '70.
Τονική σιb (3ο τάστο μεσαίας). Δρόμοι χιτζασκιάρ, πειραιώτικος (όχι χιτζάζ).
Δεν έχουμε παράδειγμα στη δισκογραφία, αλλά ζωντανές ηχογραφήσεις με το Μάρκο Βαμβακάρη και το Στέλιο Κερομύτη. Λόγω συμμετρίας στα πατήματα, είναι αρκετά εύκολο ντουζένι στη χρήση του.


Στέλιος Κερομύτης, ταξίμι και ζειμπέκικο σε Αραμπιέν κούρδισμα. Ζωντανή ηχογράφηση μέσα δεκαετίας '70.
Τονική σολ (σι σεγκιάχ), 4ο τάστο μεσαίας. Δρόμοι σεγκιάχ και χουζάμ.
Παραδείγματα:
1. Φατιμέ Ζειμπέκικο - Μανώλης Καραπιπέρης - σε τρανσπόρτο, δες κούρδισμα αρ.26.
2. Θα’ρθω νύχτα τοίχο τοίχο - Μιχάλης Γενίτσαρης
Ζωντανές ηχογραφήσεις:
Μωρή διαβόλου κόρη (Κερομύτης) κ.α.


Κούρδισμα σε 5ες, όπως το λαούτο. Τονική το ντο για ραστ (5ο τάστο μεσαίας) και ρε ή σολ για ουσάκ κ.α. όπως στο καραντουζένι (ρε στο ανοιχτό καντίνι, σολ στο 5ο τάστο του καντινιού). Επίσης χιτζάζ από το 5ο τάστο του καντινιού.
Παράδειγμα:
Ο Μπουφετζής -Γ. Μπάτης - HMV-AO 2258, ηχογρ. 7.10.1935 με τον Ανέστο Δελιά στο μπουζούκι.


Τονική σιb (ανοιχτή μεσαία). Δρόμοι ραστ, χιτζάζ, νικρίζ. Εκτεταμένη η χρήση του από το Γιώργο Μπάτη σε 6 συνολικά ηχογραφήσεις του.
Παραδείγματα:
(κουρδισμένο, στην ηχογράφηση, κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα, ρε#-σι-σι)
Γιώργος Μπάτης
1. Ατσιγγάνα, HMV-AO 2142, ηχογρ. 29.6.1934
2. Ζεμπεκάνο σπανιόλο, HMV-AO 2142, ηχογρ. 16.7.1934, με τραγουδιστή το Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά στο μπουζούκι. Η πρώτη εκδοχή ηχογραφημένη στις 29.6.1934, με τραγουδιστή πιθανόν τον Μπάτη, δεν εκδόθηκε ποτέ.
3. Μάγκες καραβοτσακισμένοι, HMV-AO 2161, ηχογρ. 16.7.1934, με τραγουδιστή το Στράτο Παγιουμτζή
4. Ο Θερμαστής, HMV-AO 2161, ηχογρ. 16.7.1934
5. Ταξίμι Αθηναϊκό και ζεϊμπέκικο, οργανικό με τον Ανέστο Δελιά στο μπουζούκι - HMV-ΑΟ 2334, ηχογρ. 1936
6. Γκαμηλιέρικο, HMV-AO 2187, ηχογρ. 21.11.1934


Τονική σιb (ρε σεγκιάχ/χουζάμ), ανοιχτή μεσαία. Μοιάζει με το αραμπιέν (τονική σι σεγκιάχ/χουζάμ).
Παράδειγμα:
Έλα έλα - Θεοχάρης Ζωγράφος - Στέλιος Φουσταλιεράκης (μπουλγαρί), τρανσπόρτο (σολ-μιb-σολ) - Columbia (DG 6458), ηχογρ. Γενάρης 1938


