ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 6-12

 

 

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΟΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ - Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ  

                                    Η μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ

Β Βασ. 6,1         Καὶ συνήγαγεν ἔτι Δαυὶδ πάντα νεανίαν ἐξ Ἰσραήλ, ὡς ἑβδομήκοντα χιλιάδας.

Β Βασ. 6,1                 Ο Δαυίδ προσεκάλεσε και πάλιν όλους τους νεαρούς άνδρας του Ισραηλιτικού λαού, εβδομήκοντα περίπου χιλιάδες άνδρας.

Β Βασ. 6,2         καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχόντων Ἰούδα ἐν ἀναβάσει τοῦ ἀναγαγεῖν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ἣν ἐπεκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων καθημένου ἐπὶ τῶν Χερουβὶν ἐπ᾿ αὐτῆς.

Β Βασ. 6,2                Ητοιμάσθη ο Δαυίδ και όλος ο λαός, που ήτο μαζή του, μαζή με τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα και από την Ιερουσαλήμ επορεύθησαν, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Θεού από τον τόπον, στον οποίον αυτή ευρίσκετο. Επάνω δε εις την Κιβωτόν αυτήν είχε γραφή το όνομα του Θεού, του Κυρίου των αγγελικών δυνάμεων, ο οποίος αναπαύεται επί των Χερουβίμ.

Β Βασ. 6,3         καὶ ἐπεβίβασαν τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐφ᾿ ἅμαξαν καινὴν καὶ ᾖραν αὐτὴν ἐξ οἴκου Ἀμιναδὰβ τοῦ ἐν τῷ βουνῷ· καὶ Ὀζὰ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ υἱοὶ Ἀμιναδὰβ ἦγον τὴν ἅμαξαν σὺν τῇ κιβωτῷ,

Β Βασ. 6,3                 Ετοποθέτησαν την Κιβωτόν επάνω εις μίαν καινουργή άμαξαν. Επήραν δε την Κιβωτόν από την οικίαν του Αμιναδάβ, ο οποίος κατοικούσεν εις κάποιον εκεί λόφον. Μεταξύ δε εκείνων, που ακολουθούσαν, ήσαν ο Οζά και οι αδελφοί του, παιδιά του Αμιναδάβ. Ο Οζά ωδηγούσε την άμαξαν, επί της οποίας ήτο η Κιβωτός.

Β Βασ. 6,4         καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπορεύοντο ἔμπροσθεν τῆς κιβωτοῦ.

Β Βασ. 6,4                Οι αδελφοί αυτού εβάδιζαν με σεβασμόν εμπρός από την Κιβωτόν.

Β Βασ. 6,5         καὶ Δαυὶδ καὶ υἱοὶ Ἰσραὴλ παίζοντες ἐνώπιον Κυρίου ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἐν ᾠδαῖς καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν τυμπάνοις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν αὐλοῖς.

Β Βασ. 6,5                 Ο Δαυίδ και οι άλλοι Ισραιλίται επανηγύριζαν, παίζοντες ενώπιον της Κιβωτού όργανα μουσικά, κατάλληλα δια ισχυρούς τόνους, και άδοντες ωδάς. Τα δε μουσικά όργανα ήσαν κινύραι, νάβλαι, τύμπανα, κύμβαλα και αυλοί.

Β Βασ. 6,6         καὶ παραγίνονται ἕως ἅλω Ναχών, καὶ ἐξέτεινεν Ὀζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κατασχεῖν αὐτὴν καὶ ἐκράτησεν αὐτήν, ὅτι περιέσπασεν αὐτὴν ὁ μόσχος.

Β Βασ. 6,6                Η ιερά αυτή πομπή έφθασεν στο αλώνι του Ναχών. Εκεί ο Οζάς άπλωσε το χέρι του επάνω εις την Κιβωτόν του Θεού, να την κρατήση· και την, εκράτησε, διότι τα βόϊδια, που έσυραν την Κιβωτόν, την εταλάντευσαν και υπήρχε φόβος να πέση.

Β Βασ. 6,7         καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ Ὀζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Β Βασ. 6,7                 Ο Θεός ωργίσθη πολύ εναντίον του Οζά, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσεν στον τόπον εκείνον πλησίον της Κιβωτού, ενώπιον αυτού τούτου του Κυρίου.

Β Βασ. 6,8         καὶ ἠθύμησε Δαυὶδ ὑπὲρ οὗ διέκοψε Κύριος διακοπὴν ἐν τῷ Ὀζά· καὶ ἐκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Διακοπὴ Ὀζὰ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Β Βασ. 6,8                Ο Δαυίδ ελυπήθη πολύ, διότι δια του θανάτου διέκοψεν ο Κυριος την ζωήν του Οζά. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Διακοπή Οζά” μέχρι της ημέρας αυτής.

Β Βασ. 6,9         καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν Κύριον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· πῶς εἰσελεύσεται πρός με ἡ κιβωτὸς Κυρίου;

Β Βασ. 6,9                Ο Δαυίδ εφοβήθη τον Κυριον κατά την ημέραν εκείνην και είπε· “πως θα εισέλθη η Κιβωτός εις την πόλιν μου, πλησίον μου;”

Β Βασ. 6,10        καὶ οὐκ ἐβούλετο Δαυὶδ τοῦ ἐκκλῖναι πρὸς αὐτὸν τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ, καὶ ἀπέκλινεν αὐτὴν Δαυὶδ εἰς οἶκον Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου.

Β Βασ. 6,10               Δια τούτο δεν ήθελεν ο Δαυίδ να φέρη την Κιβωτόν του Κυρίου εις την πόλιν Δαυίδ, αλλά την ωδήγησεν στον οίκον του Αβεδδαρά, ο οποίος κατήγετο από την Γέθ.

Β Βασ. 6,11        καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου εἰς οἶκον Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου μῆνας τρεῖς· καὶ εὐλόγησε Κύριος ὅλον τὸν οἶκον Ἀβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ.

Β Βασ. 6,11               Η Κιβωτός του Κυρίου παρέμεινεν στον οίκον Αβεδδαρά του Γεθθαίου επί τρεις μήνας. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον οίκον του Αδεδδαρά και όλα όσα ανήκον εις αυτόν.

Β Βασ. 6,12        καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ λέγοντες· εὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον Ἀβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἕνεκα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἀνήγαγε τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ οἴκου Ἀβεδδαρὰ εἰς τὴν πόλιν Δαυὶδ ἐν εὐφροσύνῃ.

Β Βασ. 6,12               Εγνωστοποίηοαν στον βασιλέα Δαυίδ το γεγονός και του είπαν· “ο Κυριος ηυλόγησε την οικογένειαν του Αβεδδαρά και όλα όσα ανήκουν εις αυτόν λόγω της Κιβωτού, που μένει εις την οικίαν του”. Ο Δαυίδ γεμάτος θάρρος και σεβασμόν προς τον Θεόν μετέβη και μετέφερε την Κιβωτόν του Κυρίου από τον οίκον του Αβεδδαρά εις την πόλιν Δαυίδ, με χαρμόσυνον πομπήν.

Β Βασ. 6,13        καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν ἑπτὰ χοροὶ καὶ θῦμα μόσχος καὶ ἄρνες.

Β Βασ. 6,13               Επτά χοροί ήσαν μαζή του, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν, αφού προηγουμένως προσέφεραν θυσίαν ένα μόσχον και αμνούς.

Β Βασ. 6,14        καὶ Δαυὶδ ἀνεκρούετο ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὁ Δαυὶδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον.

Β Βασ. 6,14               Ο ίδιος ο Δαυίδ έπαιζεν εκλεκτά μουσικά όργανα ενώπιον του Κυρίου, έφερε δε ενδυμασίαν όχι την βασιλικήν, αλλά άλλην απλήν και ταπεινήν.

Β Βασ. 6,15        καὶ Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ οἶκος Ἰσραὴλ ἀνήγαγον τὴν κιβωτὸν Κυρίου μετὰ κραυγῆς καὶ μετὰ φωνῆς σάλπιγγος.

Β Βασ. 6,15               Ο Δαυίδ και όλος ο ισραηλιτικός λαός μετέφεραν την Κιβωτόν με κραυγάς αγαλλιάσεως και με ήχους σαλπίγγων.

Β Βασ. 6,16        καὶ ἐγένετο τῆς κιβωτοῦ παραγινομένης ἕως πόλεως Δαυὶδ καὶ Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ διέκυπτε διὰ τῆς θυρίδος καὶ εἶδε τὸν βασιλέα Δαυὶδ ὀρχούμενον καὶ ἀνακρουόμενον ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐξουδένωσεν αὐτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.

Β Βασ. 6,16               Οταν η Κιβωτός έφθασεν εις την “πόλιν Δαυίδ”, η σύζυγος του Δαυίδ, η Μελχόλ, θυγάτηρ του Σαούλ, έκυψεν από το παράθυρόν της και είδε τον σύζυγόν της, τον βασιλέα, να χορεύη και να παίζη μουσικά όργανα ενώπιον της Κιβωτού του Κυρίου. Εσωτερικώς τον επέκρινε και τον εξουδένωσε.

Β Βασ. 6,17        καὶ φέρουσι τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνέθηκαν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς μέσον τῆς σκηνῆς, ἧς ἔπηξεν αὐτῇ Δαυίδ· καὶ ἀνήνεγκε Δαυὶδ ὁλοκαυτώματα ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἰρηνικάς.

Β Βασ. 6,17               Μετέφεραν εν τέλει την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και την ετοποθέτησαν στον τόπον της, στο μέσον της σκηνής, την οποίαν είχε στήσει ο Δαυίδ. Ο Δαυίδ κατά την ώραν εκείνην προσέφερεν ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας.

Β Βασ. 6,18        καὶ συνετέλεσε Δαυὶδ συναναφέρων τὰς ὁλοκαυτώσεις καὶ τὰς εἰρηνικὰς καὶ εὐλόγησε τὸν λαὸν ἐν ὀνόματι Κυρίου τῶν δυνάμεων.

Β Βασ. 6,18               Οταν ο Δαυίδ επεράτωσε την προσφοράν των ολοκαυτωμάτων και των ειρηνικών θυσιών, ευλόγησε τον λαόν εν ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων.

Β Βασ. 6,19        καὶ διεμέρισε παντὶ τῷ λαῷ εἰς πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἀπό ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἑκάστῳ κολλυρίδα ἄρτου καὶ ἐσχαρίτην καὶ λάγανον ἀπὸ τηγάνου· καὶ ἀπῆλθε πᾶς ὁ λαὸς ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Β Βασ. 6,19               Εμοίρασε δε εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις όλον τον στρατόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και της Βηρσαβεέ, εις άνδρας και εις γυναίκας, από ένα περιποιημένον άρτον, ένα κομμάτι κρέας ψητό και ένα σταφιδόψωμο. Κατόπιν όλοι επέστρεψαν εις τα σπίτια των.

