(πρέπει να έρθεις.)

Ανάμεσα σε εκατοντάδες πρόσωπα που συναντά κανείς, είναι με τα μάτια που αναγνωρίζεις αυτούς που έχουν κάτι δικό σου. Είναι τα μάτια και από τα μάτια που φωνάζουν σε μια απειροελάχιστη στιγμή πως σε αφορούν, και στο καθρέφτισμα είναι που πλάθετε ιστορίες ο ένας για τον άλλον.

Έτσι έγινε το πρόσωπό σου ξεχωριστό, μαντεύω από μακριά τις λεπτομέρειες, τα φρύδια, τις γωνίες των χειλιών, τους κύκλους κάτω απ'τα μάτια και τα μαλλιά που ξεκινούν εδώ ή εκεί. Σιγά σιγά μαθαίνω τις κινήσεις σου. Το χαμόγελο, τη φωνή, την άρθρωση- δεν είσαι μονάχα μορφή, μα νόημα και έκφραση πια.
Έπειτα σε βλέπω στο χώρο, είσαι ολότητα, κινείσαι, ανοίγεις τα χέρια και αγκαλιάζεις, ο τρόπος που διαβάζεις, η θέση που παίρνεις για να έρθεις στην ηρεμία που χρειάζεται, να συγκεντρωθείς σε εσένα. Πάντα μου άρεσε να βλέπω πως διαβάζουν οι άλλοι, μα εσύ, εσύ είσαι κάτι ξεχωριστό. Το μέτωπό σου είναι ήρεμο και καθαρό, τόσο ήρεμο σα να περιμένει απλά ένα φιλί να το ταράξει ξανά.

Τώρα το μόνο που μένει είναι να μάθω τα βήματά σου. Πως ακούγεται όταν έρχεσαι.

(πρέπει να έρθεις.)





Hello Winter.



[ˈvɛltʃmɛɐ̯ts]

Weltschmerz - ή αλλιώς ο πόνος του κόσμου.

Θα πάρω τη λέξη και θα την αλλάξω. Θα την κάνω δική μου, μιας και μαθαίνω πως πέρα από τα λεξικά και το αλφάβητο, ο καθένας μας κρύβει μέσα του τις δικές του σημασίες.

Είναι ο πόνος του κόσμου και το βάρος της συνείδησής του.
Είναι το βάρος όλων των τόπων που κουβαλάμε μέσα μας, της πατρίδας, των δρόμων και εκείνου του τόπου χωρίς εκατοστά και διαστάσεις.
Ο πόνος του κόσμου είναι ολόκληρη η απόσταση που μετράμε, όταν το πρώτο σημείο είμαστε εμείς και όλα τα υπόλοιπα οι Άλλοι. Κάθε λέξη που αντιληφθήκαμε διαφορετικά·είναι σχέσεις μικρές και περιορισμένες, είναι ο τρόμος που νιώθουμε, καταλαβαίνοντας τους λόγους που κινούν τους ανθρώπους, τους λόγους του καθενός.

Ο πόνος του κόσμου είναι η ξεχασμένη ελευθερία, τα ξεχασμένα παιδιά, η ξεχασμένη καθαρότητα, η ξεχασμένη στοργή, η ομορφιά. Και μόνο εμείς που θυμόμαστε μπορούμε να πονέσουμε έτσι,
και τόσο,
ώστε να θέλουμε να κλειστούμε μέσα σ'ένα κύκλο, σε κάτι μητρικό, ν'αποζητάμε μια ασφάλεια περασμένη και κάτι που προσωρινά θα μας παρηγορήσει.
DSC_1646

Η Απλότητα και ένας πονοκέφαλος.

Κάποιες φορές οι άλλοι μας αποσυντονίζουν. Μας απομακρύνουν από αυτά που στο βάθος μας είμαστε, μας κάνουν να ψάχνουμε για κοστούμια σε συρτάρια που επιλέξαμε από καιρό να κλείσουμε και να θυμόμαστε λέξεις που δεν ταιριάζουν στα δικά μας χείλη. Ποιός μας είπε όμως, πως πάντα θα είμαστε ένα, πάντα το ίδιο και πάντα σταθερό;

Υποθέτω είναι οι δομές που μας καθορίζουν, όχι οι μονάδες. Οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις και εκεί αιώνες βασιλεύει η δράση και η αντίδραση, τα αντίθετα και όλα αυτά τα "ανάμεσα στις γραμμές". Εκεί βρίσκεται όλο το ζουμί σου λέει, μα ευτυχώς εγώ έμαθα που να βρίσκω την απλότητα όταν την αναζητώ.Εσύ;



Παλιές φωτογραφίες.

Γιατί πάντα μας συγκινούσαν τόσο;

Είναι άραγε τα πρόσωπα που δεν θα δούμε ξανά ή οι άνθρωποι που δεν θα υπάρξουν ξανά, οι μυρωδιές τους που δεν θα μυρίσουμε, τα μάγουλα και χέρια που ξανά δε θα φιληθούν; 

Μήπως είναι η οικειότητα που νιώθουμε για όλα αυτά που κάποτε έφτιαξαν όλα αυτά που σήμερα είμαστε, τα ανθρώπινα πρόσωπα που αλλάζουν με τους καιρούς χαρακτηριστικά ή εκείνη η αθωωότητα με την οποία αντίκρυζαν τον φακό; Ή μήπως τελικά είναι η συνείδηση πως χάσαμε εκατοντάδες ευκαιρίες να γνωρίσουμε κάποιον, που γνώριζε το παρελθόν, όχι σαν αυτό που είναι, μα σαν παρόν;



(εικόνες από την Μικρασιατική καταστροφή, δυστυχώς οι φωτογράφοι άγνωστοι σε μένα)



Something to listen to,while unpacking winter clothes and dreaming of warm nights in bed or new friends with wet hair and raindrops on their lashes or rusted bicycles or writing letters or breathing again after a cold.

.

Η Πόλις.

Αν αγαπάς μια πόλη, σ'αγαπά και κείνη, 

προσφέροντάς σου αμέτρητα τοπία ν'αναπνεύσεις μέσα τους.


Η Αφή.


Τείνουμε να ξεχάσουμε την αφή ως μορφή γνώσης.
Κάποτε ήταν ο τρόπος μας να μαθαίνουμε τον κόσμο εγγύτερα,έπειτα έγινε κοινωνός συναισθημάτων.Πόσες ιστορίες κρύβουν τα ακροδάχτυλα,πόσες ιστορίες έχει το δέρμα να διηγηθεί,ο πομπός και ο αποδέκτης.

Πόσοι από μας ξέρουν ή μάλλον αφήνονται να τις διηγούνται και πόσοι να τις διαβάζουν.Λυπάμαι μονάχα αυτούς που φοβούνται τα χέρια,τα αγγίγματα,τις κινήσεις και κάθε στοργή και ένταση που φέρουν μαζί τους.



Η Μετακόμιση

και η προετοιμασία της κινούν σκέψεις και καταστάσεις που για καιρό έμοιαζαν καλά θεμελιωμένα και φάνταζαν να μένουν ακίνητα, ανεπηρρέαστα από οποιαδήποτε αλλαγή.

Εν όψει λοιπόν της μεγαλύτερης αλλαγής, παρατηρώ εμένα ανάμεσα στα πράγματά μου, τα ταιριάζω ένα προς ένα γεωμετρικά στις ανάλογες κούτες, ένα είδος τέτρις με όλα αυτά που τόσο καιρό σαν αυτονόητα με περιτριγυρίζουν και γράφω στις πλευρές των χάρτινων κουτιών με περιποιημένα γράμματα το περιεχόμενο χάριν μιας πολυπόθητης οργάνωσης που ποτέ δεν κατάφερα, βγαλμένης από καταλόγους του Ικέα.
Παρατηρώ επίσης πως όσο κουρασμένη και να είμαι από τις τόσες προηγούμενες μετακομίσεις σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, νιώθω αυτή τη φορά κάτι διαφορετικό να με κινεί παρά το πολύπλοκο της οργάνωσης: είναι η χαρά ή μάλλον, είναι η υπόσχεση μιας σταθερότητας που τόσο μου έλειψε, καθώς και μια κρυφή παιδική αίσθηση πως αυτή τη φορά θα την καταφέρω αυτή την ολόδική μου ρουτίνα και θα την κρατήσω μέχρι να με πνίξει.
Ήμουν πάντα άνθρωπος που λάτρευε το καινούριο που ερχόταν, το επεδίωκε συστηματικά, σχεδόν επίτηδες και ποτέ δεν έβρισκα δυσκολία στο να φεύγω, μα τώρα το βιώνω διαφορετικά. Λέω στον εαυτό μου, πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά για πολύ καιρό, γιατί ακριβώς θα φροντίσω εγώ η ίδια να είναι. Και να που ξαφνικά, όλα αυτά που μέχρι τώρα μοιάζαν με λάθη που έκανα, μου δείχνουν τι μου έμαθαν, ήρεμα και με μετριοφροσύνη, σαν παλίρροιες που φεύγουν ήρεμα, όχι σαν τυφώνες που βίαια τα αλλάζουν όλα.

Έτσι τις επόμενες εβδομάδες σχεδιάζω να αντέξω στωικά κάθε συνέπεια που φέρνει η διαδικασία αυτή: το άνοιγμα ξεχασμένων κουτιών στο πατάρι, τη μυρωδιά των αντικειμένων που δεν άγγιξες για καιρό, τα σκονισμένα βιβλία και κάτι που απαιτεί τόση συγκέντρωση - την απόδοση σημασίας σε κάθε τι χάριν του ξεδιαλέγματος. Μερικοί άνθρωποι έχουν μια πολύ χρήσιμη ιδιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις. Μπορούν και διαβλέπουν τις μελλοντικές τους ανάγκες κάνοντας έτσι πιο εύκολο το να ξεχωρίσουν αυτά που θα πάρουν μαζί και αυτά που θ'αφήσουν πίσω τους.
Και λέω πως μεγάλη συγκέντρωση απαιτεί, αφού έρχεται να ταράξει έναν υλισμό βαθιά ριζωμένο που μας κάνει να συλλέγουμε όλο και περισσότερα γύρω μας, σα να προσπαθούμε τόσο καιρό να δέσουμε τους εαυτούς μας κάπου-όχι πλέον μόνο συναισθηματικά μα καθαρά πρακτικά με αντικείμενα,δουλειές και καταστάσεις, έχοντας πάντα να παλεύουν μέσα μας η διαίσθηση (και ο φόβος) της αλλαγής με την ανάγκη για το λεγόμενο settle down και την προσαρμογή σε μια πόλη, που όλως παραδόξως πάντα έρχεται λίγο πριν την αφήσεις, σαν για να κάνει επίτηδες κάθε αποχαιρετισμό να επιβεβαιώσει για ακόμη μια φορά την δύσκολη φύση του.

Επιτραπέζιο.

Κάπου εκεί που είχα νεύρα,πολλά νεύρα,πήρα ένα πινέλο και το φτηνό μου μελάνι και άρχισα να κάνω γραμμές,ξέροντας πως με ηρεμεί.Έπειτα ξεκίνησα να κάνω γραμμές ακαθόριστες και άσχημες,πάνω στο τραπέζι μου,απολαμβάνοντας μονάχα τη στιγμή που το χωρίς βερνίκι ξύλο απορροφούσε τη μελάνη και μύριζε τόσο χαρακτηριστικά,είχε κάτι από δάσος μετά τη βροχή.
Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα με τις μέρες με βάραινε,μου θύμιζε εκείνη την ημέρα που για τις μικρότητες των άλλων (ακόμη μια φορά) κατέστρεψα κάτι αισθητικά απλό και φυσικά όμορφο.
Έτσι είπα να το κάνω να μου θυμίζει ένα μικρό σχεδιάκι που έκανα παλιά,θα το ονομάσω το Επιτραπέζιο Τερατάκι μου και θα το βάλω να μου κλείνει το μάτι από την πάνω μεριά του γραφείου.
Αυτό λοιπόν έκανα σήμερα.


























*σημειώνω οτι λατρεύω το γέγονος πως σε κάθε σπίτι που μένω,υπάρχουν πάντα απρογραμμάτιστα τα υλικά που χρειάζεται κανείς για να υλοποιήσει αυθόρμητες ιδέες ένα μεσημέρι Κυριακής.

Τα λάθη μου έγιναν για σένα.



Ερωτεύτηκα,
τη στιγμή που τον θαύμαζα να βάζει γκολ στον αγώνα με το διπλανό χωριό και κείνο το δευτερόλεπτο που οι ματιές μας συναντήθηκαν,
εκείνη τη φορά που φώναξε το όνομά μου στην είσοδο του κολυμβητηρίου και έπειτα έτρεξε να κρυφτεί για να μην τον δω,
ένα πρώτο φιλί (πόσο περίεργα ετεροχρονισμένα όλα λειτουργούσαν),κάθε πρώτο φιλί,
τα πόσα τραγούδια μου έγραφε σε σιντί και μοιάζαν όλα να είναι φτιαγμένα για μένα και κείνος σημείωνε σε χαρτάκια με μικρά γράμματα πως ξέχασε το 18 στη λίστα αφού ποτέ δεν κάνει τίποτε σωστά,
το πως θα βλέπαμε μαζί τον ουρανό της Ισλανδίας ξαπλωμένοι στο γρασίδι,
την υπεροχή του ανάμεσα σε όλους τους άλλους και το πως έβρισκε τις σωστές λέξεις για τα πάντα,
την απλότητα ανάμεσα σε τόσα ηλίθια παιχνίδια εξουσίας,
τις δυσλειτουργίες του και την μεγαλοφυΐα που κρύβει κάθε σχιζοφρένεια ανάμεσα σε τόσες "κανονικότητες",
το σώμα του που μου φαινόταν να κλείνει με το δικό μου σαν να υπήρξαμε σε ένα πρωτόγονο αρχικό στάδιο ενωμένοι,
τα δάχτυλά του που μύριζαν καπνό και τη ζέστη που έβγαζε όταν κοιμόταν,
πολλές τυχαιότητες που ως αναγκαιότητες ερμήνευα,φευγαλέες στιγμές στο λεωφορείο,στο πλοίο για την Κρήτη,στο ράφι με τα σιντί,στο διαδίκτυο.
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που καθόταν πίσω από το γραφείο της υποδοχής,το βάρος που (κυριολεκτικά) σήκωνε,τον τρόπο που ταίριαζε φωτογραφίες με στίχους και το πόσο σταδιακά με καθόριζε χωρίς να το πάρω είδηση.

Όλα μικρά σημεία στο χρόνο τα οποία το φαντασιακό αρέσκεται να μεταφράζει σε κάτι που οπωσδήποτε ενέχει νόημα.Για κάθε άνθρωπο που ερωτεύτηκα μάζευα ένα καλάθι γεμάτο με τέτοια,σαν συλλέκτης που σιγά σιγά εθίζεται σ'αυτή του την ιδιότητα και αρνείται να δει μια πραγματικότητα που -αλήθεια- υπάρχει μα εκείνος συνειδητά επιλέγει να αγκαλιάζει κάθε φορά την ίδια την εικόνα μέσα του. Αυτό ακριβώς το εν δυνάμει καλύτερο του Άλλου μέσα από εμένα.

Και θα σας πω περασμένοι μου Εραστές,ακριβώς αυτή την εικόνα σας μέσα στα μάτια μου ερωτευτήκατε και σεις.Την ίδια σας την εντελέχεια, που σας έκανε να αισθάνεστε κοινωνοί ενός τέλειου εαυτού σας για πρώτη φορά.

Η εικόνα που έχουμε για τον έρωτα διαμορφώνεται με το πέρασμα του χρόνου από άπειρα ερεθίσματα,τα ιδανικά,τον ηρωισμό,το δράμα,το ρομαντισμό,στη λογοτεχνία,στα τόσα τραγούδια,στον κινηματογράφο,στην πορνογραφία.Μας κάνει να ονειρευόμαστε ανεξέλεγκτα κάποιον να κυνηγά το τρένο που είσαι μέσα, να σου μιλά όταν περπατάς στη θάλασσα και να σου λέει πόσο από πάντα γνωρίζεστε,να αναγνωρίζει τα βήματά σου από μέσα καθώς μπαίνεις στο χώρο,να θυμάται τη φωνή σου,να σε σπρώχνει βίαια στο κρεβάτι και να σε φιλά τρυφερά,να γράφει πόσο τα μαλλιά σου μοιάζουν με χρυσή καταιγίδα πάνω στο μαξιλάρι και σε πόσες άλλες εικόνες που μονάχα σε τέτοια μικρά σημεία βασίζονται και το υπόλοιπο είναι η μετάφραση.Και αναμφισβήτητα,είναι πανέμορφος αυτός ο τρόπος να ερωτεύεται κανείς.Μα δυστυχώς αφού άθελά μου προίκισα τον εαυτό μου με αυτό,δεν έχω συναντήσει κανέναν άλλο να το κάνει με τον ίδιο τρόπο.Γιατί στ'αλήθεια,όταν για μένα ένα βλέμμα ήταν ένα ολόκληρο βασίλειο,για όλους τους άλλους ήταν απλά ένα κάτι ισάξιο του τίποτα.Τόσο απερίσκεπτα δίνονται πλέον όλα όσα κάποτε συμβόλιζαν ένα βάθος-τι σπατάλη.
Όλα αυτά τα σημεία λοιπόν, είναι μικρά καρφάκια στο έδαφος και γω πατώντας πάνω τους έμενα εκεί να περιμένω τον ερχομό,κάθε ερχομό και κάθε υπόσχεση αβίαστα ειπωμένη-αφού κάθε φορά ήταν,σκεφτόμουν,η ειλικρίνεια των προθέσεων αυτονόητη.Αυτό το εξ ιδίων τα αλλότρια είναι η επόμενη μεγάλη δυσλειτουργία.Δεν ξέρω από ποιά νεύρωση ξεκινάει,από ποιά βιώματα και ποιά ακριβώς αρρωστημένη παιδική αντίληψη του εαυτού και των άλλων, μα άπαξ και περιέχει τόσο "εγώ" μέσα της, να περιμένεις να είσαι "αυτός που περιμένει" όπως γράφει ο Μπαρτ.
Αυτή τη φορά το γράψιμο είναι η ανασκόπηση,την οποία χρειάζομαι τώρα περισσότερο από ποτέ.Θεωρητικά μαθαίνω ακόμα πως μοιάζει ο ενήλικος έρωτας.Είναι αυτός που έρχεται με την τριβή και τον χρόνο,είναι αυτός που δεν αγγίζει το σώμα σου χωρίς να έχει βρει κάτι πιο βαθύ πρώτα, είναι αυτός που προσπαθεί και σε κάνει να προσπαθείς και συ, αυτός που χωρίς αμφιβολίες δεν φαντάζει σαν μια ίσια επιφάνεια όταν τον σκέφτεσαι.
Ερωτεύτηκα κάθε σώμα το οποίο άγγιξα,σα να 'ταν το καθένα και ένα αριστούργημα,ερωτεύτηκα όλα τα σημεία που χωρίς κόπο μου έδινε επειδή απλά και μόνο βρισκόταν εκεί,ερωτεύτηκα και την μετάφρασή του σε οτιδήποτε δικό μου,τον πλαστό συντονισμό που ο καθένας αναζητά για να ικανοποιήσει αυτή την αρχέγονη ανάγκη της "ενότητας".

Δεν ξέρω τίποτε άλλο για όλα αυτά.
Δεν ξέρω αν αυτό ανήκει στη γυναικεία φύση ή αν είναι μέσα σε ανθρώπους που ευχάριστα και σε κάθε πτυχή ονειρεύονται "αυτά που θα μπορούσαν να είναι",όλες δηλαδή τις εναλλακτικές πραγματικότητες αντί να αντιληφθούν πρώτα την υπάρχουσα και χωρίς κόπο να ζήσουν μέσα σ'αυτήν.Μα παραδέχομαι και αναγνωρίζω πως είμαι και γω ένας απ'αυτούς και πως πολύ αργά και με μεγάλη δυσκολία μαθαίνω πως πολλές φορές πρέπει να σταματώ και να περιμένω,μέχρι αυτή η ανάγκη της ερμηνείας να καταλαγιάσει και να ξεκινώ ξανά αφού ο Άλλος χωρίς αμφιβολία -ξανά- έχει κάτι που με αφορά.Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει χρόνο και τριβή και αλληλεπίδραση και βόλτες και έκθεση,όχι μονάχα λέξεις και αρώματα και ματιές.Έτσι ερωτεύεται κανείς τον Άλλον γι'αυτό που εν ενεργεία είναι,όχι για αυτά που θα μπορούσε.
Αντίο λοιπόν παλιές μου αγάπες,
ίσως κάποτε μάθω να σας διηγούμαι,ίσως και να σας ζωγραφίζω.



προτεινόμενη μουσική υπόκρουση:
The Last Shadow Puppets-My Mistakes Were Made for You


*έχουν άραγε τα λάθη αποδέκτες;

Ένα σπίτι που καίγεται.



Πρώτα έρχεται η απόγνωση που σε χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι, γίνεσαι το παιδί που έβρισκε ασφάλεια στους τοίχους όταν το έξω γινόταν απειλητικό και ξαφνικά χάνεται ένα καταφύγιο. Γίνεσαι ο άνθρωπος της εποχής σου, σκέφτεσαι πόσα πολύτιμα υπάρχοντα χάνεις και που θα περάσεις τη νύχτα, πόση αξιοπρέπεια σου απομένει. Και ύστερα νιώθεις την ανημπορία σου, η φωτιά προσωποποιείται και συ την απεχθάνεσαι ακριβώς γιατί είναι πιο δυνατή από σένα.

Ίσως όμως αυτά να μην είναι τα χειρότερα.

Οι άνθρωποι καθορίζονται από τη μνήμη και κείνη χρειάζεται συνεχώς αντικείμενα στο χώρο, πραγματικά, ν'αντέχουν στο χρόνο, ν'αντέχουν στο βάρος που θα τους δώσει, τα κάνει δικά της και τους εναποθέτει νόημα-η μνήμη δεν αποδέχεται την ουδετερότητα ούτε και την έλλειψη αναγωγής.
Ένα σπίτι στοιβάζει έτσι ανεκτικά τόσες ιστορίες μέσα του και ίσως κάπου εκεί που κανείς αισθάνεται να γίνονται στάχτη όλα αυτά που τον έπλασαν, τον προστατευαν ή τον έπνιγαν τόσα χρόνια, ίσως κρυφά να νιώθει μια χαρά σ'αυτή την εικόνα. Τη χαρά να χάνεται κάθε σημείο αναφορικό όλων αυτών που κάποτε ήταν.


Topology.

We never met, you and I. We were always inside, we were somewhere inside one another. And I'll live without you, Love, but what good is one glove, without the other?


.

φεῦ.



Σε κάποιους ανθρώπους αρκούν απλά δυο μέρες, μια νύχτα ή απλά ένα φιλί. Εγώ ήθελα πάντα τη ζωή μέσα στο χρόνο, το γέμισμα και τη φθορά που έρχονται μέσα του και την ολοκλήρωση, καθώς τα πράγματα πρέπει να τελειώνουν για να ξεκινούν ξανά. Κάποιοι όμως μπορούν και γεμίζουν με άλλα, διαφορετικά και κείνες οι λίγες ώρες είναι μονάχα ένα συμπλήρωμα, ένα παιχνίδι, μια μικρή φυγή που φοβάται να γίνει μεγάλη. Ναι, αλήθεια, κάθε λεπτό του μαζί μου ήταν μια μικρή, μετριοπαθής φυγή που φοβόταν να γίνει μεγάλη.

Η Πόλις.


Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

You said, "I will go to another land, I will go to another sea.
Another city will be found, better than this.
Every effort of mine is condemned by fate;
and my heart is -- like a corpse -- buried.
How long in this wasteland will my mind remain.
Wherever I turn my eyes, wherever I may look
I see the black ruins of my life here,
where I spent so many years and ruined and wasted."

Constantine P. Cavafy (1910)

Η σύγκρουση.

Η εποχή της υπο-δήλωσης λοιπόν έφτασε και αρχίζω να τη νιώθω παντού γύρω μου.

Ας μην ξεχάσουμε ποτέ ξανά, να συγκρουόμαστε. Ας είμαστε ικανοί να εκφράζουμε θυμό και λύπη, να δηλώνουμε τους εαυτούς μας καθαρά, όχι κερδοσκοπικά, μα χάριν της δήλωσης καθ' εαυτής. Όχι επιθετικά μα υγιή, όχι περιορισμένα μα καθολικά, να γίνεται σαν μια εν γένει φυσική διαδικασία: η αντιπαράθεση.


image:Jeff Foott

σελ.70


Το ανθρωπώδες σκυφτό, βουβό και ανήμπορο,
μονάχο σαν το έγκλημά του, μονάχο σαν τις προφάσεις του,
σαν τις προθέσεις του, σαν τις ορμές και τα τινάγματά του,
μονάχο το ανθρωπώδες σαν ανθρωπώδες,
υπάκουο, αντιστρεψόδικο, βαθύτατα αφουγκραστικό και παθομανές
το πολύχορδο
το ασθενικό το ιόπληκτο το ανάποδο
το αιωνίως ανάποδο,
το ανθρωπώδες δονούμενο από το άλλο ύψος
από το ύψος του άλλου
προσκυνώντας το, εικονίζοντάς το, τον καπνό του
προσφέροντας,
μέσα στην αδιάλειπτη αποκάλυψη του λάθους και 
της αποτυχίας,
υποταγμένο, δεμένο, οχιάζοντας ποτέ και ναιόμενο
αέναα,
κρεμασμένο από το μεσαίο δέντρο του κήπου
και τα παιδιά από κάτω με καλάμια να το κεντρίζουν
χαράζοντας στη φτέρνα του τα ανομήματά του σαν
κραυγές μετανοούντων,
ματώνοντας την εφησυχασμένη σάρκα του, 
σαρκάζοντας τους σπασμούς του,
αδειάζοντας το αίμα του μέχρι κάτω στα χόρτα 
και στα λουλούδια,
πίνοντας το χώμα το αίμα του, με τις φωνές των
παιδιών
που χαλάνε τον κόσμο,
τα καλάμια μέσα στα αίματα, το ανθρωπώδες μετέωρο
σαν ανθρωπώδες
και το αίμα του σαν κρεμάλα,
το κάλεσμα μέσα από τα χόρτα και το αίμα σαν
προορισμός της γαλήνης,
η λαγνεία μέσα από τα χόρτα,
το ανθρωπώδες μονάχο, σαν το αίμα του, σαν τον
προορισμό του.
Γιατί το ανθρωπώδες δεν έχει γαλήνη. Το ανθρωπώδες,
είναι ο προορισμός του ανθρώπου
και η γαλήνη ο προορισμός του αίματος.
Δεν υπάρχει γλιτωμός απ' αυτό.

Δημήτρης Δημητριάδης
Κατάλογοι 1-4

ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

Αυτή η φράση, αυτό το ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός είναι που μας καταστρέφει εξ' αρχής.

Από μόνος του αυτός ο τοπικός προσδιορισμός, αυτό το "εκ" της καταγωγής, της σύνδεσης-του δεσμού, μας αποσυντονίζουν. 
Τοποθετούμε τους εαυτούς μας πάντα στις λάθος θέσεις εκκίνησης, δεμένοι με τα λάθος κλαδιά ενός τεράστιου αναρριχώμενου που δεν επιδέχεται απελευθέρωσης.


Coffee & Flowers II
























Ας μην φοβηθούμε ποτέ ξανά, να πούμε όσα νιώθουμε. Ας μην ξεχάσουμε ποτέ πόσο όμορφο είναι να στέλνεις γράμματα, να βρίσκεις φακέλους χειρόγραφους από φίλους ή και αγνώστους, μπροστά στην πόρτα σου. Είναι η αναμονή και η χαρά του να δωρίζεις, που τα κάνουν όλα λίγο πιο όμορφα.


(συγχωρέστε την κακή ποιότητα στις φωτογραφίες..)

G. Doré (ή αλλιώς, κραταιά ως θάνατος αγάπη).




Δεν ξέρω, αν κάποιος άλλος κατάφερε,
καλύτερα από τον Ντορέ, να προσδιορίσει με γραμμές, σκιες και φως, το βλέμμα εκείνο του κοριτσιού, που λατρεύει τον μεταμφιεσμένο δολοφόνο στο κρεβάτι της.

Κάθε έρωτας κι ένας θάνατος.

Νοσταλγία.




Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.

Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.


(Μ.Αναγνωστάκης)

Γιάντες.




[...]
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα.

Να με θυμάσαι.

Μίλτος Σαχτούρης
εικόνα:Νικόλαος Γύζης - Γιάντες 1878


(γιάντες < τουρκική yâdes (< yadetmek : θυμίζω) < περσική ياد أست (yād ast, θυμάμαι) 1.παιχνίδι μνήμης, στο οποίο χάνει ο παίκτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από ένα συμπαίκτη του, χωρίς να πεί τη φράση "το ξέρω" ή "το θυμάμαι".)

"ἔρχομαι"

Πολλές φορές πριν από μια συνάντηση, λάτρευα να παρατηρώ αυτόν που με πλησιάζει. Πόσες αμέτρητες ιστορίες που κουβαλά μαζί του, μπορείς να καταλάβεις από τον τρόπο που προχωρά προς τα σενα. Κάθε βήμα, κάθε κίνηση του κεφαλιού, τα αμήχανα χέρια, τα βλέμματα και οι στιγμές τους. Πόσο μου άρεσε. Λένε πως εκτιμόυμε περισσότερο, αυτό προς το οποίο εμείς κατευθυνόμαστε, η υποβολή της προσπάθειας κάνει ένα αντικείμενο πιο ελκυστικό στα μάτια μας, το ανεβάζει σ'ένα βάθρο, ψηλότερα.

Όταν όμως οι άνθρωποι έρχονται, έρχονται από δική τους ανάγκη. Ανάγκες τους οδηγούν σε σένα, μικρά νήματα που αρχίζουν ή τελειώνουν στα ανοιχτά σου χέρια και κείνοι σαν στα τυφλά τ' ακολουθούν, εγωιστικά στ'αλήθεια και με ένα μεγάλο ψέμα: πως έρχονται για σένα.
Κάθε ταξίδι που κάναν για να σε δουν, κάθε χιλιόμετρο και κάθε μικρό βήμα, τους φέρνει πιο κοντά σε μια σιγουριά πως στην άκρη της κλωστής θα είναι όλα καλύτερα. Ζουν μόνοι τις φυγές τους, τις δραματοποιούν κι όσο είναι μακριά από την πραγματικότητά τους, όσο καταπατούν τη δική σου, βλέπουν και φαντάζονται τον εαυτό τους σαν τις δραματικές ηρωίδες τους Σοφοκλή που με μια κίνηση του κεφαλιού ή μια κραυγή μπορούσαν να εκφράσουν το μεγαλύτερο πόνο που τότε υπήρχε. Περιμένουν από σένα να δεις την παράσταση μέχρι το τέλος, να συμμετέχεις ενεργά, να δίνεις, να δίνεις, να δίνεις. Πόσο εγωκεντρικοί γίναν, πόσο μικροί, πόσο ανίκανοι να δώσουν ενέργεια σε κάποιον- ικανοί μονάχα να ρουφάν κάθε τι όμορφο από εκείνους που έχουν απόθεμα.

Μικρά παιδιά που ζητούν προσοχή. Έγινε η ανάγκη βοήθειας, οι φιλίες, ένα ριάλιτι σόου με κανίβαλους που περιφέρονται αναζητώντας κάτι, παίζοντας αμέτρητους ρόλους μέχρι να το πάρουν. Γίνεται ακόμα και ο έρωτας κάτι ευτελές αφού πραγματώσει όλα τα εν δυνάμει που του αρμόζουν: έγινε μια ζητιανειά ενέργειας, σε προκαλώ, σε κεντρίζω, σε σκουντώ, σε προσβάλω, μέχρι να μου πεις μια λέξη και απ'αυτήν να ζήσω αφού το τίποτα πονάει όπως μου είπε κάποιος.
Κι έτσι όταν πια γίνεται πολύ δύσκολο να κρατήσουμε την σωτήρια σιωπή μας, λέμε λέξεις. Δίνουμε τις λέξεις μας εκεί όπου θυσιάζονται στην αδυναμία κάποιου, να ζήσει από τις δικές του. Παραχωρούμε ζωή, φαιά ουσία, σε φωνήεντα και σύμφωνα και συλλαβές και δεν υπάρχει τίποτε πιο μάταιο, τίποτε πιο επίπονο, πιο εξουθενωτικό, από τις λέξεις που χαρίζονται σε λάθος μεριά.
Μεγαλύτερη σπατάλη άυλη, να σε αδειάζει πιο πολύ, δεν μπορώ πια να σκεφτώ.

Είμαστε πια έξω στο Φως. (ένα παλιό κείμενο με μικρές αλλαγές)

Αυτό που μας κοιτά από ψηλά είναι ένας γύπας. Ένας γύπας που πετάει από πάνω μας. Βλέπει τις αλυσίδες και την μηχανή αυτή που μας καταστρέφει όλους• είμαστε όλοι παγιδευμένοι μέσα της και θα συνεχίσουμε να είμαστε μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής μας, περικυκλωμένοι από καλώδια και σκουριασμένα μέταλλα, να κολυμπάμε σε νοερά λασποκατάλοιπα μιας περασμένης εποχής. Γριές στέκονται στα ετοιμόρροπα μπαλκόνια τους, βρώμικα παιδιά παίζουν παιχνίδια που δεν καταλαβαίνουν και το νέφος χαμηλά ως τα ρουθούνια μας.
«Είμαστε τα Παιδιά του Φωτός. Δεν θα ανεχτούμε άλλο Σκοτάδι», αυτό φωνάζαμε για μήνες και χρόνια με τις γροθιές μας υψωμένες κορυφές στον γκρίζο ουρανό, περιμένοντας το φως να τυφλώσει τα μικρά μας μάτια και να το κλείσουμε μέσα τους ώστε να μην αντικρύσουμε σκοτάδι ποτέ ξανά. Αυτή η μηχανή αργοπεθαίνει και αργοπεθαίνουμε και μείς μαζί της. Εδώ κι εκεί ο γύπας μπαινοβγαίνει, μπαινοβγαίνει και βλέπει τα πάντα, όπως τα έβλεπε και ο Θεός κάποτε. Είναι ο μόνος ελεύθερος τελικά, χωρίς γροθιές και ηλίθια συνθήματα• τελικά.
Κάθομαι σε μια μεριά του δρόμου με τον Πτγορρ. Είναι ο μόνος που θυμάμαι από παλιά. Όλοι οι υπόλοιποι μου φαίνονται άγνωστοι, σαν να έχουν αλλάξει τόσο πολύ από τη βρώμα και το σκοτάδι, τα πρόσωπά τους σαπίζουν ολοένα και πιο γρήγορα και τα κορμιά τους γερνούν μέσα σε ένα άμορφο καλούπι. Λες και γυρνούν ξανά στο πρώτο επίπεδο. Ο Κόσμος εκδικείται. Σκέφτομαι αν είμαι κι εγώ σαν κι αυτούς που βλέπω. Αν ήμουν πάντα έτσι ή αν έγινα τώρα. Σ’ αυτή τη μηχανή δεν υπάρχουν καθρέφτες βλέπετε• ξυρίζεσαι με το ίδιο σου το ένστικτο, δεν υπάρχει ομορφιά, ο ναρκισσισμός είναι και αυτός βρώμικος, ντυμένος με σκισμένα ρούχα και την ηδυπάθεια να φουσκώνει την κοιλία και τους ατροφικούς όρχεις του σ’ ένα γερασμένο ακαθόριστο σώμα.
Ο Πτγορρ δεν μιλούσε ποτέ πολύ. Μου είπε μόνο πως σήμερα, δεν θυμάται τίποτα. Βάλθηκε να μαζεύει απ’ τους δρόμους πράγματα. Πράγματα που το καθένα από αυτά σαν να του θύμιζε και κάτι. Έμοιαζε να ήθελε να τα βάλει όλα στη σειρά ή στη μη-σειρά και μετά να τα στοιχίσει όπως εκείνος θέλει, να φτιάξει τη δική του ιστορία μέσα από τις ιστορίες άλλων. Εγώ κοιτούσα την πορεία του και όταν χανόταν απ’ τα μάτια μου κοιτούσα ψηλά. Τα άπειρα μπαλκόνια που έφταναν μέχρι την αρχή ή το τέλος αυτής της μηχανής. Τόσοι άνθρωποι στοιβαγμένοι στην κοιλία της γύρω από σκουριασμένα σπλάχνα. Για σύννεφα είχαμε γρανάζια και βίδες για βροχή. Κατέληγα να νιώθω τυχερός που έμενα σε μέρος με τοίχους. Ήμουν από τους πρώτους που μπήκαν εδώ μέσα την ημέρα της Κρίσης και έφτασα να έχω πολεμήσει πολύ για να κρατήσω το μέρος δικό μου. Εδώ δεν κατουράς απλά στις γωνίες, ούτε γράφεις το όνομα σου και τελείωσε. Εδώ πρέπει να γεννήσεις φόβο. Να αφήσεις το φόβο να βγει βίαια από τα σπλάχνα σου και σαν να ήταν υπάκουο σκυλί, να τον διατάξεις να τρέξει πίσω απ’ τον εχθρό σου.
Κάθε τόσο τους συνειρμούς μου διακόπτει ο Πτγορρ . Έρχεται με ένα καινούριο αντικείμενο στα χέρια, το αφήνει μπροστά μου και φεύγει ξανά.


Ρόδα.
Του χαμογελάω και ξέρει πως θα τα προσέχω. Τα πόδια μου ατροφήσαν τόσο πολύ πλέον που και να θέλω δεν μπορώ να φύγω από δω χωρίς τη βοήθεια του. Ανασηκώνομαι λιγάκι. Από εδώ χάθηκαν οι Θεοί. Ξεκίνησαν μαζί με τους ανθρώπους. Προσκολλημένοι σε αυτούς και μόλις είδαν την κατάντια τους έτρεξαν να φύγουν στα υπέροχα παλάτια που τους είχαν φτιάξει τα αλλοτινά τους τέκνα. Χάθηκαν οι Θεοί και μείναν τα Τέρατα. Τέρατα που εισπνέουν ανάσα βρεφική και εκπνέουν Θάνατο. Σε μένα μοιάζουν όλοι το ίδιο.
Όπως τότε που προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Καθόμασταν στις πλάτες γιγάντων και κοιτούσαμε το απέραντο πάνω και το απέραντο μπροστά μας. Θέλαμε νέα μονοπάτια και καινούριες διαδρομές, μεγαλύτερους και καθαρότερους ουρανούς και σχεδιάζαμε τη φυγή μας βήμα προς βήμα. Και στ’ αλήθεια δεν φοβηθήκαμε τίποτα! Ούτε το χαμό, ούτε το μη γνώριμο. Τίποτα δεν έμοιαζε μακρινό αφού όλα τα είχαμε ονειρευτεί πριν καιρό. Ο Γυρισμός δεν ήταν επιλογή. Η Ρόδα της Ζωής και ο Τροχός της Τύχης. Το Ένα και το Αυτό.

Κλαδί.
Mein Freund. Όλα γίνονται μνήμες από εκείνα τα χρόνια: τότε που νιώθαμε πως μπορούμε να πετάξουμε από το άλφα ως το χι, τότε που είχαμε ένα ολόκληρο ελικόπτερο μέσα στα μικρά μας κεφαλάκια, τότε που κρυβόμασταν κάτω από τα παπλώματα. Εκείνος που έμενε στη μάνα του Διαβόλου κι εκείνη που δεν ήταν παρά μια ογκώδης γριά που μας έδινε αγγουράκια τουρσί πριν πάμε για παιχνίδι στο μυστικό μας δάσος, στο δάσος που μόλις έμπαινες έχανες τη μιλιά σου και τα έλεγες όλα με τα χέρια, τα μάτια και τα πόδια. Κι αν ήταν σκοτεινά μιλούσε η ανάσα σου για σένα. Και τότε δεν είχαμε πια τον έλεγχο.
Το δωμάτιο που μπορούσες να το ακούσεις να μιλάει κάποιες νύχτες αν έκανες ησυχία: «Μείνε κοντά στη σκιά αλλιώς θα γνωρίσεις το φάντασμα». Μπορούσαμε να ακούσουμε το τραγούδι. Δεκατέσσερις άγγελοι, μόλις κλείναμε τα μάτια μας, τραγουδούσαν υπόκωφα γύρω από τα κρεβάτια μας. Το βιολί ερχόταν μαζί με την χρυσή τους ανάσα και τη σκόνη του δωματίου κι εμείς έτσι κοιμόμασταν. Κάποιες φορές αγκαλιά και κάποιες άλλες όχι. Και πριν ξυπνήσουμε βλέπαμε το λιβάδι μας και τον ουρανό μας και ο αέρας μας χάιδευε το μέτωπο και μας έλεγε ιστορίες. Τότε πάντα εμφανιζόταν Αυτός, πάνω στο μαύρο του άλογο, μεγαλοπρεπής και γεμάτος αυστηρότητα και γεμάτος κρύο και γεμάτος πόνο και γεμάτος φόβο και γεμάτος θάνατο. Μας κυνηγούσε αδιάκοπα, όλο και πιο απειλητικά όλο και πιο γρήγορα και μείς μέσα στο όνειρο μας προσπαθούσαμε να ελέγξουμε όλη την ιστορία μας λες και ήταν ένα απλό αυτοσχέδιο παραμύθι. Ο μεγαλύτερός μας φόβος, ένα απλό αυτοσχέδιο παραμύθι.
Και τρέχαμε, νιώθοντας την κάρδια μας ψηλά στο κεφάλι, έτοιμη να σταματήσει και φανταζόμασταν πως έρχεται ο Άλλος και σταματάει Αυτόν ή άλλες φόρες εμείς εισπνέαμε όλη τη δύναμη του κόσμου και τον κοιτούσαμε στα μάτια και με δυο λέξεις μας εκείνος τρόμαζε και έφευγε καλπάζοντας γρήγορα και δειλά μαζί. Μα όσο και να προσπαθούσαμε, το όνειρο μέσα στο όνειρο σταματούσε. Ποτέ δεν μας έπιασε. Ούτε εμείς τον πιάσαμε ποτέ.
Άλλες φορές μετρούσαμε τη δικαιοσύνη. Τακ τακ τακ - αδικία. Δύο τακ εδώ και δυο τακ εκεί, έτσι πρέπει. Τρία τικ εδώ και τρία τικ εκεί. Τα πράγματα είχανε ζωή κι αν τους έδινες λιγότερα απ’ ότι έδινες σε άλλα, εκείνα έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν και μετά πού να το διορθώσεις αν ήταν πια αργά. Μα εμείς το ξέραμε και το φροντίζαμε από νωρίς γιατί έτσι όλα τα πράγματα θα ήταν ευχαριστημένα και όταν θα ερχόταν ο καιρός να κάνουν την επανάστασή τους , σύμφωνα με τις γραφές- εμείς δεν θα είχαμε καμία κατηγορία επάνω μας. Και αυτό ακριβώς θέλαμε μια ολόκληρη ζωή, να είναι η πλάτη μας άδεια από κατηγορίες.

«Σπίρτο!», ακούω τη φωνή του Πτγορρ.
Ήταν οι μέρες εκείνες οι γεμάτες ήλιο και τραγουδούσαμε : «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο..»
Πόση εντύπωση μας έκανε! Και ανεβαίναμε στη στέγη για να φάμε το σύννεφο. Μα τα σύννεφα ήταν πολύ ψηλά για εμάς κι έτσι απλά κοιτούσαμε τις στέγες και απέναντι, κάποιος έκαιγε τα πάντα. Σιωπηλά και χωρίς να τον παίρνει κανείς είδηση ρουφούσε όλη τη δύναμη της φωτιάς με έναν συριγμό και μια ανατριχιαστική εισπνοή. Έκαιγε τους τοίχους λες και τους σημάδευε, λες και ήθελε να γίνει ο άρχοντας τους. Ο άρχοντας των τοίχων λέγαμε, για να έρθει μια μέρα που θα τους εξουσιάζει όλους και θα τους διατάζει να τον κλείνουν μέσα τους όποτε αισθάνεται να κινδυνεύει, όποτε θέλει να κρυφτεί και να προστατεύει τον όμορφο εαυτό που δημιούργησε ο ίδιος από στάχτες και καπνό. Και πάντα πριν προφτάσουμε να δούμε την τελετουργία του ως το τέλος ακούγαμε το πλήθος από κάτω να ωρύεται πως θα πέσουμε και πως θέλουμε να τα καταστρέψουμε όλα και πως ο Α. (από το Αρχηγός υποθέτω) θα μας τιμωρήσει τόσο σκληρά, λες και θα βλάπταμε κανέναν αν τρώγαμε ένα τόσο δα συννεφάκι. Ο Α. ποτέ δεν μας τιμώρησε και μείς ποτέ δεν πέφταμε και ποτέ δεν φάγαμε συννεφάκια, μα ούτε και είδαμε εκείνον τον κάποιο να τελειώνει αυτό που ξεκινούσε κάθε φορά, λες και το έκανε για τα μάτια μας μόνο, να μάθουν τη φωτιά από αυτόν που τη λάτρεψε όσο κανείς άλλος.
Έπειτα κατεβαίναμε τις σκάλες. Στενές σκάλες με δυο στροφές, με τα χέρια ανοιχτά άγγιζες τους τοίχους. Τριανταέξι σκαλιά από την πρώτη στροφή και πάνω. Τρια μέχρι τη δεύτερη και δεκαπέντε από κει και κάτω. Σε κάθε στροφή τους βλέπαμε. Φώναζαν με παιδιάστικες τσιριχτές φωνές τα ονόματα μας και τα έκαναν να ακούγονται σαν ασυναρτησίες και μόλις στρίβαμε έκαναν να μας ακολουθήσουν, μα μετά από τρία βήματα τελείωνε ο χώρος τους. Αυτό αρκούσε βέβαια για να μας κάνει να κατεβαίνουμε γρηγορότερα με το φόβο στα γόνατά μας. Τα πλοκάμια τους απλώνονταν μέσα σε όλη την περιοχή τους και αναζητούσαν εμάς, για να ρουφήξουν όλη τη γνώση που είχαμε μέσα μας. Ξέραμε την ιστορία τους και τους ηγέτες τους και τη γλώσσα τους και όλα όσα μπορεί κανείς να φανταστεί. Μα ποτέ δεν τα κατάφεραν.



Κεραία.
Ψηλά πάνω στις κεραίες το κρύο σε πολιορκούσε από παντού. Οι κεραίες στέκονται πάντα εκεί ακίνητες και γεμίζουν τον αέρα γύρω σου με κρυφά μηνύματα. Εκείνη την εποχή αυτή ήταν η δουλειά μου: καθόμουν εκεί πάνω την ώρα εκείνη της ημέρας, κουκουλωμένος με ότι έβρισκα και έμοιαζε προστατευτικό, με έναν ειδικό μηχανισμό στο πρόσωπο και στα χέρια. Δύο χοντρά γυαλιά σαν μάσκα δύτη κολλημένα γερά στα μάτια μου και συνδεδεμένα με δυο καλώδια που οδηγούσαν σε ένα κουτί στην πλάτη μου. Πάνω σ’ αυτό το κουτί άλλα δυο καλώδια οδηγούσαν αντίστοιχα στα δυο μου χέρια, που ήταν καλυμμένα με σιδερένιο δίχτυ μέσα από το οποίο δυο μικρές βελόνες έμπαιναν στις φλέβες μου. Οι βελόνες αυτές και αυτό που διοχέτευαν με μικρές δόσεις ηλεκτρισμού, ήταν κατασκευασμένα ώστε να σβήνουν κάθε ίχνος ενδοιασμού που ερχόταν μέσα μου την ώρα που έπρεπε να πιάσω όλα αυτά που κυνηγούσα. Και με έβαζαν να κυνηγώ όλα αυτά τα πράγματα που δεν λέγονται με τις λέξεις και δεν ανιχνεύονται, παρά μόνο με αυτά τα πολύπλοκα γυαλιά.
Οι άνθρωποι τότε όλα αυτά τα έκαναν αστέρια ή χάρτινα πουλιά και τα πετούσαν στον ουρανό εκείνη την ώρα της ημέρας που ο άνεμος είναι τόσο γεμάτος που δίνει ζωή σε ότι αφήνεται στα χέρια του. Τα μάζευα και τα παρέδιδα σε αυτούς. Τα άνοιγαν και τα μετέφραζαν στη γλώσσα τους, διάβαζαν τα μυστικά που κρύβαν και δεν τ’ άφηναν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ώστε να λυτρώσουν τον ιδιοκτήτη τους από το βάρος ενός μυστικού. Έτσι ήθελαν να αναθρέψουν μια πολιτεία ένοχη και γεμάτη βάρη.
Μια μέρα ήρθε κι εκείνος μαζί μου. Όταν πια είχα τελειώσει τη δουλειά της ημέρας, βγάλαμε μαζί τις βελόνες από τα χέρια μου και αφήσαμε ελεύθερα όλα εκείνα τα όμορφα ή άσχημα μυστικά να φύγουν προς το καθορισμένο τους ταξίδι.


Σταυρός.
Εγώ κι εκείνος μπροστά στον τάφο της. Το πτώμα της μπροστά σε μας. Και μείς να βλέπουμε να πετούν γύρω μας όλες οι ιστορίες που μας έλεγε. Οι ιστορίες οι ήδη πεθαμένες, οι ιστορίες που πάντα μας έκαναν να κλαίμε: ιστορίες για το πώς οι άνθρωποι σκοτώνουν και μεταμορφώνονται αργά σε τέρατα, σε σκιές χωρίς φως. Και πώς αρχίζουν να φτιάχνουν μάσκες γιατί έχουν χάσει το ίδιο τους το πρόσωπο, χάσαν τα ίδια τους τα μάτια και γίνονται εκείνα ολόαδεια και ψάχνουν τα γεμίσουν όλο αυτό το κενό τους με άλλους ανθρώπους κι έτσι παρασιτούν και ρουφούν το αίμα τους αργά και με τόση βρώμικη αγάπη, μέχρι να ξεραθούν και να γίνουν κι αυτοί σκιές σαν μια κόλλα λασπωμένο χαρτί σε βρεγμένο δρόμο. Για το πώς οι άνθρωποι βγάζουν ρίζες και αγαπούν το χώμα τους και για το πώς άλλοι κόβουν τις ρίζες τους για να χτίσουν παλάτια φτιαγμένα από σκόνη και βρωμιά, έτοιμα να πέσουν με την πρώτη καθαρή βροχή.
Όλες αυτές οι ιστορίες γίνονται μαύρα πουλιά χωρίς μάτια και ράμφη, αφού δεν τα χρειάζονται εκεί που πάνε. Γίνονται πουλιά και στροβιλίζονται γύρω μας και μείς δεν μπορούμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να ξεσπάσουμε σε κλάματα, όπως κλαίγαμε όταν τις ακούγαμε. Να νιώθουμε τα δάκρυά μας ζεστά ορμητικά ποτάμια κατευθείαν από την ψυχή μας και στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Οι λυγμοί μας ήταν βήχας που έβγαζε από μέσα μας όλα τα παράσιτα, όλες τις σκιές και κλαίγαμε ολοένα και πιο δυνατά ώστε να βγούμε πιο καθαροί και πιο αληθινοί και πιο κοντά. Για άλλη μια φορά πιο κοντά σε Εκείνη. Για άλλη μια φορά που δεν ήταν η τελευταία• γιατί αυτά τα πουλιά της, ήρθαν και ήρθαν ξανά και ποτέ δε μας άφησαν. Και καθαροί πλέον κρατήσαμε εκείνο το σταυρό που μας είχε δώσει, το φιλήσαμε και το βάλαμε στα δυο της χέρια μέσα.

Χορδή.
Η μουσική όταν κλείναμε τα μάτια γινόταν εικόνες. Ταξίδια ως την άκρη του κόσμου, με άνεμο και βροχή, με χιόνι και φώς. Η Τέχνη. Τα ζεστά μας ρούχα το χειμώνα που τόσο αγαπούσαμε. Τα μελάνια και οι μπογιές μας που είχαν τα χρώματα που εμείς θέλαμε. Τα πουλιά και οι ουρανοί τους που απλώνονταν πάνω από τα μάτια μας και γίνονταν οι δικοί μας Θεοί. Τα βιβλία μας που μύριζαν τόσο όμορφα. Τα δέντρα που μας προστάτευαν και μας μάθαν το δέος. Η γκριζοπράσινη σκανδιναβική θάλασσα που μοιάζει να κρύβει τόσες προσδοκίες. Οι βάρκες που μας πήραν μακριά. Δωμάτια που γίνονταν δάση. Οι τοίχοι ήταν ολόκληρος ο Κόσμος. Τέρατα που μιλούσαν και περπατούσαν στη γη και τα μεγάλα και σκοτεινά βουνά που τόσο μας φόβιζαν. Οι άνθρωποι που περπατούσαν το σούρουπο πάνω τους. Τα μυστικά κρυμμένα κάτω από τις πέτρες. Οι ένοχοι βράχοι που μας ρουφούσαν μέσα τους.Οι καθρέφτες που ποτέ δε μας δείχναν την αλήθεια κι έτσι τους κάναμε κομμάτια. Τα ρολόγια, που ποτέ δε μάθαμε να διαβάζουμε σωστά. Η μαγεία, που άλλαζε τα πάντα με μια σκέψη.Τα αντίδοτα, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Οι εφιάλτες, που ποτέ δεν σταμάτησαν. Τα παιχνίδια μας, που ήταν μόνο δικά μας. Οι τοίχοι, που μιλούσαν τις νύχτες. Το ασπρόμαυρο και το κόκκινο.
Ο χρόνος, που ποτέ δεν συνειδητοποιήσαμε.
Η παρακμή που τον ακολουθεί.
Η σελήνη, ως ηττημένος πλανήτης.
Οι ακροβάτες που ταλαντεύονται μέσα στο σε ύλη και κενό.
Οι σχοινοβάτες που γίνονται ένα με το σκοινί τους..
Η συμμετρία και η αρμονία που σέρνει πίσω της.
Οι στάχτες και Ο καπνός.
Οι δυσ-λειτουργίες.
Οι μάσκες.
Οι δεκαετίες.
Τα χέρια.
Οι πέτρες.
Οι φωτεινές ελπίδες.
Τα φωτεινά μάτια.
Οι στόχοι.
Η ελευθερία.
Η Φύση.
Τα σύνορα.
Οι ψίθυροι.
Η αναμονή.
Η πλεύση.

Και ζούσαμε ξανά ολόκληρες τις ζωές μας από την αρχή. Και κάναμε αδιάκοπους κύκλους μέσα σ’ αυτές τις μουσικές, μα ολοένα και ανακαλύπταμε κάτι καινούριο. Κάτι λεπτό και αδύναμο σαν κλωστούλα που με την φροντίδα μας μεγάλωνε και μεγάλωνε και δυνάμωνε. Κι έτσι κάθε φορά συμπληρωνόταν ένα βηματάκι στον κύκλο μας. Και μείς λέγαμε ο ένας στον άλλο:
«Οι σπασμένες χορδές μπορούν και τραγουδούν.»

Προφυλακτικό.
Έρωτας. Σεξ. Δεν ξέρω πως ήρθαν.
Μια περίοδος που όλα ερχόντουσαν και έφευγαν. Και ενώ στην αρχή η ελπίδα ζούσε μέσα μου στη συνέχεια έμενα ν’ ακούω το νερό του μπάνιου να κυλά. Σοκαρισμένος από κάθε τι ξένο, αλλοτριωμένος. Έβλεπα τα ίδια και τα ίδια να επαναλαμβάνονται γύρω μου. Διαστροφή και μάσκες, κάθε είδους. Από τον Μίκυ Μάους μέχρι τη μάσκα του Ψέματος, που είναι από τις πιο μαύρες που υπάρχουν. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι ένιωθα σαν να πνίγω έναν ακόμη άγγελο με τα ίδια μου τα χέρια. Τον σκότωνα όπως σκότωνα και τα ιδανικά μου, όπως σκότωνα και ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου. Το φωτεινό μέρος. Το δυνατό μέρος. Έλειπε Εκείνος και εγώ τα είχα χάσει όλα και είχα βρει στη θέση τους ψεύτικα κομμάτια να με πλάσουν. Διαλύθηκαν ξανά και ξανά και έφτασαν στα βασικά συστατικά τους. Και μ’ ένα ΜΠΑΜ εικονικό ήρθαν όλα στο φως.
Τίναξα από πάνω μου όλη τη βρωμιά των τελευταίων χρόνων και βρήκα κάτι που παρέμενε καθαρό μέσα στα σκατά. Κι έτσι τον ξαναβρήκα και μαζί του, όλα αυτά που έμοιαζα να είχα ξεχάσει.


Από μακριά βλέπω τον Πτγορρ να πλησιάζει.
Έρχεται και με βρίσκει βουρκωμένο και βουρκώνει κι εκείνος βλέποντας τα αντικείμενα που έχω στήσει στη δική μου σειρά. Επιμένει να μην μιλάει μα ξέρω ότι η σιωπή του είναι γεμάτη με αυτά που νιώθω και γω, μνήμες και ελπίδες γίνονται ένα μέσα μας και μέσα σ’ όλα αυτά ο γύπας πετά πάνω από τα κεφάλια μας. Τα έχει δει όλα• όλα τα πράγματα του Πτγορρ, την δική μου διάταξη, τους συνειρμούς μου, ξέρει την ιστορία, την θυμάται τώρα πια. Και ξαφνικά, δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και νιώθω μόνο να στροβιλίζομαι. Στ’ αυτιά μου η βαθειά σιωπή του νερού για μια στιγμή. Μόλις τ’ ανοίγω βλέπω το σημείο που καθόμουν τόση ώρα. Νιώθω τον Πτγορρ ένα με μένα και με μια κίνηση των ατροφικών μου ποδιών, σηκώνομαι τον αγκαλιάζω και μαζί φυτρώνουμε φτερά, φτερά καινούρια.Πετάμε ψηλά από τα ετοιμόρροπα μπαλκόνια και τα γρανάζια και τις βίδες.
Είμαστε πια έξω στο φως.

Οι γυναίκες μέσα μου.



Μια από τις νύχτες που έζησα, γέννησα ένα κορίτσι. Έτρεξα στην γιαγιά μου, κοιμόταν σ'έναν καναπέ από πέτρα στο σπίτι πάνω στο βουνό. Την ξύπνησα και της έδωσα το μωρό στην αγκαλιά.
Εκείνη, χαμογελώντας και χωρίς να πει τίποτα, έλυσε τα μαλλιά της και τύλιξε το κορίτσι μ'αυτά, να μην κρυώνει. Τότε ξεκίνησα να προχωρώ προς τα πίσω, εκεί που ήμουν. Στο άδειο κρεβατάκι βρήκα ακόμα ένα μωρό.Ήταν ένα αγόρι και τα χέρια του έλαμπαν και ανέβλυζε φως και υγεία. Μόλις το πήρα αγκαλιά το σώμα του ήταν σταθερό και ο όγκος του δεν είχε εκείνη την βρεφική αδυναμία,την άφεση,μα είχε την ολόδική του δύναμη. Παρατηρώντας αυτό, συνειδητοποίησα πως το κορίτσι δεν ήταν έτσι. Τα χέρια του ήταν παραμορφωμένα,με δυσμορφίες,ήταν ευάλωτο και εύθραυστο. Έτρεξα πίσω και για μια στιγμή σκεφτόμουν με τρόμο,μήπως θα ήταν καλύτερα να μην ζήσει.

Η ανδρική μας πλευρά και ό,τι εκείνη συμβολίζει, γεννιέται εξ' αρχής με δύναμη και φως, με μια υπεροχή που δεν αναζητά υποστήριξη, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να υπερισχύσει. Ο πραγματισμός, η λογική, το τετράγωνο και η σκέψη. Η θηλυκή μας φύση κληρονομείται από γενιά σε γενιά, ενοχική, παραμελημένη, δυσλειτουργική. Ξεχνάμε να αφουγκραζόμαστε το ένστικτο, το μεγαλύτερο δώρο που μας έδωσε η ζωική μας καταγωγή, θάβουμε τη δημιουργία σπάζοντας τα ίδια μας τα δάχτυλα, σταματάμε να ολοκληρωνόμαστε, να είμαστε ελέυθερες μέσα στο ίδιο μας το σώμα.

Οι γυναίκες πριν από μένα, κρύβαν τη θηλυκότητά τους κι εγώ κουβαλάω το βάρος μιας ενοχής, για το στήθος, τους μηρούς, το συναίσθημα, την απαλότητα. Μια ενοχή πως με κάθε ελεύθερη απόφαση πηγαίνουμε ενάντια σ' ένα ρόλο, ενάντια σε μια φύση.
Τώρα πια νομίζω, είναι επάνω μου, με δυνατούς προστάτες όλες τις γυναίκες μέσα μου, να τις γιατρέψω, να τις αναθρέψω περήφανες, καινούριες και για πρώτη φορά χωρίς ενοχές για εκείνη τη στοιχειωμένη σεξουαλικότητα που κρύβεται σε κάθε καμπύλη του σώματος.




εικόνα:Roberto Ferri