Τονική σολ (ανοιχτή μπουργάνα, 5ο τάστο στο καντίνι). Δρόμοι ραστ, χιτζαζσκιάρ.
Παραδείγματα:
1. Μπάτης ο Ντερβίσης - Γιώργος Μπάτης (τρανσπόρτο φα-ρε-σιb) - Columbia (DG 6458), ηχογρ. Οκτώβριος 1932, άγνωστος μπουζουξής
2. Σού 'χει λάχει - Γιώργος Μπάτης (τρανσπόρτο φα-ρε-σιb) - Columbia (DG 6458), ηχογρ. Οκτώβριος 1932, άγνωστος μπουζουξής
3. Ο φασουλάς - Γιώργος Μπάτης, HMV-ΑΟ 2294, ηχογρ. το 1935. Στο μπουζούκι ο Ανέστης Δελιάς
4. Σκύλα με έκανες και λιώνω - Μάρκος Βαμβακάρης (τρανσπόρτο σε μι-ντο#-λα) - Odeon 1947, ηχογρ. 1936
5. Στου Μάρκου το κουτούκι - Μάρκος Βαμβακάρης, ηχογρ. δεκαετία 1960


Τονική μι μινόρε/σολ ματζόρε (μι 2ο τάστο, σολ 5ο τάστο στο καντίνι).
Παράδειγμα:
Αντιλαλούν οι φυλακές - Μ.Βαμβακάρης, δίσκος Odeon 1947, ηχογρ. 1936

2η ομάδα: ρε-λα


Εδώ παίζονται όλοι οι δρόμοι. Επίσης, συνηθισμένο στην πρώιμη δισκογραφία, ως τρανσπόρτο (μι-σι-μι). Χαρακτηριστικό παράδειγμα με δύο καντίνια (ψιλές χορδές) και μια μπουργκάνα, στις ηχογραφήσεις του Φραγκίσκου Ζουριδάκη, Το νταχτήρι και Συριανό χάσαπικο, όπου έχουμε χρήση της τεχνικής του barre, την οποία βρίσκουμε σε λιγοστές ηχογραφήσεις μπουζουκιού.
Παραλλαγή του αποτελεί και το κούρδισμα ρε-λα-ρε-λα που αναφέρει ο Γιώργος Ζαμπέτας και που σύμφωνα με μαρτυρίες καταγράφεται και σε μπουζουξήδες του τετράχορδου μπουζουκιού και στην Αμερική, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 1900. Μια δεύτερη παραλλαγή του, όπως μου την έδειξε ο Πειραιώτης μπουζουξής Νίκος Βραχνάς, ρε-λα-(λα-ρε) με το ζεύγος της περιοχής της μπουργάνας να βρίσκεται κουρδισμένο σε διάστημα 4ης, δηλαδή λα το καντίνι και ρε η μπουργάνα.


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία).
Παραδείγματα:
1. Οι φυλακές του Ωρωπού - Γιώργος Μπάτης, HMV-AO 2239, ηχογράφηση με τον Ανέστο Δελιά στο μπουζούκι, ηχογρ 29.12.1934 (η πρώτη εκδοχή ηχογραφημένη 24.11.1934 δεν εκδόθηκε ποτέ)
2. Μη μου μιλάς με μάσκα - Απόστολος Χατζηχρήστος, Odeon 1947, ηχογρ. 1940
3. Ο ταμπουράς του Γ. Κικίδη, στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του Γιοβάν Τσαούς.


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία, 7ο τάστο στο καντίνι).
Παραδείγματα:
1. Μάνα με μαχαιρώσανε (Μ. Βαμβακάρης) - Odeon 1987, ηχογρ. 1936
2. Δεν τον θέλω μάνα μου (Μ. Βαμβακάρης-Σοφία Καρίβαλη) - Odeon 1985, ηχογρ. 1936


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία)
Παράδειγμα:
Σε φίνο ακρογιάλι (Στράτος Παγιουμτζής-Βασίλης Τσιτσάνης) - Columbia DG 6479, ηχογρ. Ιανουάριος 1939