Β Βασ. 6,20        καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ εὐλογῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπε· τί δεδόξασται σήμερον ὁ βασιλεὺς Ἰσραήλ, ὃς ἀπεκαλύφθη σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς παιδισκῶν τῶν δούλων ἑαυτοῦ, καθὼς ἀποκαλύπτεται ἀποκαλυφθεὶς εἷς τῶν ὀρχουμένων;

Β Βασ. 6,20              Επέστρεψε και ο Δαυίδ στο σπίτι του και ηυλόγησεν αυτό. Η Μελχόλ, η σύζυγός του, η θυγάτηρ του Σαούλ, εβγήκε να τον προϋπαντήση και να του ευχηθή το “καλώς ώρισε”. Κατόπιν δε του είπεν ειρωνικώς· “πόσον πολύ εδοξάσθη σήμερον ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο οποίος δια να χορεύση έβγαλε τα ενδύματα αυτού εμπρός εις τας δούλας και στους δούλους του και εγυμνώθη, όπως γυμνώνεται ο οιοσδήποτε κοινός χορευτής !”

Β Βασ. 6,21        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Μελχόλ· ἐνώπιον Κυρίου ὀρχήσομαι· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἐξελέξατό με ὑπὲρ τὸν πατέρα σου καὶ ὑπὲρ πάντα τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ καταστῆσαί με εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ· καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου

Β Βασ. 6,21               Ο Δαυίδ απήντησε προς αυτήν “εγώ θα χορεύσω, χωρίς να εντρέπωμαι, ενώπιον του Κυρίου μου, ο οποίος με εξέλεξε βασιλέα αντί του πατρός σου και αντί της οικογενείας σου, δια να γίνω αρχηγός του λαού του, του ισραηλιτικού. Θα παίξω, λοιπόν, μουσικά όργανα και θα χορεύσω ενώπιον του Κυρίου, δια να δοξάσω τον Κυριον.

Β Βασ. 6,22        καὶ ἀποκαλυφθήσομαι ἔτι οὕτως καὶ ἔσομαι ἀχρεῖος ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ μετὰ τῶν παιδισκῶν, ὧν εἶπάς με μὴ δοξασθῆναι.

Β Βασ. 6,22              Θα βγάλω τα βασιλικά μου ενδύματα, έστω και αν πρόκειται να φανώ τιποτένιος εις τα μάτια σου, και θα χορεύσω μαζή με τας δούλας, ενώπιον των οποίων μου είπες να μη ταπεινώνομαι έτσι”.

Β Βασ. 6,23        καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν.

Β Βασ. 6,23              Επειδή έτσι ωμίλησεν η Μελχόλ, η θυγάτηρ του Σαούλ προς τον Δαυίδ, δεν απέκτησε παιδί μέχρι του θανάτου της.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΘΑΝ

                                    Η προφητεία του Νάθαν

Β Βασ. 7,1         Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ Κύριος κατεκληρονόμησεν αὐτὸν κύκλῳ ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν κύκλῳ,

Β Βασ. 7,1                 Οταν ο βασιλεύς Δαυίδ εγκατεστάθη στο ανάκτορόν του, ο Κυριος τον απήλλαξε από τους πολέμους και του έδωσε κληρονομίαν από τας χώρας όλων των γύρω εχθρικών του λαών.

Β Βασ. 7,2         καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Νάθαν τὸν προφήτην· ἰδοὺ δὴ ἐγὼ κατοικῶ ἐν οἴκῳ κεδρίνῳ, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ κάθηται ἐν μέσῳ τῆς σκηνῆς.

Β Βασ. 7,2                 Και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ προς τον Ναθαν, τον προφήτην· “ιδού, λοιπόν, εγώ κατοικώ τώρα εις τον βασιλικόν οίκον κατεσκευασμένον από πολύτιμα ξύλα κέδρου, η δε Κιβωτός του Θεού ευρίσκεται μέσα εις μίαν απλήν σκηνήν”.

Β Βασ. 7,3         καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς τὸν βασιλέα· πάντα, ὅσα ἂν ἐν τῇ καρδίᾳ σου, βάδιζε καὶ ποίει, ὅτι Κύριος μετὰ σοῦ.

Β Βασ. 7,3                 Ο Ναθαν είπε προς τον βασιλέα· “όλα όσα έχεις εις την καρδίαν σου να κάμης σχετικώς με τον ναόν του Κυρίου, πήγαινε και εκτέλεσέ τα. Διότι ο Κυριος είναι μαζή σου”.

Β Βασ. 7,4         καὶ ἐγένετο τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου πρὸς Νάθαν λέγων·

Β Βασ. 7,4                 Αλλά κατά την νύκτα εκείνην ωμίλησεν ο Κυριος προς τον προφήτην Ναθαν και του είπε·

Β Βασ. 7,5         πορεύου, καὶ εἰπὸν πρὸς τὸν δοῦλόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαί με·

Β Βασ. 7,5                 “πήγαινε και ειπέ στον δούλον μου τον Δαυίδ, ότι αυτά λέγει ο Κυριος· Δεν θα ανοικοδομήσης συ τον ναόν μου, δια να κατοικήσω εις αυτόν,

Β Βασ. 7,6         ὅτι οὐ κατῴκηκα ἐν οἴκῳ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκηνῇ,

Β Βασ. 7,6                 διότι έως τώρα ποτέ δεν έχω κατοικήσει εις μόνιμον ναόν, από τότε που έβγαλα τους Ισραηλίτας ελευθέρους από την Αίγυπτον, μέχρι της σημερινής ημέρας. Παντοτε επορευόμην, ευρισκόμενος, εις πτωχικόν ξύλινον παράπηγμα, σκεπασμένον με σκεπάσματα.

Β Βασ. 7,7         ἐν πᾶσιν, οἷς διῆλθον ἐν παντὶ Ἰσραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ λέγων· ἱνατί οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοι οἶκον κέδρινον;

Β Βασ. 7,7                 Εις όλην την διαδρομήν, που είχα με τους Ισραηλίτας έως εδώ, μήπως διετύπωσα παράπονον, έστω και προς μίαν φυλήν του Ισραηλιτικού λαού, εις την οποίαν εγώ παρεχώρησα την ηγεμονίαν επί των άλλων φυλών, δια το γεγονός ότι δεν μου είχατε κτίσει ναόν από πολύτιμα κέδρα; Ποτέ.

Β Βασ. 7,8         καὶ νῦν τάδε ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἔλαβόν σε ἐκ τῆς μάνδρας τῶν προβάτων τοῦ εἶναί σε εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ

Β Βασ. 7,8                 Τωρα, λοιπόν, αυτά θα πης στον δούλον μου τον Δαυίδ· Αυτά λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Σε επήρα από βοσκόν, που εφύλαττες τα πρόβατα, και σε ανέδειξα βασιλέα, αρχηγόν του λαού μου του Ισραηλιτικού.

Β Βασ. 7,9         καὶ ἤμην μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύου, καὶ ἐξωλόθρευσα πάντας τοὺς ἐχθρούς σου ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐποίησά σε ὀνομαστὸν κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς.

Β Βασ. 7,9                 Ημουνα μαζή σου συμπαραστάτης και βοηθός εις όλας τας ενεργείας σου. Εξωλόθρευσα από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου, σε κατέστησα περιώνυμον, σου έδωσα όνομα, όπως τα ονόματα των μεγάλων ανδρών της οικουμένης.

Β Βασ. 7,10        καὶ θήσομαι τόπον τῷ λαῷ μου τῷ Ἰσραὴλ καὶ καταφυτεύσω αὐτόν, καὶ κατασκηνώσει καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐ μεριμνήσει οὐκέτι, καὶ οὐ προσθήσει υἱὸς ἀδικίας τοῦ ταπεινῶσαι αὐτὸν καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς,

Β Βασ. 7,10               Και επί πλέον, εγώ τώρα θα ετοιμάσω τόπον δια τον λαόν μου, τον ισραηλιτικόν. Θα τον φυτεύσω εκεί, και εκείνος θα εγκατασταθή εις ιδικόν του τόπον, ειρηνικός και αμέριμνος. Αδικοι και εχθρικοί λαοί δεν θα τον υποτάξουν, όπως έγινε στους αρχαιοτέρους χρόνους,

Β Βασ. 7,11        ἀπὸ τῶν ἡμερῶν, ὧν ἔταξα κριτὰς ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, καὶ ἀναπαύσω σε ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ ἀπαγγελεῖ σοι Κύριος ὅτι οἶκον οἰκοδομήσεις αὐτῷ.

Β Βασ. 7,11                εις τας ημέρας δηλαδή εκείνας, κατά τας οποίας εγώ είχα αναδείξει Κριτάς δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. Θα σε απαλλάξω από όλους τους εχθρούς σου. Ο Κυριος θα σου είπη πότε να οικοδομήσης εις αυτόν οίκον.

Β Βασ. 7,12        καὶ ἔσται ἐὰν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σέ, ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ·

Β Βασ. 7,12               Οταν δε συμπληρωθούν αι ημέραι της ζωής σου και κοιμηθής μαζή με τους προγόνους σου, θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε τον υιόν σου, ο οποίος θα κατάγεται από σένα, και θα στερεώσω την βασιλείαν του.

Β Βασ. 7,13        αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καὶ ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα.

Β Βασ. 7,13               Αυτός θα ανοικοδομήση επί τω ονόματί μου ναόν, εγώ δε θα ανορθώσω και θα στερεώσω τον θρόνον του ακατάλυτον.

Β Βασ. 7,14        ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν· καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἡ ἀδικία αὐτοῦ, καὶ ἐλέγξω αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ ἀνδρῶν καὶ ἐν ἁφαῖς υἱῶν ἀνθρώπων·

Β Βασ. 7,14               Εγώ θα είμαι δι' αυτόν πατήρ και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός. Εάν δε αυτός αμαρτήση, θα τον τιμωρήσω με ραβδισμούς και με κτυπήματα προερχόμενα από άλλους ανθρώπους.

Β Βασ. 7,15        τὸ δὲ ἔλεός μου οὐκ ἀποστήσω ἀπ᾿ αὐτοῦ, καθὼς ἀπέστησα ἀφ᾿ ὧν ἀπέστησα ἐκ προσώπου μου.

Β Βασ. 7,15               Δεν θα απομακρύνω όμως το έλεός μου από αυτόν, όπως είχα απομακρύνει τα μάτια μου από άλλους, που είχαν προηγουμένως αμαρτήσει.

Β Βασ. 7,16        καὶ πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐνώπιόν μου. καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα.

Β Βασ. 7,16               Ετσι οι απόγονοί του και η βασιλεία του θα στερεωθούν ενώπιόν μου δια παντός. Και θα είναι αιωνία η βασιλεία του, στερεά και ακατάλυτος στον αιώνα”.

Β Βασ. 7,17        κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ κατὰ πᾶσαν τὴν ὅρασιν ταύτην, οὕτως ἐλάλησε Νάθαν πρὸς Δαυίδ.

Β Βασ. 7,17               Αυτά είπεν ο Θεός προς τον Ναθαν και σύμφωνα με την όρασιν και τα λόγια αυτά του Θεού ωμίλησεν ο Ναθαν προς τον Δαυίδ.

 

                                    Προσευχή του Δαβίδ

Β Βασ. 7,18        καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ ἐκάθισεν ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἶπε· τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων;

Β Βασ. 7,18               Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, έμεινεν ενώπιον του Κυρίου και προσευχηθείς είπε· “ποιός είμαι εγώ, Κυριέ μου Κυριε, και ποιά είναι η οικονένειά μου, ώστε να με έχης αγαπήσει μέχρι τοιούτου σημείου;

Β Βασ. 7,19        καὶ κατεσμικρύνθην μικρὸν ἐνώπιόν σου, Κύριέ μου Κύριε. καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ οἴκου τοῦ δούλου σου εἰς μακράν· οὗτος δὲ ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπου, Κύριέ μου Κύριε.

Β Βασ. 7,19               Είδα, Κυριέ μου Κυριε, περισσότερον τώρα την μικρότητά μου ενώπιόν σου, με όσα θαυμαστά υπεσχέθης δια την οικογένειάν μου και δι' εμέ τον δούλον σου και δια το μακρυνόν μέλλον. Εφέρθης απέναντί μου, Κυριέ μου Κυριε, ωσάν φίλος προς φίλον.

Β Βασ. 7,20        καὶ τί προσθήσει Δαυὶδ ἔτι τοῦ λαλῆσαι πρός σε; καὶ νῦν σὺ οἶδας τὸν δοῦλόν σου, Κύριέ μου Κύριε.

Β Βασ. 7,20              Τι επί πλέον έχω τώρα να ζητήσω από σε εγώ ο Δαυίδ; Συ γνωρίζεις εμέ τον δούλον σου, Κυριέ μου Κυριε.

Β Βασ. 7,21        διὰ τὸν λόγον σου πεποίηκας, καὶ κατὰ τὴν καρδίαν σου ἐποίησας πᾶσαν τὴν μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τῷ δούλῳ σου

Β Βασ. 7,21               Συμφωνα με την υπόσχεσίν σου και με την αγίαν θέλησίν σου έκαμες όλα αυτά τα θαυμάσια, τα οποία απεκάλυψες εις εμέ τον δούλον σου.

Β Βασ. 7,22        ἕνεκεν τοῦ μεγαλῦναί σε, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς σὺ καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἠκούσαμεν ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν.

Β Βασ. 7,22              Εγιναν αυτά, δια να σε δοξάζω, Κυριέ μου Κυριε, διότι δεν υπάρχει άλλος, όπως είσαι συ, ούτε υπάρχει άλλος Θεός όπως συ, ο μόνος ικανός και δυνατός δια τα θαυμάσια, τα οποία έκαμες και ήκουσαν τα αυτιά μας.

Β Βασ. 7,23        καὶ τίς ὡς ὁ λαός σου Ἰσραὴλ ἔθνος ἄλλο ἐν τῇ γῇ; ὡς ὡδήγησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς τοῦ λυτρώσασθαι αὐτῷ λαόν, τοῦ θέσθαι σε ὄνομα, τοῦ ποιῆσαι μεγαλωσύνην καὶ ἐπιφάνειαν, τοῦ ἐκβαλεῖν σε ἐκ προσώπου τοῦ λαοῦ σου, οὓς ἐλυτρώσω σεαυτῷ ἐξ Αἰγύπτου, ἔθνη καὶ σκηνώματα;

Β Βασ. 7,23              Ποιός άλλος λαός εις την οικουμένην είναι τόσον ευλογημένος από σέ, όπως ο Ισραηλιτικός λαός σου; Γνωρίζομεν, πως συ ο Θεός ηλευθέρωσας αυτόν από τους Αιγυπτίους και τον καθωδήγησες και του έδωσες δοξασμένον όνομα και προς χάριν του επραγματοποίησες εξαίρετα και μεγάλα θαύματα, ώστε χάριν αυτού του λαού, τον οποίον απηλευθέρωσας από την δουλείαν της Αιγύπτου, να απομακρύνης άλλα έθνη από τας κατοικίας των.

Β Βασ. 7,24        καὶ ἡτοίμασας σεαυτῷ τὸν λαόν σου Ἰσραὴλ εἰς λαὸν ἕως αἰῶνος, καὶ σύ, Κύριε, ἐγένου αὐτοῖς εἰς Θεόν.

Β Βασ. 7,24              Επαιδαγώγησες και εστερέωσες τον λαόν σου αυτόν τον Ισραηλιτικόν μέχρι πέρατος των αιώνων. Συ, Κυριε, έγινες αυτού Θεός.

Β Βασ. 7,25        καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησας περὶ τοῦ δούλου σου καὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, πίστωσον ἕως τοῦ αἰῶνος, Κύριε παντοκράτωρ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ· καὶ νῦν καθὼς ἐλάλησας,

Β Βασ. 7,25              Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, τον λόγον, τον οποίον είπες δι' εμέ τον δούλον σου και δια τον οίκον μου, πραγματοποίησέ τον εις αιώνας αιώνων.

Β Βασ. 7,26        μεγαλυνθείη τὸ ὄνομά σου ἕως αἰῶνος.

Β Βασ. 7,26              Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, όπως είπες, ας γίνη, δια να δοξασθή αιωνίως το όνομά σου.

Β Βασ. 7,27        Κύριε παντοκράτωρ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀπεκάλυψας τὸ ὠτίον τοῦ δούλου σου, λέγων· οἶκον οἰκοδομήσω σοι· διὰ τοῦτο εὗρεν ὁ δοῦλός σου τὴν καρδίαν ἑαυτοῦ τοῦ προσεύξασθαι πρός σε τὴν προσευχὴν ταύτην.

Β Βασ. 7,27              Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, συ εφανέρωσας εις εμέ τον δούλον σου τα μέλλοντα λέγων· Θα οικοδομήσω δια σε οίκον. Δια τούτο εγώ ο δούλός σου έσπευσα να ανοίξω την καρδίαν μου και να κάμω προς σε αυτήν την προσευχήν.

Β Βασ. 7,28        καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, σὺ εἶ ὁ Θεός, καὶ οἱ λόγοι σου ἔσονται ἀληθινοί, καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ δούλου σου τὰ ἀγαθὰ ταῦτα·

Β Βασ. 7,28              Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, ομολογώ και διακηρύσσω, ότι συ είσαι ο αληθινός Θεός και οι λόγοι σου αληθινοί και θα εκπληρωθούν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησες προς εμέ τον δούλον σου δια τα αγαθά αυτά.

Β Βασ. 7,29        καὶ νῦν ἄρξαι καὶ εὐλόγησον τὸν οἶκον τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα ἐνώπιόν σου, ὅτι σύ, Κύριέ μου Κύριε, ἐλάλησας, καὶ ἀπὸ τῆς εὐλογίας σου εὐλογηθήσεται ὁ οἶκος τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα.

Β Βασ. 7,29              Καμε τώρα αρχήν, Κυριε, και ευλόγησε τον οίκον εμού, του δούλου σου, δια να μένη πάντοτε αιώνιος ενώπιόν σου. Διότι συ, Κυριέ μου Κυριε, έδωσες την υπόσχεσιν και με την ιδικήν σου ευλογίαν θα ευλογηθή ο οίκος εμού ου δούλου σου, ώστε να μένη στον αιώνα”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΟΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Οι νικηφόροι πόλεμοι του Δαβίδ

Β Βασ. 8,1         Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐτροπώσατο αὐτούς· καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὴν ἀφωρισμένην ἐκ χειρὸς τῶν ἀλλοφύλων.

Β Βασ. 8,1                 Επειτα από τα ανωτέρω γεγονότα ο Δαυίδ εκτύπησε τους Φιλισταίους και τους κατετρόπωσε. Κατέλαβε δε και αφήρεσε από την εξουσίαν των την χώραν, την οποίαν εκείνοι κατείχον.

Β Βασ. 8,2         καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τὴν Μωὰβ καὶ διεμέτρησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίοις κοιμίσας αὐτοὺς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο τὰ δύο σχοινίσματα τοῦ θανατῶσαι, καὶ τὰ δύο σχοινίσματα ἐζώγρησε, καὶ ἐγένετο Μωὰβ τῷ Δαυὶδ εἰς δούλους φέροντας ξένια.

Β Βασ. 8,2                Κατόπιν ο Δαυίδ εκτύπησε την χώραν των Μωαβιτών και την κατέλαβε. Διέταξε τους αιχμαλώτους να πέσουν πρηνείς στο έδαφος και τους εμέτρησε χρησιμοποιήσας ως μέτρον μήκους σχοινία. Τους διήρεσεν εις δύο ομάδας και διέταξεν οι μεν ημίσεις να θανατωθούν οι δε άλλοι να αφεθούν εις την ζωήν. Οι επιζήσαντες Μωαβίται έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαυίδ.

Β Βασ. 8,3         καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τὸν Ἀδρααζὰρ υἱὸν Ῥαάβ, βασιλέα Σουβά, πορευομένου αὐτοῦ ἐπιστῆσαι τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τὸν ποταμὸν Εὐφράτην.

Β Βασ. 8,3                 Κατόπιν ο Δαυίδ εκτύπησε τον Αδρααζάρ, τον υιόν του Ραάβ, βασιλέα της Σουβά, όταν αυτός εβάδιζε δια να θέση υπό την κυριαρχίαν του τους λαούς, που ευρίσκοντο πλησίον στον ποταμόν Ευφράτην.

Β Βασ. 8,4         καὶ προκατελάβετο Δαυὶδ τῶν αὐτοῦ χίλια ἅρματα καὶ ἑπτά χιλιάδας ἱππέων καὶ εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν πεζῶν, καὶ παρέλυσε Δαυὶδ πάντα τὰ ἅρματα καὶ ὑπελίπετο ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα.

Β Βασ. 8,4                Ο Δαυίδ τον ενίκησεν, εκυρίευσε χίλια άρματα του, επτά χιλιάδας ιππέων και είκοσι χιλιάδας άνδρας πεζούς. Διέλυσε δε και ηχρήστευσε όλα τα άρματα πλην εκατόν, τα οποία εκράτησε δια τον εαυτόν του.

Β Βασ. 8,5         καὶ παραγίνεται Συρία Δαμασκοῦ βοηθῆσαι τῷ Ἀδρααζὰρ βασιλεῖ Σουβά, καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ ἐν τῷ Σύρῳ εἴκοσι δύο χιλιάδας ἀνδρῶν.

Β Βασ. 8,5                 Ηλθον οι Συροι, που είχαν ως πρωτεύουσάν των την Δαμασκόν, να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ, βασιλέα Σουβά. Ο δε Δαυίδ εκτύπησε και ενίκησεν είκοσι δύο χιλιάδας Συρων.

Β Βασ. 8,6         καὶ ἔθετο Δαυὶδ φρουρὰν ἐν Συρίᾳ τῇ κατὰ Δαμασκόν, καὶ ἐγένετο ὁ Σύρος τῷ Δαυὶδ εἰς δούλους φέροντας ξένια. καὶ ἔσωσε Κύριος τὸν Δαυὶδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.

Β Βασ. 8,6                Εγκατέστησε δε εις την Δαμασκόν της Συρίας στρατιωτικήν φρουράν και οι Συροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαυίδ. Ετσι δε ο Κυριος έσωσε τον Δαυίδ και τον εβοήθησεν, ώστε να φέρη εις πέρας όλας τας πολεμικάς του ενεργείας.

Β Βασ. 8,7         καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τοὺς χλιδῶνας τοὺς χρυσοῦς, οἳ ἦσαν ἐπὶ τῶν παίδων τῶν Ἀδρααζὰρ βασιλέως Σουβά, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ ἔλαβεν αὐτὰ Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐν τῷ ἀναβῆναι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ἡμέραις Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος.

Β Βασ. 8,7                 Ο Δαυίδ επήρε τα χρυσά βραχιόλια, τα οποία εφορούσαν οι σωματοφύλακες του Αδρααζάρ, του βασιλέως της Σουβά, και τα έφερεν εις την Ιερουσαλήμ. Αυτά τα ελαφυραγώγησεν αργότερα ο Σουσακίμ ο βασιλεύς της Αιγύπτου, όταν ανέβη εις τα Ιεροσόλυμα κατά τας ημέρας, που βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ήτο ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος.

Β Βασ. 8,8         καὶ ἐκ τῆς Μασβὰκ καὶ ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν πόλεων τοῦ Ἀδρααζὰρ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ χαλκὸν πολὺν σφόδρα· ἐν αὐτῷ ἐποίησε Σολομῶν τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν καὶ τοὺς στύλους καὶ τοὺς λουτῆρας καὶ πάντα τὰ σκεύη.

Β Βασ. 8,8                Ο βασιλεύς Δαυίδ συνεκέντρωσε πάρα πολύν χαλκόν από την πόλιν Μασβάκ και από άλλας πόλστου Αδρααζάρ. Με τον χαλκόν δε αυτόν κατεσκεύασεν αργότερα ο Σολομών την λεγομένην χαλκήν θάλασσαν, τους στύλους και τους λουτήρας και όλα τα ιερά χάλκινα σκεύη του ναού.

Β Βασ. 8,9         καὶ ἤκουσε Θοοὺ ὁ βασιλεὺς Ἡμὰθ ὅτι ἐπάταξε Δαυὶδ πᾶσαν τὴν δύναμιν Ἀδρααζάρ,

Β Βασ. 8,9                Ο Θοού, ο βασιλεύς της Ημάθ, επληροφορήθη, ότι ο Δαυίδ κατενίκησεν όλον τον στρατόν του Αδρααζάρ και εχάρη.

Β Βασ. 8,10        καὶ ἀπέστειλε Θοοὺ Ἰεδδουρὰν τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρὸς βασιλέα Δαυὶδ ἐρωτῆσαι αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην καὶ εὐλογῆσαι αὐτὸν ὑπὲρ οὗ ἐπολέμησε τὸν Ἀδρααζὰρ καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, ὅτι ἀντικείμενος ἦν τῷ Ἀδρααζάρ, καὶ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ ἦσαν σκεύη ἀργυρᾶ καὶ σκεύη χρυσᾶ καὶ σκεύη χαλκᾶ.

Β Βασ. 8,10               Ο Θοού απέστειλε τον υιόν του Ιεδδουράν, προς τον Δαυίδ τον βασιλέα, να τον χαιρετήση και να τον συγχαρή δια τας νίκας του εναντίον του Αδρααζάρ. Διότι ο Αδρααζάρ ήτο εχθρός του Θοού. Ο υιός του Θοού προσέφερεν ως δώρα στον Δαυίδ δοχεία αργυρά, χρυσά και χάλκινα.

Β Βασ. 8,11        καὶ ταῦτα ἡγίασεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ μετὰ τοῦ ἀργυρίου καὶ μετὰ τοῦ χρυσίου, οὗ ἡγίασεν ἐκ πασῶν τῶν πόλεων, ὧν κατεδυνάστευσεν,

Β Βασ. 8,11               Ο Δαυίδ αφιέρωσε και αυτά στον Θεόν μαζή με τον άργυρον και τον χρυσόν, που είχε πάρει ως λάφυρα από όλας τας άλλας πόλεις τας οποίας είχε κυριεύσει·

Β Βασ. 8,12        ἐκ τῆς Ἰδουμαίας καὶ ἐκ τῆς Μωὰβ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ἀμμὼν καὶ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἐξ Ἀμαλὴκ καὶ ἐκ τῶν σκύλων Ἀδρααζὰρ υἱοῦ Ῥαὰβ βασιλέως Σουβά.

Β Βασ. 8,12               δηλαδή από τας πόλεις της Ιδουμαίας, από τας πόλεις των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, των Φιλισταίων, των Αμαληκιτών και από τα λάφυρα του Αδρααζάρ, του υιού του Ραάβ, βασιλέως της Σουβά.

Β Βασ. 8,13        καὶ ἐποίησε Δαυὶδ ὄνομα· καὶ ἐν τῷ ἀνακάμπτειν αὐτὸν ἐπάταξε τὴν Ἰδουμαίαν ἐν Γεβελὲμ εἰς ὀκτωκαίδεκα χιλιάδας.

Β Βασ. 8,13               Ετσι δε ο Δαυίδ κατέστη περιώνυμος. Οταν δε επέστρεψεν από τας ανωτέρω πολεμικάς επιχειρήσεις, εκτύπησε την Ιδουμαίαν εις την Γεβελέμ με δέκα οκτώ χιλιάδας άνδρας.

Β Βασ. 8,14        καὶ ἔθετο ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ φρουράν, ἐν πάσῃ τῇ Ἰδουμαίᾳ, καὶ ἐγένοντο πάντες οἱ Ἰδουμαῖοι δοῦλοι τῷ βασιλεῖ. καὶ ἔσωσε Κύριος τὸν Δαυὶδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.

Β Βασ. 8,14               Την κατέλαβε και εγκατέστησεν εις όλην την Ιδουμαίαν φρουράν ιδικών του στρατιωτών. Ολοι δε οι Ιδουμαίοι έγιναν όλοι στον βασιλέα Δαυίδ. Ετσι δε ο Κυριος έσωσε τον Δαυίδ και τον εβοήθησεν εις όλας αυτού τας πολεμικάς ενεργείας.

Β Βασ. 8,15        καὶ ἐβασίλευσε Δαυὶδ ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ. καὶ ἦν Δαυὶδ ποιῶν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Β Βασ. 8,15               Ο Δαυίδ έγινε βασιλεύς πλέον εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. Ως βασιλεύς δε έκρινε και εδίκαζε δικαίως τας διαφοράς, αι οποίαι παρουσιάζοντα μεταξύ των Ισραηλιτών.

Β Βασ. 8,16        καὶ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ἐπὶ τῆς στρατιᾶς καὶ Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀχιὰδ ἐπὶ τῶν ὑπομνημάτων,

Β Βασ. 8,16               Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, αδελφής του Δαυίδ, ήτο αρχηγός όλης της στρατιάς του Δαυίδ. Ο δε Ιωσαφάτ, υιός του Αχιάδ, είχε την φροντίδα των υπομνημάτων.

Β Βασ. 8,17        καὶ Σαδοὺκ υἱὸς Ἀχιτὼβ καὶ Ἀχιμέλεχ υἱὸς Ἀβιάθαρ ἱερεῖς, καὶ Ἀσὰ ὁ γραμματεύς,

Β Βασ. 8,17               Ο Σαδούκ υιός του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ υιός του Αβιάθαρ, ήσαν ιερείς. Ο δε Ασά ήτο ο γραμματεύς.

Β Βασ. 8,18        καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ σύμβουλος, καὶ ὁ Χελεθθὶ καὶ ὁ Φελεττί· καὶ οἱ υἱοὶ Δαυὶδ αὐλάρχαι ἦσαν.

Β Βασ. 8,18               Ο Βαναίας, υιός του Ιωδαέ, ήτο ο σύμβουλος του Δαυίδ. Σωματοφύλακες δε του βασιλέως ήσαν ξένοι, Χελεθθί και Φελεττί. Οι δε υιοί του Δαυίδ ήσαν οι αυλάρχαι του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΙΟ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ

                                    Η καλοσύνη του Δαβίδ προς το γιο του Ιωνάθαν

Β Βασ. 9,1         Καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ ἔστιν ἔτι ὑπολελειμμένος ἐν τῷ οἴκῳ Σαοὺλ καὶ ποιήσω μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος ἕνεκεν Ἰωνάθαν;

Β Βασ. 9,1                 Ο Δαυίδ ηρώτησε· “μήπως, τάχα, και ζη κανείς από την οικογένειαν του Σαούλ, δια να ανταποδώσω προς αυτόν ευεργεσίας από ευγνωμοσύνην προς τον Ιωνάθαν;”

Β Βασ. 9,2         καὶ ἐκ τοῦ οἴκου Σαοὺλ ἦν παῖς, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σιβά, καὶ καλοῦσιν αὐτὸν πρὸς Δαυίδ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς· σὺ εἶ Σιβά; καὶ εἶπεν· ἐγὼ δοῦλος σός.

Β Βασ. 9,2                Εζούσε τότε από τον οίκον του Σαούλ ενας δούλος, ο οποίος ωνομάζετο Σιβά. Τον εκάλεσαν και τον οδήγησαν προς τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “συ είσαι ο Σιβά;” Και εκείνος απήντησεν· “εγώ, ο δούλός σου”.

Β Βασ. 9,3         καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰ ὑπολέλειπται ἐκ τοῦ οἴκου Σαοὺλ ἔτι ἀνὴρ καὶ ποιήσω μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος Θεοῦ; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἔτι ἐστίν υἱὸς τῷ Ἰωνάθαν πεπληγὼς τοὺς πόδας.

Β Βασ. 9,3                 Ο βασιλεύς τον ηρώτησε· “μήπως έχει επιζήσει κανείς από την οικογένειαν του Σαούλ, δια να του προσφέρω ευεργεσίαν, παρά του Θεού ευλογημένην;” Είπε δε ο Σιβά προς τον βασιλέα· “υπάρχει ακόμη ενας υιός του Ιωνάθαν, ο οποίος όμως είναι χωλός και από τα δύο πόδια”.

Β Βασ. 9,4         καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ποῦ οὗτος; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ ἐν οἴκῳ Μαχὶρ υἱοῦ Ἀμιὴλ ἐκ τῆς Λαδάβαρ.

Β Βασ. 9,4                Είπεν ο βασιλεύς· “που είναι αυτός;” Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτός ευρίσκεται στον οίκον του Μαχίρ, υιού του Αμιήλ, του καταγομένου από την πόλιν Λαδάβαρ”.

Β Βασ. 9,5         καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεύς Δαυὶδ καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ οἴκου Μαχὶρ υἱοῦ Ἀμιὴλ ἐκ τῆς Λαδάβαρ.

Β Βασ. 9,5                 Ο Δαυίδ έστειλεν άνθρωπον και έφερεν αυτόν από τον οίκον του Μαχίρ, του υιού του Αμιήλ, του καταγομένου από την Λαδάβαρ.

Β Βασ. 9,6         καὶ παραγίνεται Μεμφιβοσθὲ υἱὸς Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ πρὸς τὸν βασιλέα Δαυὶδ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· Μεμφιβοσθέ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ὁ δοῦλός σου.

Β Βασ. 9,6                Ο Μεμφιβοσθέ, υιός αυτός του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, παρουσιάσθη στον βασιλέα Δαυίδ. Επεσε με το πρόσωπον αυτού στο έδαφος, και τον προσεκύνησεν. Ο Δαυίδ του είπε· Μεμφιβοσθέ ! Εκείνος απήντησεν· Ιδού ο δούλος σου!

Β Βασ. 9,7         καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· μὴ φοβοῦ, ὅτι ποιῶν ποιήσω μετὰ σοῦ ἔλεος διὰ Ἰωνάθαν τὸν πατέρα σου καὶ ἀποκαταστήσω σοι πάντα ἀγρὸν Σαοὺλ πατρὸς τοῦ πατρός σου, καὶ σὺ φαγῇ ἄρτον ἐπὶ τῆς τραπέζης μου διαπαντός.

Β Βασ. 9,7                 Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “μη φοβήσαι. Προς χάριν του πατρός σου, του Ιωνάθαν, θα δείξω καλωσύνην προς σέ. Θα σου αποδώσω όλην την κτηματικήν περιουσίαν του πάππου σου Σαούλ, και συ θα τρώγης άρτον εις το ίδιο τραπέζι με εμέ δια παντός”.

Β Βασ. 9,8         καὶ προσεκύνησε Μεμφιβοσθέ καὶ εἶπε· τίς εἰμι ὁ δοῦλός σου, ὅτι ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸν κύνα τὸν τεθνηκότα τὸν ὅμοιον ἐμοί;

Β Βασ. 9,8                Ο Μεμφιβοσθέ προσεκύνησε πάλιν τον Δαυίδ και είπε· “ποιός είμαι εγώ ο δούλος σου, στον οποίον έρριψες να τόσον σπλαγχνικόν βλέμμα; Εγώ είμαι όμοις με ένα ψόφιο σκυλί”.

Β Βασ. 9,9         καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Σιβὰ τὸ παιδάριον Σαοὺλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· πάντα ὅσα ἐστὶ τῷ Σαοὺλ καὶ ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ δέδωκα τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου·

Β Βασ. 9,9                Ο βασιλεύς Δαυίδ εκάλεσε τον δούλον του Σαούλ, τον Σιβά, και του είπεν· “όλα όσα άλλοτε ανήκον εις τον Σαούλ και εις όλην την οικογένειαν του τα έχω δώσει στον υιόν του κυρίου σου, στον Μεμφιβοσθέ.

Β Βασ. 9,10        καὶ ἐργᾷ αὐτῷ τὴν γῆν, σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ δοῦλοί σου, καὶ εἰσοίσεις τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου ἄρτους, καὶ ἔδεται αὐτούς· καὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς τοῦ κυρίου σου φάγεται διαπαντὸς ἄρτον ἐπὶ τῆς τραπέζης μου. (καὶ τῷ Σιβὰ ἦσαν πεντεκαίδεκα υἱοὶ καὶ εἴκοσι δοῦλοι).

Β Βασ. 9,10               Συ δε και τα παιδιά σου και οι δούλοι σου θα εργάζεσθε τους αγρούς του προς χάριν αυτού. Και προς τον υιόν του κυρίου σου θα προσφέρης τα εισοδήματα, τα οποία αυτός θα τα απολαμβάνη. Ο Μεμφιβοσθέ, ο υιός του κυρίου σου, θα τρώγη πάντοτε στο ίδιο τραπέζι με εμέ”. ( Ο Σιβά είχε δέκα πέντε υιούς και είκοσι δούλους).

Β Βασ. 9,11        καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· κατὰ πάντα, ὅσα ἐντέταλται ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τῷ δούλῳ αὐτοῦ, οὕτω ποιήσει ὁ δοῦλός σου· καὶ Μεμφιβοσθὲ ἤσθιεν ἐπὶ τῆς τραπέζης Δαυὶδ καθὼς εἷς τῶν υἱῶν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 9,11               Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “σύμφωνα με όλα όσα συ, ο κύριός μου και ο βασιλεύς, διέταξες εμέ τον δούλον σου, εγώ θα ενεργήσω”. Ο Μεμφιβοσθέ συνέτρωγε έκτοτε μαζή με τον Δαυίδ εις την βασιλικήν τράπεζαν, σαν ένα από τα παιδιά του βασιλέως.

Β Βασ. 9,12        καὶ τῷ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς μικρὸς ἦν, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μιχά. καὶ πᾶσα ἡ κατοίκησις τοῦ οἴκου Σιβὰ δοῦλοι τοῦ Μεμφιβοσθέ.

Β Βασ. 9,12               Ο Μεμφιβοσθέ είχεν ένα μικρόν υιόν, ο οποίος ωνομάζετο Μιχά. Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι κατοικούσαν στον οίκον του Σιβά, ήσαν δούλοι του Μεμφιβοσθέ.

Β Βασ. 9,13        καὶ Μεμφιβοσθὲ κατῴκει ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐπὶ τῆς τραπέζης τοῦ βασιλέως αὐτὸς διαπαντὸς ἤσθιε· καὶ αὐτὸς ἦν χωλὸς ἀμφοτέροις τοῖς ποσὶν αὐτοῦ.

Β Βασ. 9,13               Ο Μεμφιβοσθέ κατοικούσε πλέον εις την Ιερουσαλήμ, διότι συνέτρωγε πάντοτε εις την ιδίαν τράπεζάν με τον βασιλέα. Ητο δε χωλός και εις τα δύο του πόδια.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Ο ΔΑΒΙΔ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ

                                    Ο Δαβίδ νικάει τους Αμμωνίτες και τους συμμάχους τους

Β Βασ. 10,1        Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἀπέθανε βασιλεὺς υἱῶν Ἀμμών, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀννὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 10,1               Επειτα από τα γεγονότα αυτά απέθανεν ο βασιλεύς των Αμμωνιτών και εβασίλευσε αντ' αυτού ο υιός του ο Αννών.

Β Βασ. 10,2        καὶ εἶπε Δαυίδ· ποιήσω ἔλεος μετὰ Ἀννὼν υἱοῦ Ναάς, ὃν τρόπον ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος· καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ παρακαλέσαι αὐτὸν ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ περὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ παρεγένοντο οἱ παῖδες Δαυὶδ εἰς τὴν γῆν υἱῶν Ἀμμών.

Β Βασ. 10,2               Ο Δαυίδ εσκέφθη και είπε· “πρέπει προς τον Αννών, τον υιόν του Ναάς, να δείξω την ιδίαν καλωσύνην, την οποίαν ο πατέρας του έδειξε προς εμέ”. Εστειλε λοιπόν δούλους του, δια να συλλυπηθή τον Αννών επί τω θανάτω του πατρός του. Οι απεσταλμένοι του Δαυίδ ήλθον εις την χώραν των Αμμωνιτών.

Β Βασ. 10,3        καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες υἱῶν Ἀμμὼν πρὸς Ἀννὼν τὸν κύριον αὐτῶν· μὴ παρὰ τὸ δοξάζειν Δαυὶδ τὸν πατέρα σου ἐνώπιόν σου, ὅτι ἀπέστειλέ σοι παρακαλοῦντας; ἀλλ᾿ οὐχὶ ὅπως ἐρευνήσωσι τὴν πόλιν καὶ κατασκοπήσωσιν αὐτὴν καὶ τοῦ κατασκέψασθαι αὐτὴν ἀπέστειλε Δαυὶδ τοὺς παῖδας αὐτοῦ πρός σε;

Β Βασ. 10,3               Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν προς τον βασιλέα τους, τον Αννών· “μήπως φαντάζεσαι, ότι δια να τιμήση πράγματι ενώπιόν σου τον πατέρα σου, απέστειλεν εις σε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθούν; Οχι· τους έστειλε, δια να εξερευνήσουν την πόλιν και την κατασκοπεύσουν και έπειτα να την καταστρέψουν”.

Β Βασ. 10,4        καὶ ἔλαβεν Ἀννὼν τοὺς παῖδας Δαυὶδ καὶ ἐξύρησε τοὺς πώγωνας αὐτῶν καὶ ἀπέκοψε τοὺς μανδύας αὐτῶν ἐν τῷ ἡμίσει ἕως τῶν ἰσχίων αὐτῶν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτούς.

Β Βασ. 10,4               Ο Αννών επείσθη εις τας εισηγήσεις εκείνων, συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαυίδ, εξύρισε τον πώγωνα αυτών, έκοψε κατά το ήμισυ τα ενδύματά των έως εις την μέσην. Επειτα δε τους αφήκεν ελευθέρους να φύγουν.

Β Βασ. 10,5        καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυὶδ ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀπέστειλεν εἰς ἀπαντὴν αὐτῶν, ὅτι ἦσαν οἱ ἄνδρες ἠτιμασμένοι σφόδρα· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καθίσατε ἐν Ἱεριχὼ ἕως τοῦ ἀνατεῖλαι τοὺς πώγωνας ὑμῶν, καὶ ἐπιστραφήσεσθε.

Β Βασ. 10,5               Εγνωστοποίησαν στον Δαυίδ όσα έγιναν εις βάρος των απεσταλμένων του. Ο Δαυίδ έστειλεν ανθρώπους, δια να τους προαπαντήσουν, επειδή ήσαν πάρα πολύ ντροπιασμένοι από το πάθημά των. Τους είπε δε ο βασιλεύς· “μείνατε εις την Ιεριχώ, μέχρις ότου αυξηθούν τα γένεια σας και κατόπιν επανέρχεσθε εις την Ιερουσαλήμ”.

Β Βασ. 10,6        καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Ἀμμών, ὅτι κατῃσχύνθησαν ὁ λαὸς Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλαν οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν καὶ ἐμισθώσαντο τὴν Συρίαν Βαιθραὰμ καὶ τὴν Συρίαν Σουβά, εἴκοσι χιλιάδας πεζῶν, καὶ τὸν βασιλέα Μααχά, χιλίους ἄνδρας, καὶ Ἰστώβ, δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν.

Β Βασ. 10,6               Οι Αμμωνίται συνησθάνθησαν έπειτα, ότι με την πράξιν των αυτήν προσέβαλαν τον λαόν του Δαυίδ και εφοβήθησαν εκδίκησιν. Δια τούτο οι Αμμωνίται έστειλαν ανθρώπους των και επήραν μισθοφόρους στρατιώτας από την Βαιθραάμ της Συρίας, από την Σουβά της Συρίας, είκοσι χιλιάδας πεζούς· επήραν τον βασιλέα της Μααχά με χιλίους άνδρας και δώδεκα χιλιάδας πολεμιστάς της πόλεως Ιστώβ.

Β Βασ. 10,7        καὶ ἤκουσε Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλε τὸν Ἰωὰβ καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν, τοὺς δυνατούς.

Β Βασ. 10,7               Επληροφορήθη ο Δαυίδ το γεγονός και έστειλεν εναντίον των Αμμωνιτών τον αρχιστράτηγόν του τον Ιωάβ με όλον τον στρατόν του και με τους ανδρείους πολεμιστάς του.

Β Βασ. 10,8        καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν καὶ παρετάξαντο πόλεμον παρὰ τῇ θύρᾳ τῆς πύλης Συρίας Σουβὰ καὶ Ῥοὼβ καὶ Ἰστὼβ καὶ Μααχὰ μόνοι ἐν ἀγρῷ.

Β Βασ. 10,8               Οι Αμμωνίται εξήλθον να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών και εστρατοπέδευσαν πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Οι δε μισθοφόροι της Συρίας, των πόλεων Σουβά, Ροώβ, Ιστώβ και ο Μααχά, είχον στρατοπεδεύσει ξεχωριστά εις την πεδιάδα.

Β Βασ. 10,9        καὶ εἶδεν Ἰωὰβ ὅτι ἐγενήθη πρὸς αὐτὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ πολέμου, ἐκ τοῦ κατὰ πρόσωπον ἐξεναντίας καὶ ἐκ τοῦ ὄπισθεν, καὶ ἐπελέξατο ἐκ πάντων τῶν νεανιῶν Ἰσραήλ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας Συρίας.

Β Βασ. 10,9               Ο Ιωάβ, όταν ήλθεν στο πεδίον της μάχης, είδεν ότι είχε δύο παρατάξεις απέναντί του. Ενα μέτωπον εχθρικόν εκ των έμπροσθεν και άλλο εκ των όπισθεν. Από όλους τους νεαρούς Ισραηλίτας εδιαλεξε τους καλυτέρους και παρετάχθη απέναντι του στρατεύματος των Συρων.

Β Βασ. 10,10      καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἔδωκεν ἐν χειρὶ Ἀβεσσὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας υἱῶν Ἀμμών.

Β Βασ. 10,10             Τους υπολοίπους από τον ισραηλιτικόν στρατόν έθεσεν υπό την διοίκησιν του αδελφού του Αβεσσά, ο οποίος και παρετάχθη απέναντι των Αμμωνιτών.

Β Βασ. 10,11      καὶ εἶπεν· ἐὰν κραταιωθῇ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς σωτηρίαν, καὶ ἐὰν κραταιωθῶσιν υἱοὶ Ἀμμὼν ὑπὲρ σέ, καὶ ἐσόμεθα τοῦ σῶσαί σε·

Β Βασ. 10,11              Ο Ιωάβ είπεν στον Αβεσσά· “εάν οι Συροι υπερισχύσουν εναντίον μου, σεις θα είσθε η σωτηρία μου· θα έλθετε να με βοηθήσετε. Εάν δε οι Αμμωνίται υπερισχύσουν εναντίον σου, ημείς θα έλθωμεν να σας σώσωμεν.

Β Βασ. 10,12      ἀνδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.

Β Βασ. 10,12             Εχε θάρρος, πολέμα με γενναιότητα και ας δειχθώμεν ισχυροί υπέρ του ισραηλιτικού λαού και υπέρ των πόλεων της χώρας μας, η οποία ανήκει στον Θεόν. Ο δε Κυριος ας κάμη ο,τι φαίνεται ενώπιόν του καλόν”.

Β Βασ. 10,13      καὶ προσῆλθεν Ἰωὰβ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς πόλεμον πρὸς Συρίαν, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.

Β Βασ. 10,13             Ο Ιωάβ και ο στρατός του εξήλθον εις πόλεμον εναντίον των Συρων, τους οποίους ενίκησαν και έτρεψαν εις φυγήν.

Β Βασ. 10,14      καὶ οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν εἶδαν ὅτι ἔφυγε Συρία, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσὰ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν. καὶ ἀνέστρεψεν Ἰωὰβ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀμμὼν καὶ παρεγένετο εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 10,14             Οι Αμμωνίται, όταν είδαν ότι οι Συροι ετράπησαν εις φυγήν, έφυγαν και αυτοί πανικόβλητοι εμπρός από τον Αβεσσά και εισήλθον εις την πόλιν των. Ο Ιωάβ, έπειτα από αυτήν την νίκην κατά των Αμμωνιτών, επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 10,15      καὶ εἶδε Συρία ὅτι ἔπταισεν ἔμπροσθεν Ἰσραήλ, καὶ συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό.

Β Βασ. 10,15             Οι Συροι, όταν είδαν το μέγεθος της συμφοράς των, κατεπικράνθησαν, διότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, και συνεκεντρώθησαν, δια να πολεμήσουν και ανακτήσουν την τιμήν των.

Β Βασ. 10,16      καὶ ἀπέστειλεν Ἀδρααζὰρ καὶ συνήγαγε τὴν Συρίαν τὴν ἐκ τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ Χαλαμάκ, καὶ παρεγένοντο εἰς Αἰλάμ, καὶ Σωβὰκ ἄρχων τῆς δυνάμεως Ἀδρααζὰρ ἔμπροσθεν αὐτῶν.

Β Βασ. 10,16             Ο Αδρααζάρ έστειλεν ανθρώπους του και συνεκέντρωσε Συρους στρατιώτας από την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν, της οποίας βασιλεύς ήτο ο Χαλαμάκ. Αυτοί δε ήλθον εις την περιοχήν Αιλαμ. Ολων των στρατευμάτων του Αδρααζάρ αρχηγός ήτο ο Σωβάκ.

Β Βασ. 10,17      καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυίδ, καὶ συνήγαγε τὸν πάντα Ἰσραὴλ καὶ διέβη τὸν Ἰορδάνην καὶ παρεγένετο εἰς Αἰλάμ· καὶ παρετάξατο Συρία ἀπέναντι Δαυίδ, καὶ ἐπολέμησαν μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 10,17             Αυτό ανηγγέλθη στον Δαυίδ, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν, διέβη δε τον ποταμόν Ιορδάνην και έφθασεν εις Αιλάμ. Ο στρατός των Συρων παρετάχθη απέναντι του Δαυίδ και επολέμησεν εναντίον αυτού.

Β Βασ. 10,18      καὶ ἔφυγε Συρία ἀπὸ προσώπου Ἰσραήλ, καὶ ἀνεῖλε Δαυὶδ ἐκ τῆς Συρίας ἑπτακόσια ἅρματα καὶ τεσσαράκοντα χιλιάδας ἱππέων· καὶ τὸν Σωβὰκ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐπάταξε, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.

Β Βασ. 10,18             Κατά τον συμπλοκήν οι Συροι ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ισραηλιτών. Ο Δαυίδ κατέστρεψε επτακόσια άρματα και εφόνευσε σαράντα χιλιάδας ιππείς. Εκτύπησε δε και επλήγωσε τον αρχιστράτηγον του στρατού των Συρων, τον Σωβάκ, ο οποίος και απέθανεν εκεί στο πεδίον της μάχης.

Β Βασ. 10,19      καὶ εἶδαν πάντες οἱ βασιλεῖς οἱ δοῦλοι Ἀδρααζὰρ ὅτι ἔπταισαν ἔμπροσθεν Ἰσραήλ, καὶ ηὐτομόλησαν μετὰ Ἰσραὴλ καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς. καὶ ἐφοβήθη Συρία τοῦ σῶσαι ἔτι τοὺς υἱοὺς Ἀμμών.

Β Βασ. 10,19             Οι βασιλείς, οι οποίοι ήσαν υπόδουλοι στον Αδρααζάρ, όταν είδαν ότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, προσεχώρησαν προς αυτούς και έγιναν φόρου υποτελείς στους Ισραηλίτας. Ετσι δε οι Συροι εφοβήθησαν και δεν ετόλμησαν να βοηθήσουν πλέον τους Αμμωνίτας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΒΗΡΣΑΒΕΕ - Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Δαβίδ και Βηρσαβεέ- Η αμαρτία του Δαβίδ

Β Βασ. 11,1        Καὶ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἰωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα Ἰσραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ῥαββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 11,1                Κοιτά το επόμενον έτος, εις εποχήν δηλαδή κατά την οποίαν οι βασιλείς εξέρχονται συνήθως εις εκστρατείας, ο Δαυίδ έστειλε τον Ιωάβ, μαζή δέ με αυτόν τους σωματοφύλακάς του και όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν και κατέστρεψαν την χώραν των Αμμωνιτών. Επολιόρκησαν δε την πρωτεύουσαν την Ραββάθ. Ο Δαυίδ έμενεν εις την Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 11,2        καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα.

Β Βασ. 11,2               Κατά τας απογευματινάς ώρας ο Δαυίδ εξύπνησεν από τον μεσημβρινόν του ύπνον και περιπατούσε στο βασιλικόν δώμα. Από εκεί είδε κάποιαν γυναίκα να λούεται, η οποία ήτο πάρα πολύ ωραία κατά την εμφάνισιν.

Β Βασ. 11,3        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ Ἐλιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου;

Β Βασ. 11,3                Εζήτησε πληροφορίας δια την γυναίκα αυτήν και είπε· “αυτή δεν είναι η Βηρσαβεέ, η θυγάτηρ του Ελιάβ, η σύζυγος του Ουρίου του Χετταίου;”

Β Βασ. 11,4        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.

Β Βασ. 11,4               Εστειλεν ανθρώπους του, την επήρε, εκοιμήθη μαζή της και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν. Η γυναίκα κατόπιν με λουτρόν εκαθαρίσθη από την νομικήν ακαθαρσίαν της συναφείας της με τον Δαυίδ και επανήλθεν στον οίκον της.

Β Βασ. 11,5        καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω.

Β Βασ. 11,5                Η γυναίκα αυτή έμεινεν έγκυος. Απέστειλε δε άνθρωπον και εγνωστοποίησεν στον Δαυίδ το γεγονός και του είπεν· “εγώ είμαι έγκυος”.

Β Βασ. 11,6        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον· καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ τὸν Οὐρίαν πρὸς Δαυίδ.

Β Βασ. 11,6               Εστειλε τότε ο Δαυίδ αγγελιαφόρον προς τον Ιωάβ και του είπε· “στείλε μου τον Ουρίαν τον Χετταίον”. Ο Ιωάβ απέστειλε πράγματι τον Ουρίαν προς τον Δαυίδ.

Β Βασ. 11,7        καὶ παραγίνεται Οὐρίας καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ εἰς εἰρήνην Ἰωὰβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου.

Β Βασ. 11,7                Ηλθεν ο Ουρίας και εισήλθεν στον οίκον του βασιλέως Δαυίδ. Ο Δαυίδ τον ηρώτησε κατ' αρχάς δια τον Ιωάβ, δια τον στρατόν, δια την πολεμικήν εν γένει κατάστασιν.

Β Βασ. 11,8        καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ· κατάβηθι εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺς πόδας σου· καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίας ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσις τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 11,8               Είπε δε κατόπιν στον Ουρίαν· “πήγαινε στον οίκον σου και νίψε τους πόδας σου και αναπαύσου”. Εβγήκεν ο Ουρίας από τον βασιλικόν οίκον και οπίσω από αυτόν ηκολούθησαν δώρα από την βασιλικήν τράπεζαν.

Β Βασ. 11,9        καὶ ἐκοιμήθη Οὐρίας παρὰ τῇ θύρᾳ τοῦ βασιλέως μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ οὐ κατέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Β Βασ. 11,9               Ο Ουρίας όμως εκοιμήθη εις την θύραν του βασιλικού ανακτόρου, μαζή με τους δούλους του βασιλέως και δεν μετέβη εις την οικίαν του.

Β Βασ. 11,10      καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες, ὅτι οὐ κατέβη Οὐρίας εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· οὐχὶ ἐξ ὁδοῦ σὺ ἔρχῃ; τί ὅτι οὐ κατέβης εἰς τὸν οἶκόν σου;

Β Βασ. 11,10              Εγνωστοποίησαν το πράγμα στον βασιλέα Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Ουρίας δεν είχε μεταβή στον οίκον του. Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Ουρίαν· “από δρόμον δεν έρχεσαι; Διατί δεν επήγες στον οίκον σου να αναπαυθής, εφ' όσον έχεις άλλωστε ανάγκην αναπαύσεως;”

Β Βασ. 11,11      καὶ εἶπεν Οὐρίας πρὸς Δαυίδ· ἡ κιβωτὸς καὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας κατοικοῦσιν ἐν σκηναῖς, καὶ ὁ κύριός μου Ἰωὰβ καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ κυρίου μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ παρεμβάλλουσι· καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικός μου; πῶς; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Β Βασ. 11,11              Ο Ουρίας απήντησε προς τον Δαυίδ· “η ιερά Κιβωτός του Μαρτυρίου, όλος ο ισραηλιτικός και ιουδαϊκός λαός κατοικούν εις τας σκηνάς. Ο κύριός μου, ο Ιωάβ και οι δούλοι του, έχουν στρατοπεδεύσει εις την πεδιάδα. Εγώ, λοιπόν, θα εισέλθω εις την οικίαν μου, δια να φάγω, να πίω και να κοιμηθώ με την γυναίκα μου; Πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Ορκίζομαι εις την ζωήν σου, ότι αυτό δεν θα γίνη”.

Β Βασ. 11,12      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· κάθισον ἐνταῦθα καί γε σήμερον, καὶ αὔριον ἐξαποστελῶ σε. καὶ ἐκάθισεν Οὐρίας ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ τῇ ἐπαύριον.

Β Βασ. 11,12              Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Ουρίαν· “κάθισε εδώ σήμερον και αύριον θα σε στείλω πάλιν προς τον Ιωάβ”. Ο Ουρίας έμεινεν εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην και την επομένην.

Β Βασ. 11,13      καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Δαυίδ, καὶ ἔφαγεν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔπιε καὶ ἐμέθυσεν αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἑσπέρας τοῦ κοιμηθῆναι ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ οὐ κατέβη.

Β Βασ. 11,13              Ο Δαυίδ τον προσεκάλεσεν στο φαγητόν. Ο Ουρίας έφαγε και έπιεν ενώπιον του βασιλέως, ο οποίος και τον εμέθυσε. Κατά το βράδυ εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον, δια να κοιμηθή. Εκοιμήθη εις την κλίνην του, μαζή με τους άλλους δούλους του βασιλέως. Εις το σπίτι του δεν επήγε.

Β Βασ. 11,14      καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς Ἰωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου.

Β Βασ. 11,14              Οταν εξημέρωσεν, ο Δαυίδ έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Ιωάβ, την οποίαν έστειλε με τον ίδιον τον Ουρίαν.

Β Βασ. 11,15      καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται.

Β Βασ. 11,15              Εις την επιστολήν αυτήν έγραφε τα εξής· “Βαλε τον Ουρίαν εις επικίνδυνον θέσιν των πολεμικών επιχειρήσεων. Κατόπιν σεις θα αποσυρθήτε μακράν από αυτόν, δια να μείνη έτσι αυτός αβοήθητος ενώπιον των εχθρών, να κτυπηθή και να φονευθή”.

 

                                    Ο θάνατος του Ουρία

Β Βασ. 11,16      καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν Ἰωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ.

Β Βασ. 11,16              Ο Ιωάβ, ο οποίος συνέχιζε την πολιορκίαν της πόλεως, ετοποθέτησε πράγματι τον Ουρίαν εις επικίνδυνον μέρος, όπου εγνώριζεν ότι υπήρχον άνδρες γενναίοι και ισχυροί.

Β Βασ. 11,17      καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ Ἰωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος.

Β Βασ. 11,17              Οι άνδρες της πολιορκουμένης πόλεως εξώρμησαν και συνήψαν μάχην εναντίον του Ιωάβ. Κατά την μάχην εκείνην εφονεύθησαν από τους στρατιώτας τους Ισραηλίτας και από τους δούλους του Δαυίδ πολλοί. Μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και ο Ουρίας ο Χετταίος.

Β Βασ. 11,18      καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα

Β Βασ. 11,18              Ο Ιωάβ, έπειτα από τα γεγονότα αυτά, έστειλεν αγγελιαφόρον στον Δαυίδ και έδωκεν εις αυτόν την εντολήν να αναφέρη στον βασιλέα τα συμβάντα του πολέμου.

Β Βασ. 11,19      καὶ ἐνετείλατο τῷ ἀγγέλῳ λέγων· ἐν τῷ συντελέσαι πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα

Β Βασ. 11,19              Εις τον αγγελιαφόρον δε προσέθεσεν ο Ιωάβ επί πλέον και τούτο· “όταν τελειώσης την αναφοράν σου προς τον βασιλέα δι' όλα τα συμβάντα του πολέμου

Β Βασ. 11,20      καὶ ἔσται ἐὰν ἀναβῇ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, καὶ εἴπῃ σοι· τί ὅτι ἠγγίσατε πρὸς τὴν πόλιν πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι τοξεύσουσιν ἀπάνωθεν τοῦ τείχους;

Β Βασ. 11,20             και ίδης ότι κατέλαβε θυμός τον βασιλέα και σου είπη· Διατί επλησιάσατε και επολεμήσατε τόσον κοντά εις την πόλιν; Δεν εγνωρίζατε ότι θα σας τοξεύσουν από τα τείχη της πόλεως;

Β Βασ. 11,21      τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ υἱοῦ Νήρ; οὐχὶ γυνὴ ἔῤῥιψε κλάσμα μύλου ἐπ᾿ αὐτὸν ἀπὸ ἄνωθεν τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; καὶ ἐρεῖς· καί γε ὁ δοῦλός σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε.

Β Βασ. 11,21              Ποιός εφόνευσε τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ, υιού του Νηρ; Δεν έρριψε εναντίον του θραύσμα μυλόπετρας επάνω από τον τοίχον μία γυναίκα και τον εφόνευσεν εις την Θαμασί; Διατί, λοιπόν, επλησιάσατε προς το τείχος; Συ θα του απαντήσης· Ο δούλός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος, εφονεύθη εκεί”.

Β Βασ. 11,22      καὶ ἐπορεύθη ὁ ἄγγελος Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ παρεγένετο καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντα, ὅσα ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωὰβ πάντα τὰ ῥήματα τοῦ πολέμου. καὶ ἐθυμώθη Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον· ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι πληγήσεσθε ἀπὸ τοῦ τείχους; τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ; οὐχὶ γυνὴ ἔῤῥιψεν ἐπ᾿ αὐτὸν κλάσμα μύλου ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος;

Β Βασ. 11,22             Ο αγγελιαφόρος του Ιωάβ επήγε προς τον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ, έφθασεν εκεί και ανήγγειλεν στον Δαυίδ όλα όσα είχε διατάξει αυτόν ο Ιωάβ να του είπη σχετικώς με τα γεγονότα του πολέμου. Ο Δαυίδ κατελήφθη από θυμόν εναντίον του Ιωάβ και είπε προς τον αγγελιαφόρον· “διατί επλησιάσατε τόσον πολύ εις την πόλιν και συνήψατε εκεί μάχην; Δεν εγνωρίζατε ότι θα κτυπηθήτε από τους στρατιώτας, που εφύλατταν το τείχος; Ποίος εφόνευσε τον ' Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ; Δεν τον εφόνευσε κάποια γυναίκα, η οποία έρριψεν εναντίον του από τα τείχος ένα θραύσμα από μυλόπετραν και απέθανεν εκείνος εις Θαμασί; Διατί επλησιάσατε προς το τείχος;”

Β Βασ. 11,23      καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς Δαυὶδ ὅτι ἐκραταίωσαν ἐφ᾿ ἡμᾶς οἱ ἄνδρες καὶ ἐξῆλθαν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἐγενήθημεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης,

Β Βασ. 11,23             Ο αγγελιαφόρος είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ότι οι εχθροί εφάνησαν ισχυρότεροι από ημάς, εξήλθον εναντίον μας στον αγρόν και μας επετέθησαν έξω από την πόλιν εις την πεδιάδα. Ημείς όμως τους απεκρούσαμεν έως εις την πύλην της πόλεως.

Β Βασ. 11,24      καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξεύοντες πρὸς τοὺς παῖδάς σου ἀπάνωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἀπέθανον τῶν παίδων τοῦ βασιλέως, καί γε ὁ δοῦλος σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε.

Β Βασ. 11,24             Τοτε από το ύψος του τείχους οι εχθροί έρριψαν με τα τόξα τους βέλη εναντίον μας. Εκεί εφονεύθησαν πολλοί δούλοι του βασιλέως, μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και αυτός ακόμη ο δούλος σου ο Ουρίας”.

Β Βασ. 11,25      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἄγγελον· τάδε ἐρεῖς πρὸς Ἰωάβ· μὴ πονηρὸν ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὅτι ποτὲ μὲν οὕτως καὶ ποτὲ οὕτως φάγεται ἡ μάχαιρα· κραταίωσον τὸν πόλεμόν σου εἰς τὴν πόλιν καὶ κατάσπασον αὐτὴν καὶ κραταίωσον αὐτήν.

Β Βασ. 11,25             Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον αγγελιαφόρον· “αυτά θα πεή εκ μέρους μου στον Ιωάβ· Μη θεωρήσης και πολύ μεγάλο κακό αυτό το γεγονός, διότι η μάχαιρα του πολέμου άλλοτε κατατρώγει τον ένα και άλλοτε τον άλλον. Συ δε να εντείνης τας πολεμικάς σου επιχειρήσεις εναντίον της πόλεως αυτής, να την καταλάβης και να την καταστρέψης”.

Β Βασ. 11,26      καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς.

Β Βασ. 11,26             Οταν η σύζυγος του Ουρίου έμαθεν ότι εφονεύθη ο σύζυγός της, τον επένθησε με κοπετούς και θρήνους.

Β Βασ. 11,27      καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ῥῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου.

Β Βασ. 11,27             Οταν δε επέρασαν αι ημέραι του πένθους της, έστειλεν ο Δαυίδ άνθρωπον και την έφερεν στο ανάκτορόν του. Εκεί δε αυτή έγινε πλέον νόμιμος σύζυγος του Δαυίδ και εγέννησεν εις αυτόν υιόν. Εις τα μάτια όμως του Θεού εφάνη πολύ κακή η πράξις αυτή, την οποίαν έκαμεν ο Δαυίδ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΝΑΘΑΝ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟ ΔΑΒΙΔ  

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ - ΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΜΜΩΝΙΤΩΝ

                                    Η προφητεία του Νάθαν

Β Βασ. 12,1        Καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Νάθαν τὸν προφήτην πρὸς Δαυίδ, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δύο ἦσαν ἄνδρες ἐν πόλει μιᾷ, εἷς πλούσιος, καὶ εἷς πένης·

Β Βασ. 12,1               Ο Κυριος έστειλε προς τον Δαυίδ τον προφήτην Ναθαν, ο οποίος εισήλθεν στο ανάκτορον εκείνου και είπε προς αυτόν· “εις μίαν πόλιν εζούσαν δύο άνδρες, ο ενας πλούσιος και ο άλλος πτωχός.

Β Βασ. 12,2        καὶ τῷ πλουσίῳ ἦν ποίμνια καὶ βουκόλια πολλὰ σφόδρα,

Β Βασ. 12,2               Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια.

Β Βασ. 12,3        καὶ τῷ πένητι οὐδὲν ἀλλ᾿ ἢ ἀμνὰς μία μικρά, ἣν ἐκτήσατο καὶ περιεποίησατο καὶ ἐξέθρεψεν αὐτὴν καὶ ἡδρύνθη μετ᾿ αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό, ἐκ τοῦ ἄρτου αὐτοῦ ἤσθιε καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ ἔπινε καὶ ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ ἐκάθευδε καὶ ἦν αὐτῷ ὡς θυγάτηρ·

Β Βασ. 12,3               Ο πτωχός δεν είχε τίποτε άλλο, παρά μίαν μόνον αμνάδα μικράν, την οποίαν είχεν αγοράσει. Αυτός προσωπικώς την περιποιήθη, την ανέθρεψε, την εμεγάλωσε μαζή με τα παιδιά του. Αυτή έτρωγε από το ψωμί του και έπινε νερό από το ποτήρι του. Εις την αγκάλην του εκοιμάτο και την είχεν ωσάν θυγατέρα του.

Β Βασ. 12,4        καὶ ἦλθε πάροδος τῷ ἀνδρὶ τῷ πλουσίῳ, καὶ ἐφείσατο λαβεῖν ἐκ τῶν ποιμνίων αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν βουκολίων αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι τῷ ξένῳ ὁδοιπόρῳ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἀμνάδα τοῦ πένητος καὶ ἐποίησεν αὐτὴν τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτόν.

Β Βασ. 12,4               Καποιος οδοιπόρος επισκέπτης ήλθεν στον άλλον, τον πλούσιον άνθρωπον. Αυτός, προκειμένου να φιλοξενήση τον ξένον του, ελυπήθη να σφάξη από τα πρόβατά του και από τα βόδια του, δια να παραθέση τράπεζαν φιλοξενίας στον οδοιπόρον, που τον είχεν επισκεφθή. Και επήρε την αμνάδα του πτωχού, την οποίαν έσφαξε και ητοίμασε δια τον ξένον υδοιπόρον, που είχεν ελθει προς αυτόν”.

Β Βασ. 12,5        καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Δαυὶδ σφόδρα τῷ ἀνδρί, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Νάθαν· ζῇ Κύριος, ὅτι υἱὸς θανάτου ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο

Β Βασ. 12,5               Ο Δαυίδ εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του ανθρώπου εκείνου και είπε προς τον Ναθαν· “ορκίζομαι ενώπιον του ζώντος Κυρίου, ότι αυτός ο άνθρωπος, που έκαμε τούτο, είναι οπωσδήποτε άξιος θανάτου και θα θανατωθή.

Β Βασ. 12,6        καὶ τὴν ἀμνάδα ἀποτίσει ἑπταπλασίονα, ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἐποίησε τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ περὶ οὗ οὐκ ἐφείσατο.

Β Βασ. 12,6               Θα επιστρέψη δε στον αδικηθέντα επτά αμνάδας, διότι έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν, δεν ελυπήθη δηλαδή τον πτωχόν κύριον της μιας αμνάδος”.

Β Βασ. 12,7        καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐγώ εἰμι ὁ χρίσας σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐγώ εἰμι ἐῤῥυσάμην σε ἐκ χειρὸς Σαοὺλ

Β Βασ. 12,7               Ο Ναθαν είπε τότε προς τον Δαυίδ· “συ είσαι ο άνθρωπος εκείνος, που έπραξε τούτο. Δι' αυτό τα εξής λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος σε έχρισα βασιλέα του ισραηλιτικού λαού, και εγώ είμαι εκείνος ο οποίος σε εγλύτωσα από τα χέρια του Σαούλ.

Β Βασ. 12,8        καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον τοῦ κυρίου σου καὶ τὰς γυναῖκας τοῦ κυρίου σου ἐν τῷ κόλπῳ σου καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα· καὶ εἰ μικρόν ἐστι, προσθήσω σοι κατὰ ταῦτα.

Β Βασ. 12,8               Σου έδωκα δε όλην την περιουσίαν του Σαούλ. Και τας γυναίκας του σου έφερα εις την αγκάλην σου και όλους τους Ισραηλίτας τους έθεσα υπό την εξουσίαν σου. Εάν όλαι αυταί αι ευεργεσίαι ήσαν ολίγαι, εγώ ηδυνάμην και είχα την πρόθεσιν να προσθέσω και άλλας περισσοτέρας.

Β Βασ. 12,9        τί ὅτι ἐφαύλισας τὸν λόγον Κυρίου τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον ἐπάταξας ἐν ῥομφαίᾳ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἔλαβες σεαυτῷ εἰς γυναῖκα καὶ αὐτὸν ἀπέκτεινας ἐν ῥομφαίᾳ υἱῶν Ἀμμών.

Β Βασ. 12,9               Διατί όμως συ κατεφρόνησες και κατεξηυτέλισες τον νόμον του Κυρίου, ώστε να διαπράξης αυτό το κακόν ενώπιον των οφθαλμών του; Συ εφόνευσες τυν Ουρίαν τον Χετταίον με μάχαιραν και επήρες την γυναίκα του ως ιδικήν σου γυναίκα. Διότι συ έδωσες διαταγήν και ενήργησες εσκεμμένως να φονευθή από την ρομφαίαν των Αμμωνιτών.

Β Βασ. 12,10      καὶ νῦν οὐκ ἀποστήσεται ῥομφαία ἐκ τοῦ οἴκου σου ἕως αἰῶνος ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἐξουδένωσάς με καὶ ἔλαβες τὴν γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τοῦ εἶναί σοι εἰς γυναῖκα.

Β Βασ. 12,10             Από τώρα και πέρα δεν θα σταματήσουν πλέον οι φόνοι εις την οικογένειάν σου, διότι με περιεφρόνησες και με κατεξηυτέλισες και επήρες την γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου, δια να είναι ως σύζυγός σου.

Β Βασ. 12,11      τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐπὶ σὲ κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου σου καὶ λήψομαι τὰς γυναῖκάς σου κατ᾿ ὀφθαλμούς σου καὶ δώσω τῷ πλησίον σου, καὶ κοιμηθήσεται μετὰ τῶν γυναικῶν σου ἐναντίον τοῦ ἡλίου τούτου·

Β Βασ. 12,11              Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα παραχωρήσω να παρουσιασθούν παρόμοιαι συμφοραί εναντίον του οίκου σου, και θα αφήσω ενώπιον των οφθαλμών σου τας γυναίκας σου να παραδοθούν εις άνθρωπον ιδικόν σου, ο οποίος αναισχύντως και από το φως του ηλίου θα κοιμηθή με τας γυναίκας σου.

Β Βασ. 12,12      ὅτι σὺ ἐποίησας κρυβῇ, κἀγὼ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου τούτου.

Β Βασ. 12,12             Δια το κακόν, το οποίον συ διέπραξες κρυφίως, εγώ θα σε τιμωρήσω ενώπιον όλου του ισραηλιτικού λαού υπό το φως του ηλίου”.

 

                                    Η μετάνοια του Δαβίδ

Β Βασ. 12,13      καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Νάθαν· ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ. καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· καὶ Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου, οὐ μὴ ἀποθάνῃς·

Β Βασ. 12,13             Είπε τότε, βαθύτατα μετανοήσας, ο Δαυίδ προς τον Ναθαν· “ημάρτησα ενώπιον του Κυρίου”. Απήντησε δε ο Ναθαν προς τον Δαυίδ· “ο Κυριος παρέβλεψε και συνεχώρησε το αμάρτημά σου και δεν θα τιμωρηθής δια θανάτου.

Β Βασ. 12,14      πλὴν ὅτι παροργίζων παρώργισας τοὺς ἐχθροὺς Κυρίου ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ, καί γε ὁ υἱός σου ὁ τεχθείς σοι θανάτῳ ἀποθανεῖται.

Β Βασ. 12,14             Επειδή όμως με την αμαρτίαν σου αυτήν με έκαμες να οργισθώ πολύ και να αφήσω εγώ ο Θεός τους εχθρούς σου να σας νικήσουν, δια τούτο θα αποθάνη αμέσως το παιδί, που εγεννήθη από την γυναίκα τον Ουρίου”.

Β Βασ. 12,15      καὶ ἀπῆλθε Νάθαν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἔθραυσε Κύριος τὸ παιδίον, ὃ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τῷ Δαυίδ, καὶ ἠῤῥώστησε.

Β Βασ. 12,15             Αυτά είπεν ο Ναθαν και επανήλθεν στον οίκον του. Ο δε Κυριος εκτύπησε το παιδί, το οποίον εγέννησεν η γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου στον Δαυίδ, και αυτό αρρώστησε.

Β Βασ. 12,16      καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸν Θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου, καὶ ἐνήστευσε Δαυὶδ νηστείαν καὶ εἰσῆλθε καὶ ηὐλίσθη ἐν σάκκῳ ἐπὶ τῆς γῆς.

Β Βασ. 12,16             Ο Δαυίδ προσηυχήθη προς τον Θεόν δια την υγείαν του παιδίου και ενήστευσεν αυστηράν νηστείαν, διήλθε δε την νύκτα κοιμηθείς στο δάπεδον, ενδεδυμενός με σάκκον.

Β Βασ. 12,17      καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτὸν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐγεῖραι αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἠθέλησε καὶ οὐ συνέφαγεν αὐτοῖς ