Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Τίποτ' άλλο πια.

Σημείωσα στο ιστολόγιο / μπλογκ μου εδώ τον περασμένο Μάρτιο, κι όσο το σκέφτομαι νομίζω δεν πιστεύω πια σε τίποτ' άλλο:

...Έχω πολλή δουλειά, όχι γιατί με σκάζει μην ελεγχθώ για κάποια κακοτεχνία μου -σε χέρσες και στέρφες επικράτειες μοιραία δεν αξιολογείται τίποτε-, αλλά γιατί αν υπάρχει μία αξία να μεταρσιώσει είτε τον λογοτέχνη είτε τον αναγνώστη αυτή βρίσκεται εκεί όπου το καθετί τοποθετήθηκε με ακρίβεια στη θέση του, όπου και ο τελευταίος φθόγγος σημειώθηκε με άκρα οικονομία.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Θεοί, τι μεγάλο, τι ωραίο ταξίδι.


Διήνυα τις τελευταίες σελίδες / μέρες του μυθιστορήματός μου. Ο καλός συνοδοιπόρος μού σύστησε τότε τον Μπέντζαμεν Κλέμενταϊν (Benjamin Clementine). Τόσο ξένος τύποις στην ατμόσφαιρα του κειμένου μου, κι όμως θα γινόταν ο μαγικός συντονιστής -αυθεντικό εἴδωλον του ασυνειδήτου γαρ-,  μαζί μουσικός κωδικός και καταλύτης στο πιο συναρπαστικό μέρος της δουλειάς που είναι πάντοτε το φινάλε της.

Θεοί, τι μεγάλο, τι ωραίο ταξίδι.

Χρειάζομαι μερικούς μήνες να φέρω σε νηφαλιότητα τη μνήμη, να οικονομήσω προσεκτικά λέξη λέξη την εργασία μου. Ύστερα, καταπώς συνηθίζεται, όλο αυτό θα τυπωθεί, θα γίνει βιβλίο.  

 

  



Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Αἱ καλλίροοι πνοαί / η όμορφη ροή της έμνευσης.


δόξαν ἔχω τιν᾽ ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας,
ἅ μ᾽ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς. 

Μου φαίνεται πως τη γλώσσα μου τροχίζει γλυκύφωνο ακόνι,
αυτό που θέλω και με σπρώχνει στην όμορφη ροή της έμπνευσής μου.

(Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 6.82-6.83) 

(*καλλίροος, ποιητικός τύπος του καλλίρροος)

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Ολυμπία: η δεύτερη αυτοψία.


Δεν επισκέφτηκα άλλον τόπο να εικονογραφεί περιεκτικότερα τον χαρακτήρα του αρχαιοελληνικού κόσμου όσο το στάδιο στην αρχαία Ολυμπία. Δεύτερη αυτοψία, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη, αναγκαία για το ιστορικό μυθιστόρημα που γράφω, ιδίως στα τελευταία τρία κεφάλαια -είχα σημειώσει κατά την πρώτη, τον Μάρτιο του 2017: "και τι φοβερό στάδιο, η ιδεώδης εξέδρα για το γυμνό σώμα. Εδώ που για αιώνες ίδρωνε και πύρωνε στιλπνός από το λάδι ο ανθός των Ελλήνων". (Ολυμπία: η πρώτη αυτοψία, Ένας γελαστός Δίας, Η δύναμη της αφήγησης και η Ιστορία)

 


Στα βήματα του ήρωά μου περπάτησα ξανά την Αγορά και την Ακρόπολη της Αθήνας. (Παρεμπιπτόντως δεν με ενόχλησε τίποτε στις διαμορφώσεις γύρω απ' τα μνημεία του βράχου το αντίθετο, μου φάνηκαν συμβατές στις σύγχρονες ανάγκες και διόλου ενοχλητικές αισθητικά, αν επιτρέπεται να εκφέρω γνώμη, μολονότι όχι αρχιτέκτονας ή αρχαιολόγος, μόνο ένας συγγραφέας και με κλασικές σπουδές...)

 


Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Δεύτερη δόση Άστρα -και παρατρίχα να πνιγώ!


Έκανα τη δεύτερη δόση μου και μερικές ώρες αργότερα κολυμπούσα κιόλας -μην χάσω το (τέταρτο για φέτος) μπάνιο. Εκεί, λοιπόν, που μέτραγα τις απλωτές και παράλληλα στο πίσω μέρος του μυαλού υπερασπιζόμουν το εμβολιάκι μου, έμπηξα τα γέλια, κατάπια θάλασσα, που λέει ο λόγος παρατρίχα να πνιγώ. 

Ο πονηρός είναι δύσκολο να μην είναι κουτοπόνηρος, αναλόγως και ο συνωμοσιολόγος δηλαδή τι πείραζε να... συνωμοσιολογήσει (για τη δυσφήμηση του Άστρα και... ποιοι ωφελούνται απ' αυτήν), να πονηρευτεί κάπως πιο επωφελώς, αξιοποιώντας, ας πούμε, την πληροφορία: 

Τιμές εμβολίων κορωνοϊού ανά δόση:1,78 της AstraZeneca έναντι 19,50 ευρώ της Pfizer (στην αρχή πωλούνταν προς 12). 

Βεβαίως και πάλι θα συνωμοσιολούσε, πλην με λίγη περισσότερη ευφυΐα. Φαίνεται το πράγμα -και συνωμοσιολόγος και ευφυής- είναι φύσει οξύμωρο: εκεί με πιάσανε τα γέλια.

Και τι πειράζει που ο εμβολιασμός κατ' άτομο θα κοστίσει 39 αντί για τα 3,56 ευρώ; Καρμιριές με την υγεία του λαού; Τι θα πει το Άστρα το κάνανε η Άγγελα Μέρκελ και ο Μπόρις Τζόνσον; Ήσουνα μπροστά τους που το κάνανε; Έλεγξες το μπουκαλάκι απ' το οποίο πήρανε το ενέσιμο οι νοσηλεύτριες/τές; Για μια διαφορά της τάξης των τριάντα πέντε κάτι ψωροευρώ δηλαδή; 

Σωστά. Άλλωστε, για να ρθω στα ίσα μου, ακούω και τη φωνή της λογικής: Τι τα θες, καημένε, τα μαθήματα; Σε ποιους και γιατί; Μόνο αντιπαθής γίνεσαι. Άιντε τράβα δεκαοκτώ αιώνες πίσω, στα δικά σου τα ωραία, στις θέρμες με τα αισθησιακά φρέσκα, στα τρικλίνια των συμποσίων, στις φαντασμαγορικές πομπές των ιερέων της Ίσιδας...  

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Ο άνθρωπος είναι το κεφάλι του.

Ένας μικρός αναστεναγμός σαν βαθιά ανάσα γλιστράει απ’ το στόμα της αφηγήτριας.

Μυρίζει άνοιξη και άπλα στην εξοχή.

«Και όπως ήτανε νωρίς το απόγευμα, όλοι αυτοί, μα κι εγώ μαζί τους, κάτι έγινε και σαν να βρεθήκαμε ξαφνικά σε μια έρημη αχανή αλάνα… Ούτε λόφος, ούτε δέντρο, ούτε τίποτε. Μόνο ξερό αργιλόχωμα, αλλού ασπρουδερό κι αλλού κοκκινωπό. Και απλωσιά, όση χωράει στο μάτι σου». Χαμογελάει, ένα γελάκι που καταλήγει σαρδόνιο. «Φύσαγε –να πω- ένα… τελετουργικό αεράκι, απ’ αυτά που σηκώνουν μικρούς στροβίλους σκόνης».

Η Ράνια κλείνει τα μάτια, «Αχ, ναι, βρέθηκα κιόλας εκεί».

«Μα δεν αποσκοπώ και σε τίποτε άλλο», δεύτερο γελάκι. «Ήτανε, που λες, όλοι τους όρθιοι: ένα ημικύκλιο, απέναντί μου. Στο κέντρο η αλλοδαπή η μάνα».

«Δεύτερη φορά που την ονομάζεις μάνα!»