Τονική σολ (συγχορδία σολ-σι-ρε, πατώντας στο 2ο τάστο της μεσαίας)
Παράδειγμα:
Ταταυλιανό - Βασίλης Τσιτσάνης (οργανικό) - HMV-ΑΟ 2628, ηχογρ. Ιανουάριος 1939

3η ομάδα


Τονική ρε (5ο τάστο μεσαίας)
Παράδειγμα:
Λημνέικο ζειμπέκικο - ορχήστρα Γ. Δεληγιώργη, άγνωστος μπουζουξής - Victor 58003, ηχογρ. 25.6.1928 Νέα Υόρκη


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία).
Παραδείγματα:
1. Ο Τσιτσάνης στη Ζούγκλα - Στράτος Παγιουμτζής-Βασίλης Τσιτσάνης - Columbia DG 6511, ηχογρ. Ιανουάριος 1939
2. Σκληρόκαρδη (Β. Τσιτσάνης) δες ανοιχτό ντουζένι
3. Όταν πίνω τουμπεκάκι (Μ. Βαμβακάρη) δες ανοιχτό ντουζένι


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία, 5ο τάστο στο καντίνι)
Παράδειγμα:
Σέρβικο (Β. Τσιτσάνη) οργανικό - Columbia DG 6511, ηχογρ. Ιανουάριος 1939


Τονική ρε (δεύτερο τάστο πρώτης χορδής).
Παράδειγμα:
Τούτοι οι μπάτσοι - Γιαννάκης Ιωαννίδης, στο μπουζούκι ο Μανώλης Καραπιπέρης (κουρδισμένο στην ηχογράφηση κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα, ντο#-ρε#-ντο#) - Columbia 56137F, ηχογρ. Δεκέμβριος 1928


Τονική φα.
Παράδειγμα:
Σακαφλιάς - Στράτος Παγιουμτζής / Βασίλης Τσιτσάνης - HMV-AO 2628, ηχογρ. Ιανουάριος 1939


Τονική λα (ανοιχτή μεσαία).
Παράδειγμα:
Παλιόπαιδο - Απόστολος Χατζηχρήστος, Odeon 7245, ηχογρ. 1940


Τονική λα.
Παράδειγμα:
Σέρβικος χορός - Απόστολος Χατζηχρήστος, οργανικό - Parlophon 74048, ηχογρ. 1940

4η ομάδα: Ντουζένια (Ταμπουραδίστικα)

Με βάση τη δισκογραφία 78 στροφών, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις.


Παραδείγματα:
1. Ο Σκαλτσοδήμος - Οι Τρεις λυγερές - Κωνσταντίνος Κοκκοτής-Γιάννης Σφοντιλιάς λα (ζεύγος καντίνια), μι (μονή μπουργάνα), λα (μπουργάνα με καντίνι) - Victor 68776, ηχογρ. 16.9.1926
2. Έξω τ’ αχείλι μου γελά - Γιώργος Τζιμάκης, μπουλγαρί Στέλιος Φουσταλιεράκης - HMV-AO 2970, ηχογρ. 1950

Μανώλης Καραπιπέρης (1884-;)


Δεξιά: Ο Μανώλης Καραπιπέρης από κατάλογο της Victor του 1929 (αρχείο Hugo Strotbaum)
Κλικ στις εικόνες για μεγέθυνση

Ο Σαμιώτης μπουζουξής Μανώλης Kαραπιπέρης, μετανάστης στις ΗΠΑ από το 1912, είναι από τους πρώτους μπουζουξήδες της δισκογραφίας γραμμοφώνου και ο πρώτος που ηχογράφησε ρεμπέτικα τραγούδια με μπουζούκι. Στις ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε στη Νέα Υόρκη, το 1928-1929, είναι κουρδισμένος κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα (δες ντουζένι αρ. 19).


Tο ζεύγος της μεσαίας χορδής βρίσκεται κουρδισμένο σε διάστημα 5ης και κουρδισμένο στην ηχογράφηση κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα, δηλάδή λα#-(ρε#λα#)-λα#.
Τονική ρε (5ο τάστο πρώτης χορδής).
Παράδειγμα:
Από κάτω απ' τις ντομάτες - Columbia 56137F, ηχογρ. Δεκέμβριος 1928


Aντίστοιχο του ραστ ντουζενιού κουρδισμένο στην ηχογράφηση κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα, λα#-ρε#-σολ#.
Τονική ρε (5ο τάστο στο καντίνι).
Παραδείγματα:
1. Αϊδίνικο Ζεϊμπέκικο - Αϊβαλιώτικο Ζειμπέκικο - Victor 58028, ηχογρ. 29.4.1929
2. Σωκιανή Ζειμπέκικο - Victor CVE 51268, ηχογρ. 29.4.1929 (απορρίφθηκε) -πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι» (βλ πηγές αρ.3)


Τονική σολ (4ο τάστο δεύτερης χορδής) κουρδισμένο στην ηχογράφηση κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα δηλ. λα#-ρε#-σολ.
Παράδειγμα:
Φατιμέ Ζειμπέκικο - Victor CVE 51266, ηχογρ. 29.4.1929 (απορρίφθηκε). Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι» (βλ πηγές αρ.3).


Κουρδισμένο στην ηχογράφηση κατά ένα ημιτόνιο ψηλότερα δηλ. σολ#-ντο#-ντο#.
Τονική ντο (ελεύθερη μεσαία χορδή).
Παράδειγμα:
Ανάμνησις Σάμου (άγνωστος μπουζουξής, με τραγουδιστή το Βασίλη Ντηνιακό και συνοδεία αρμόνικας) - Okeh 82558, ηχογρ. 1929 Νέα Υόρκη


"Σοφιά", Μ. Ευσταθίου - Ανατολ. Ορχ. Μ. Κοϊνογλου, ηχογράφηση 1936.
Τονική ρε (3ο τάστο στο καντίνι).
Παραδείγματα:
Σοφιά - Παναγιώτης Ευσταθίου, ορχήστρα Μ. Κοινόγλου, στον ταμπουρά (σάζι) ο Δημήτρης Ευσταθιάδης - HMV-AΟ 2333, - ηχογρ. 1936.

(αρχείο Νίκου Φουσταλιεράκη)

Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης (1911-1992)
Ο Ρεθυμνιώτης Στέλιος Φουσταλιεράκης ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική και το μπουλγαρί (όργανο της οικογένειας του ταμπουρά). Το 1934 ήρθε στον Πειραιά, όπου γνωρίστηκε με όλους τους ρεμπέτες μουσικούς της εποχής, από τους οποίους και επηρεάστηκε. Επέστρεψε στην Κρήτη το 1937, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί με τον περίφημο Γιάννη Εϊτζιρίδη ή Γιοβάν Τσαούς αποτελούν τις πιο γνώριμες μορφές μουσικών του ταμπουρά, στη δισκογραφία γραμμοφώνου.

Παραδείγματα:

1. Με Δόμνα Σαμίου


σολ-ρε-σολ - ίδιο με ρε-λα-ρε
σολ-ντο-φα (στο 5ο λέπτό, στο συρτό) - ίδιο με λα-ρε-σολ

2. Φιλεντέμ, ηχογραφημένο στο σπίτι του συντροφιά με τον Ψαραντώνη


λα-ρε-ρε - ίδιο με ανοιχό ρε-σολ-σολ

Ζωντανές ηχογραφήσεις από το CD "Το Στελάκι από την Κρήτη", Εκδόσεις Αεράκης CD 2).

  1. Ταξίμι / Προφορική εισαγωγή / Όσο βαρούν τα σίδερα σολ#-ντο#-φα#. Αντίστοιχο με λα-ρε-σολ
  2. Συρτά σολ#-ντο#-φα#. Αντίστοιχο με λα-ρε-σολ
  3. Ταξίμι / Φιλεντέμ σολ-ντο-ντο. Αντίστοιχο με ρε-σολ-σολ (ανοιχτό)
  4. Συρτά «ατραγουδιστά» σολ#-ντο#-φα#. Αντίστοιχο με λα-ρε-σολ
  5. Ταξίμι / Καναρίνι μου γλυκό / Τα μάτια σου τ’ αράπικα / Χαρικλάκι / Καλέ δε με λυπάσαι (Καλέ συ, Παναγιά μου) σολ-ντο-ντο. Αντίστοιχο με ρε-σολ-σολ (ανοιχτό)
  6. Ταξίμι / Νενέ μου σολ-ντο-φα. Αντίστοιχο με λα-ρε-σολ
  7. Ταξίμι / Το μερακλήδικο πουλί σολ#φα#-φα# η σολ#-ντο#-φα#
  8. Συρτά «ατραγουδιστά» σολ#φα#-φα# η σολ#-ντο#-φα#
  9. Ταξίμι / Πάρε καρότσα κι έλα σολ-ντο-φα. Αντίστοιχο με λα-ρε-σολ
  10. Ταξίμι / Κι εσύ στον ύπνο μου σκληρά σολ-ντο-ντο. Αντίστοιχο με ρε-σολ-σολ (ανοιχτό)
  11. Μαριώ σολ-ντο-ντο. Αντίστοιχο με ρε-σολ-σολ ανοιχτό
  12. Ταξίμι / Απ’ αλάργο κόσμο σολ-ρε-σολ. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  13. Αμανές / Ταξίμι σολ-ντο-φα. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ντο
  14. Ταξίμι / Λούλα μου / Συρτός Πρώτος (Χανιώτικος) σολ-ντο-φα. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ντο
  15. Ταξίμι / Χαλεπιανός μανές (Τα βάσανά μου χαίρομαι) / Τσιφτετέλι σολ#-ντο#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ρε (ίσιο)
  16. Ταξίμι / Σαμπάχ «ζεϊμπεκιά» / Σάλα σάλα φα#-σι-σι. Αντίστοιχο με ρε-λα-λα

Κυριότερες ηχογραφήσεις του Στέλιου Φουσταλιεράκη, στη δισκογραφία 78 στροφών

  • Σταφιδιανός με Γιάννη Μπερνιδάκη σολ#-ρε#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Σταφιδιανός με Αντώνη Καρεκλά φα#-σι-φα#. Αντίστοιχο με ρε-σολ ρε (ίσιο)
  • Όσο βαρούν τα σίδερα λα#-ρε#-λα#. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ρε ίσιο
  • Το μερακλήδικο πουλί σολ#ρε#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Τα βάσανά μου χαίρομαι σολ#-ρε#-ρε#. Αντίστοιχο με ρε-λα-λα
  • Ηρακλειώτικος πεντοζάλης σολ#ρε#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Ρεθυμνιώτικος συρτός λα# ρε# -λα#. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ρε (ίσιο)
  • Ο Παραπονιάρης σολ#-ρε#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-σολ-ρε (ίσιο)
  • Έλα, έλα σολ-μιb-σολ. Αντίστοιχο με ρε-σιb-ρε, μοιάζει με το πειραιώτικο ρε-σιb-σιb, αλλά με ισοκράτη ρε για σεγκιάχ/χουζάμ (σαν το αραμπιέν)
  • Όσο σιμώνει ο καιρός φα#-ντο#-φα#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Πονεμένη καρδιά φα#-ντο#-φα#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Έξω τ' αχείλι μου γελά λα-μι-λα. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε
  • Συρτός Φουσταλιεράκη σολ#-ρε#-σολ#. Αντίστοιχο με ρε-λα-ρε

Πίνακας κουρδισμάτων

  Κούρδισμα Ονομασία Τονική Δρόμοι
1 ρε-ρε-ρε ανοιχτό ρε ραστ, ουσάκ
2 ρε-σολ-ρε ίσιο σολ  
3 ρε-σολ-ντο ραστ ντο (ραστ), ρε/σολ (ουσάκ) σεγκιάχ, χουζάμ
4 ρε-σολ-σι αραμπιέν σι χιτζαζκιάρ, πειραιώτικος
5 ρε-σολ-σιb συριανό σιb ουσάκ, χιτζάζ, σαμπάχ, καρτσιγάρ
6 ρε-σολ-λα καραντουζένι λα ραστ, ουσάκ
7 ρε-σολ-σολ ανοιχτό σολ ραστ, χιτζάζ, νικρίζ
8 ρε-σιb-σιb πειραιώτικο; σιb σεγκιάχ, χουζάμ
9 ρε-σιb-ρε   σιb ραστ, χιτζαζκιάρ
10 ρε-σι-σολ   σολ μινόρε, ματζόρε
11 ρε-σι-ρε   μι (μινόρε), σολ (ματζόρε)  
12 ρε-λα-ρε Ευρωπαϊκό ή Ιταλικό    
13 ρε-λα-λα   λα  
14 ρε-λα-μι   λα  
15 ρε-λα-φα   φα  
16 ρε-λα-σολ   σολ  
17 ντο-λα-μι   λα  
18 ντο-ρε-ντο   ρε  
19 ντο#-λα-φα   λα  
20 ντο#-σολ-λα   λα  
21 ντο#-λα-μι   λα  
22 λα#-ρε#-σολ
(λα-ρε-φα#;)
  σολ (φα#;)  
23 σι-ρε-;   ρε  
24 λα-(ρε/λα)- λα   ρε ουσάκ
25 ρε-λα-ρε-λα (παραλλαγή του ρε-λα-ρε σε 4χορδο) ρε  
26 ρε-λα-(λα-ρε) (παραλλαγή του ρε-λα-ρε) ρε  

Παραπομπές

  1. Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.
  2. Κοινωνική ομάδα του περιθωρίου και του υπόκοσμου που δραστηριοποιήθηκε στην Αθήνα μεταξύ 1850 και έως τα τέλη του 19ου αιώνα.
  3. Σε κατάλογο του 1913 του οργανοποιού Αναστάσιου Σταθόπουλου, έχουμε αναφορά σε χορδή μπουζουκιού με πολύ μικρό πάχος χορδής, που φέρει την ονομασία ζίλη. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως για τη χρήση των επιπλέον χορδών έβαζαν τέλια λεπτότερα σε σχέση με την πρώτη χορδή. Περισσότερες πληροφορίες στο άρθρο: Στα ίχνη του Μανώλη Καραπιπέρη.
  4. Σύμφωνα με το Μάρκο Βαμβακάρη, είναι αυτός από τον οποίο έμαθε το ευρωπαϊκό κούρδισμα ρε-λα-ρε.
  5. Βλ. ηχογραφήσεις Μανώλη Καραπιπέρη και Κωνσταντίνου Κοκοτή.
  6. Είχαν προηγηθεί δισκογραφικά μεταξύ 1926-1929 οι Κοκοτής, Καραπιπέρης, το συγκρότημα του Γ. Δελληγιώργη, οι ηχογραφήσεις του Βασίλη Ντηνιακού, το συγκρότημα του Γ. Κασσιάρα, όλες πραγματοποιημένες στην Αμερική.
  7. Αφού ή θητεία του λόγω του απείθαρχου χαρακτήρα του διήρκεσε 12 χρόνια!
  8. Σε αυτό συμφωνεί και η μαρτυρία του Στέλιου Κερομύτη, στο συλλέκτη δίσκων γραμμοφώνου Κώστα Κοπιτόπουλο.

Βιβλιογραφία

1.Μάνος Ελευθερίου, «Μαύρα Μάτια, Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920», εκδ. Μεταίχμιο 2013

2. Παναγιώτης Κουνάδης, «Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, Κείμενα γύρω από το ρεμπέτικο», εκδ. Κατάρτι 2003

3. Σταύρος Κουρούσης, «Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι, Η ιστορία και η εξέλιξη του μπουζουκιού και οι πρώτες του ηχογραφήσεις (1926-1932)», εκδ. Orpheum phonograph 2013

4. Μάρκος Βαμβακάρης «Αυτοβιογραφία», επιμέλεια Αγγέλας Βέλλου - Κάιλ, εκδ. Παπαζήση 1978

5. AΛευτέρης Παπαδόπουλος, «Να συλληφθεί το ντουμάνι» εκδ. Καστανιώτη 2004

6. Κώστας Χατζηδουλής, «Ρεμπέτικη Ιστορία», εκδ. Νεφέλη 1990

7. Κώστας Χατζηδουλής, «Μπαγιαντέρας, η ζωή με το φως»,Λαϊκό τραγούδι τεύχος 15, Μάιος 2006.

8. Πέτρος Μουστάκας, «Τo αρμάτωμα του μπουζουκιού στις αρχές του 20ου αιώνα», πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό TAR

9. Πέτρος Μουστάκας, «Η επαγγελματική κατασκευή μουσικών οργάνων στην Αθήνα από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την εποχή του Μεσοπολέμου», διδακτορική διατριβή

10. Τάσος Σχορέλης, «Ρεμπέτικη ανθολογία», τόμος Α' και Δ', εκδόσεις Πλέθρον 1996

11. Ηλίας Πετρόπουλος, «Ρεμπέτικα τραγούδια», εκδ. Κέδρος 1991

12. Ρεμπέτικο Φόρουμ (www.rembetiko.gr) και περιοδικό "η κλίκα" (www.klika.gr)

13. Μιχάλης Γενίτσαρης, «Μάγκας από Μικράκι –Αυτοβιογραφία», επιμέλεια Στάθη Gauntlett, εκδ. Δωδώνη 1992

14. Συνέντευξη Στέλιου Βαμβακάρη στους Γιώργο Αθητάκη-Νίκο Μητρογιαννόπουλο, περιοδικό Λαϊκό τραγούδι, τεύχος 11 Απρίλιος 2005

15. Συνέντευξη Στέλιου Κερομύτη στην ΕΡΑ, στη δημοσιογράφο Σοφία Μιχαλίτση

16. Θανάσης Αθανασίου - ανέκδοτη συνομιλία με το Σταύρο Κουρούση, Αίγινα 2000

17. Τάκης Τζιρίτας, συνομιλία με τους Σταύρο Κουρούση και Βασίλη Νούσια, Τολό Αργολίδας, 2007

18. Κωστής Βασιλάκης - Θοδωρής Ρηγινιώτης, «Το Στελάκι από την Κρήτη», Εκδόσεις Αεράκης, (βιογραφικό σημείωμα)

19. Ιωάννα Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας: Βίος και πολιτεία, εκδ.Ντέφι 1997

20. Παναγιώτης Κουνάδης, βιογραφικό σημείωμα στo cd "Συνθέτες του Ρεμπέτικου νο 9, Γιώργος Μπάτης", εκδ. Minos-Emi, 1995

21. Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία,επιμέλεια:Κώστας Χατζηδουλής, εκδ.Kάκτος, 1996

22.Ηλίας Δ. Μπαρούνης, Ο Μήτσος Ευσταθιάδης και οι Ανατολίτικες ορχήστρες, περιοδικό συλλογές 2003.

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ τους: Charles Howard, Πέτρο Μουστάκα, Στέλλα Μιχαλαρέα, Στάθη Gauntlett, Χάρη Γιακουμή, Ηugo Strotbaum, Kώστα Παπαηλίου, Γιώργο Βαβουλέ, Δημήτρη Ζουριδάκη και τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Επιμέλεια κειμένου: Νίκος Σαρηγιάννης, Ελένη Σπυροπούλου.