«Μ’ αφού ήτανε, πώς αλλιώς να την πω;» κι άλλο γελάκι, «Το ξένη πια ή το αλλοδαπή, μόνα τους, δεν μου φτάνουν… Δίπλα της, η πενήντα κάτι, η αφηρημένη. Παραδίπλα, το αγόρι και το κορίτσι, τα δυο τους με τις στενές λεκάνες. Από την άλλη πλευρά, το παιδί με τα σπυράκια, τη σάκα και τη μεγάλη νάιλον σακούλα. Παραπέρα λίγο, ο μαύρος σπουδαστής με τα στρογγυλά γυαλάκια και οι τρεις οι δικοί μας, οι ψωμωμένοι, επιτέλους με κλειστά τα κινητά τους. Λίγο πιο πίσω, οι δύο οι θορυβώδεις, η φωνακλού και η άλλη με το κολάν, αμίλητες τώρα. Ακόμα και το πρεζάκι ο άστεγος, ο γέρος. Παραπίσω, μακρύτερα αυτός. Και όλοι τους σοβαροί, τα χέρια πιασμένα, κρεμασμένα μπροστά, χαμηλά, σεμνά, σαν σε τελετή. Και στραμμένοι προς τα μένα. Εγώ, πάλι, στεκόμουν σε ψηλό βάθρο, κι ένας ιμάντας πλατύς κατηφόριζε από τα πόδια μου μπροστά έως κάτω, στον βωμό. Ένας ιμάντας σαν τσουλήθρα».

Η Ράνια με το στόμα ανοικτό: «Βωμός!»

«Ένας πέτρινος, τίποτε φοβερό. Ένας μικρούλης. Οικογενειακός. Με ανάγλυφα κεφάλια βοδιών στεφανωμένα με γιρλάντες. Στη σχάρα του καίγονταν κούτσουρα ελιάς μαζί με χλωρά δαφνόκλαδα και μπόλικο μοσχολίβανο.» Ξανά γελάκι, «Χάσκεις, καημένη!»

«Θα με φάει η αγωνία. Μη σταματάς, λέγε!»

«Το… αεράκι, οι… στρόβιλοι, το… σιγανό τριζοβόλημα απ’ τα κούτσουρα. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Περίμενα έως ότου γίνει η ρέμβη μας βαθιά όσο χρειαζόταν, οι αισθήσεις μας να απομακρυνθούν από τα πράγματα λίγο, περίμενα πότε θα μου επιτρεπόταν ένα… άλλο πέταγμα. Ρυθμικό πέταγμα».

«Σκόπευες να πετάξεις;»

«Μη λέμε και χαζομάρες. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή, για να την αναποδογυρίσω. Την τσάντα μου. Ούτε που θα το άγγιζα. Το δέμα. Το σφάγιο».

«Το… ποιο!» μ’ έναν ανεπαίσθητο βλεφαρόσπασμο, σαν γιατί τσιμπήθηκε.

«Το σφάγιο».

«Μη! Όχι, όχι…»

«Θα το πέταγα, θα κατρακυλούσε στον ιμάντα, στην τσουλήθρα, ίσαμε κάτω, στην εστία του βωμού».  

Έτοιμη να καταρρεύσει απ’ την πολλή αγωνία: «Σταμάτα, λυπήσου με, θα βάλω τα κλάματα, αδελφούλα μου! Όχι… τώρα. Όχι ακόμα, σε παρακαλώ… Πες μου κάτι άλλο. Οτιδήποτε… Εσύ, ας πούμε, τι φόραγες εσύ;»

«Τι… φόραγα; Ένα χιτώνα, μόνο. Μονοκόμματο. Χειριδωτό και ποδήρη -που λένε και τα εγχειρίδια-, μακρυμάνικο και μάξι», κι άλλο γελάκι, «από ταφτά, νομίζω, πορφυρό. Α, και στο λαιμό, ένα φουλάρι - τύπου πετραχήλι», πάλι γελάκι, «σε χρώμα σμαραγδί».

«Μπράβο! Σμαραγδί και πορφυρό: τι έξοχα χρώματα!» Όμως, και καταρρέει, «Αδελφούλα μου…» πέφτει στο δάπεδο, αρκουδίζει ως τη θέση της Ρούλας, «αγαπημένη μου αδελφούλα, τρυφερή μου… μονάκριβή μου… παρηγοριά μου εσύ…» της αγκαλιάζει τις γάμπες, στριμώχνεται ανάμεσά τους.

«Έλα, έλα… φτάνει, καλά είναι…»

«Η καλή μου η αδελφούλα…» με ειλικρινή ευγνωμοσύνη.

«Και προς τι… όλ’ αυτά; Μήπως γιατί χρησιμοποίησα τη λέξη σφάγιο;»

«Μη! Όχι, όχι!»

«Μα τι αηδίες κάθομαι και αραδιάζω!» Πετάει το κουβάρι απ’ το χέρι. «Τίποτε απ’ όλ’ αυτά! Καμιά αλάνα, κανένας ιμάντας, κανένας βωμός… Άλλωστε, τα σχήματα του λόγου, τα περισσότερα, εγώ, τα σιχαίνομαι! Σ’ τα χάρισα –δεν σ’ τα χάρισα; Λοιπόν, τέλος οι αηδίες: εδώ το κράταγα», χτυπάει τα γόνατά της, «μέσα στην τσάντα, πάνω στα πόδια μου». Στρίβει το πρόσωπο διαγώνια προς την τραπεζαρία, σκέφτεται με ένταση. «Μα, αν έχεις το κεφάλι ενός ανθρώπου, έχεις τον άνθρωπο όλον. Στα μέρη του παππού μου, του πατέρα του πατέρα μου, όταν κάνουν την εκταφή του νεκρού, πετάνε τα υπόλοιπα κόκαλα περίπου στα σκουπίδια, κρατάνε μόνο το κρανίο. Ο άνθρωπος είναι το κεφάλι του. Κουβαλούσα το κεφάλι του, άρα τον κουβαλούσα όλον. Να γιατί χρησιμοποίησα τη λέξη σφάγιο!»

Η Ράνια παραιτημένη, ξέπνοη: «Έχεις δίκιο… Αλλά όχι τώρα. Όχι ακόμα, σε παρακαλώ…» Γέρνει το κεφάλι στο γόνατο της Ρούλας, κλείνει τα μάτια, ακούγεται η ανάσα της, σαν πονεμένης. «Σε παρακαλώ…»

[Απόσπασμα από τη νουβέλα "Το γυμναστήριο", εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2018, σελ. 76-79]

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Άνοιξη δυο φορές.


Άνοιξη δυο φορές, εἰς διπλοῦν, δις. Δεύτερη άνοιξη στην πανδημία. Σαν παρατεταμένη διάλειψη, ένα κενό του νου που όμως μεγεθύνει τα πράγματα, παράλληλα βαθαίνει την εντύπωσή τους στη συνείδηση. Όλα φωτίζονται διπλά. 

Σύντομα τελειώνω και το τέταρτο κεφάλαιο (του ιστορικού μυθιστορήματος στο οποίο εντρυφώ με μικρά διαλείμματα από το 2015, και αδιαλείπτως από το 2018). Αφήνω τη Ρώμη του 152 μ.Χ. που, όπως το εκάστοτε κέντρο του κόσμου, είναι γεμάτη θορύβους, βρόμα, ὕβριν δίχως όρια, γεμάτη ζωή δηλαδή, κι αναχωρώ για την ήσυχη, την καταλαγιασμένη, την από αιώνες ήδη τότε επαρχιώτικη Αθήνα. Τα επόμενα τρία κεφάλαια θα είναι διαισθάνομαι ευκολότερα λόγω του μικρότερου φόρτου στα πραγματολογικά στοιχεία, πιστεύω μέχρι το τέλος του 2021 θα τα έχω ολοκληρώσει, συνολικά το πρώτο γράψιμο, και μέχρι το φθινόπωρο του 2022, αν είμαι καλά, και με τις διορθώσεις του το όλο μυθιστόρημα.

Εφεξής, επιτρέψτε μου, θα είμαι ακόμη πιο σπάνιος, και εδώ και αλλού. Πολύ λίγα, πάρα πολύ λίγα πέρα απ' τη λογοτεχνία μου, λιγότερα κι από όσα ίσαμε τώρα. Είναι μεγάλη κουβέντα το γιατί, δεν θέλω να την κάνω, είναι και ανώφελη. Άλλωστε έχω πολλή δουλειά, όχι γιατί με σκάζει μην ελεγχθώ για κάποια κακοτεχνία μου -σε χέρσες και στέρφες επικράτειες μοιραία δεν αξιολογείται τίποτε-, αλλά γιατί αν υπάρχει μία αξία να μεταρσιώσει είτε τον λογοτέχνη είτε τον αναγνώστη αυτή βρίσκεται εκεί όπου το καθετί τοποθετήθηκε με ακρίβεια στη θέση του, όπου και ο τελευταίος φθόγγος σημειώθηκε με άκρα οικονομία. 





Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Τέλος πάντων, από κρινάκι σε κρινάκι χάθηκα.


(Σπαθάκι ή πετειναράκι, άγρια γλαδιόλα σε παρτέρι του κήπου. Το απόσπασμα από "Το γυμναστήριο".)

(...) »Εγώ περπατούσα σκυφτή, αφαιρέθηκα, σε μονοπάτια σκιασμένα από φυλλώματα που πλέκονταν ψηλά σε πυκνές αψίδες. Άφησα τους άλλους στους υπολογισμούς τους, έκοβα κυκλάμινα στις άκρες των μονοπατιών και κάτι άλλα κρινάκια κοκκινωπά που θύμιζαν γλαδιόλες σε μικρογραφία. Τα σπαθάκια, αν έχεις υπόψη σου, τα πετειναράκια –που τα κρινάκια τους βγαίνουν κατά μήκος του βλαστού; που γέρνουν προς τη μια πλευρά; Τέλος πάντων, από κρινάκι σε κρινάκι χάθηκα. Και τότε, σ’ έναν κολπίσκο με χλιαρό νερό, οι ατμοί να κυματίζουν πάνω από την πρασινωπή υγρή επιφάνεια –ξέρεις-, …να τοι, μια παρέα νεαροί αξιωματικοί, γυμνιστές. Εντελώς γυμνοί: ούτε μαγιό. Πέντε. Σίγουρα πέντε!»

Σταματάει, τον διαπερνάει όπως αν ήτανε πλάσμα της φαντασίας της μόνο, αν ήτανε διαφανής. Εκείνος μένει ασάλευτος. Ύστερα, σαν γιατί δόθηκε κάποιο σύνθημα, λύνει την πετσέτα γύρω απ’ τη λεκάνη του -φοράει σλιπ-, σκουπίζει αυχένα – πλάτη, της χαμογελάει. Η Ράνια κατεβάζει το βλέμμα αργά, τον σαρώνει ίσαμε κάτω στις φλέβες που δένουν τους αστραγάλους του, το αίμα επιστρέφει στο πρόσωπο, στα μάγουλά της.

Όπως θα το ’λεγε αν ήτανε η μάνα του: «Φοράς το σλιπ σου».

«Αν θες, το βγάζω».

«Όχι! Να χαρείς, όχι! Άλλωστε, μη νομίζεις, τόση πολλή γύμνια δεν αντέχεται…» Χαμογελάει, «Πάντως, ωραίο το σλιπάκι σου. Μόνος σου τα πλένεις τα εσώρουχά σου; Στο χέρι;»

«Η μάνα τα πλένει».

«Ναι, μωρέ, πάντα το ξεχνάω ότι μένεις με τη μαμά σου… Και πάνω που ετοιμαζόμουνα να σου πω: τίποτε πιο τρυφερό από έναν νεαρό εργένη που πλένει τα εσώρουχά του στο χέρι…» Τον χαζεύει. «Ωραίοι οι θωρακικοί, και οι δελτοειδείς, οι μύες σου… Τι ωραία που ξεδιπλώνεται το σώμα σου… εσύ ολόκληρος δηλαδή…» χαμογελάει, «και η ανάσα σου ακόμα, γερή και ανάλαφρη…».  

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Με την προσήνεια και τη γενναιοδωρία της Μυρσίνης Ζορμπά.


Έλαβα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με συγκίνησε πολύ το παρακάτω σημείωμα της Μυρσίνης Ζορμπά* για Το Σκοτεινό Νησί. Το δημοσιεύω με την άδειά της.

"Κύριε Νικολή,

Με αυξανόμενο ενδιαφέρον από σελίδα σε σελίδα διάβασα το σκοτεινό μεν και αλλόκοτο, διαυγές όμως στην παιγνιώδη υπαινικτικότητά του νησί σας.

Να ομολογήσω ότι σπανίως διαβάζω πια ελληνική λογοτεχνία, δεν με ενδιαφέρουν συνήθως οι ιστορίες που επιλέγουν να αφηγηθούν οι συγγραφείς αλλά, κυρίως, ο τρόπος και η γλώσσα.

Χάρηκα, λοιπόν, που αυτή η σχεδόν ασήμαντη ανταλλαγή λόγου ανάμεσα στα πρόσωπα του βιβλίου σας,  κατάφερνε να διατηρεί οικονομία, ακρίβεια, συνέπεια. Κι αυτό, επιτρέποντας σε μένα ως αναγνώστρια,  να σκέφτομαι ανάμεσα στα κενά της ανάγνωσης το κείμενο που διάβασα, να διατηρώ την αίσθηση της ατμόσφαιράς του.

Απόλαυση και ελευθερία. Τώρα πάω για το Γυμναστήριο.

Να είστε καλά και να γράφετε

Εγκαρδίως

Μυρσίνη Ζορμπά"

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Ο νιόγερος και το λάδι με σανταλόξυλο για τα γένια του.

Στην κατώτερη ηλικιακή ομάδα (60-69 ετών) και μάλιστα στο κατώφλι της, όμως της δεύτερης φάσης των εμβολιασμών. Όπως το λένε οι αγγλόφωνοι yold (από την portmanteau word / λέξη από σύμπτυξη δύο άλλων, yold <young+old), ας πούμε ελληνιστί νιόγερος, μολονότι υπάρχει δόκιμο στην αργκό ήδη το λήμμα πουρότεκνο (το). Στα πενήντα συνειδητοποίησα την εμμονή μου με τα πολύ μικρά βουρτσάκια για το ξύρισμα, βοηθούσαν και στο να περιποιούμαι το λεπτό γιδάτο μουσάκι που τότε εγκαινίασα -το κράτησα μια γεμάτη δεκαετία. Για εκείνο το βουρτσάκι είχα γράψει και σχετικό διήγημα. Εδώ και λίγους μήνες τρέφω ολόκληρο γενάκι, το περιεργάζομαι, το χαζεύω στον καθρέφτη, δεν το χορταίνω. Ρώτησα τον Ιάκωβο Μπούτζα, τον καλό κουρέα μου, γιατί κάτι είχα δει να διαφημίζεται, αν υπάρχει όντως λάδι για τα γένια. Πώς, μου λέει. Τρία φιαλίδια με λάδια ήξερε να μου προτείνει, ένα που πυκνώνει τα γένια, άλλο που τα ενδυναμώνει, κι ένα τρίτο, αυτό τα μαλακώνει μόνο, όλα με άρωμα σανταλόξυλο. Το τρίτο, αναφώνησα. Και μόνη η λέξη σανταλόξυλο δίνει στο λαδάκι υπόσταση μαγική. Τρεις σταγόνες στην παλάμη και με τις άκρες των δαχτύλων τρίβω και μαλάσσω τα γενάκια. Μια καινούργια ολιγόλεπτη καθημερινή τελετουργία, ας πω συμβατή με την ώριμη φιλαρέσκεια ενός... νιόγερου / yold (το τελευταίο με άπταιστη κρεολέζικη αγγλοελληνική προφορά όπως τα ονόματα Άγγλων ή Αμερικανών συγγραφέων με λατινικούς χαρακτήρες στα εξώφυλλα νεοελληνικών ποιοτικών εκδόσεων). 





Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Η Ιερουσαλήμ είναι το σπίτι μου -το τραγούδι της πανδημίας.

Από την ήπειρο την πιο μαγική, από τη Νότια Αφρική και στη γλώσσα των Ζουλού, (δημιουργία του παραγωγού Master KG, τραγουδάει η Nomcebo Zikode), τραγούδι ή τραγουδάκι δεν ξέρω να πω, έπεσα πάνω του τυχαία στο διαδίκτυο, κόλλησα βεβαίως, η ελαφράδα; ο χορός; ο ρυθμός; το χορεύουν λέει οι πάντες, μοιάζει με προσευχή, άρα ακόμα και μοναχές σε προαύλια μοναστηριών, μοναχοί σε πλατείες, πιτσιρίκια ξυπόλυτα σε αυλές με κότες, μεσήλικοι ανάμεσα σε δουλειές, ηλικιωμένοι στους δρόμους. Το τραγούδι, λέει, κυκλοφορεί εδώ κι ένα χρόνο, πια σαρώνει τον πλανήτη, έγινε το τραγούδι της πανδημίας -να την και η συγκίνηση, να την κι η ποίηση. Δεν είναι ντροπή. Δυναμώστε τον ήχο, σηκωθείτε, τα βήματα είναι απλά, μπορεί και να δακρύσετε. Σαν το νερό, το νεράκι, ο ρυθμός ρέει κάτω απ' τα πόδια, ρέει μέσα μας.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Πάει και το τρίτο...


Πάει και το τρίτο κεφάλαιο του (ιστορικού) μυθιστορήματος που γράφω από τον περσινό Νοέμβριο. Τέτοια εποχή του χρόνου, αν είμαι καλά, το πιθανότερο θα τελειώνω και το τελευταίο, το έβδομο κεφάλαιο -αναφέρομαι βέβαια στο πρώτο γράψιμο. Πλησιάζω στο μέσον του κειμένου -υποθέτω το μέσον- ήδη ξεπέρασε σε έκταση κατά πολύ τους υπολογισμούς μου, σε αριθμό λέξεων προσεγγίζει περίπου το «Ο θάνατος του μισθοφόρου»∙ συνεχίζω σε δημιουργική ευφορία, κόντρα στη δυστοπική σχεδόν συγκυρία που ασφαλώς δεν βοηθάει. 

Είναι δύσκολη μοίρα η λογοτεχνία, μα δεν έχω παράπονο. Δεν είν' εύκολη ή διαρκής η χαρά της, όμως σαν έρχεται είναι πυκνή, μοιάζει με απόσταγμα εκλεκτής ηδονής.

(Φωτογραφία: 19-9-2020, Φαιστός, στο καφενείο του αρχαιολογικού χώρου.)

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Γιώργος Στρατάκης: Κερά Ρήνη.


Γιώργος Στρατάκης: κερά Ρήνη. Σε ποίηση Σταύρου Τζανή. (Από την ενότητα των τραγουδιών του Νίκου και Γιώργου Στρατάκη με τίτλο: "Επέλαση".) Κι άλλες παλιότερες αναρτήσεις με τους αδερφούς Στρατάκη / τα Στρατάκια.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Το προνόμιο του μαρτυρίου.

«Καθώς ο ανθύπατος Άρριος Αντωνίνος πραγματοποιούσε τη συνήθη του περιοδεία στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, οι χριστιανοί της περιοχής εμφανίστηκαν σύσσωμοι μπροστά του (έτσι βεβαιώνει ο πληροφοριοδότης μας), απαιτώντας το προνόμιο του μαρτυρίου. Ο έκπληκτος διοικητής έστειλε ορισμένους για εκτέλεση, αλλά απομάκρυνε τους υπόλοιπους με περιφρόνηση. "Αν θέλετε άθλιοι να πεθάνετε", τους είπε, "χρησιμοποιήστε σχοινιά ή κανέναν γκρεμό". Βρισκόμαστε γύρω στο 185, στα χρόνια του Κόμμοδου, που οι χριστιανοί δεν διώκονταν από τις αρχές.»

[Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ι. Κυρτάτα Η ΟΔΟΣ και τα βήματα των πρώτων χριστιανών, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2020, σελ. 145. Δεν θα μπορούσαν να λείψουν ως "βιβλιογραφία" για το ιστορικό μυθιστόρημα που γράφω σελίδες του εμβριθούς ιστορικού και πανεπιστημιακού δασκάλου αλλά και γλαφυρότατου αφηγητή Δημήτρη Κυρτάτα -εκτός από την Οδό και τα βιβλία: Ιερείς και προφήτες (εκδ. Καρδαμίτσα), Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι επτά εκκλησίες της Ασίας (εκδ. Αλεξάνδρεια) και άλλα.]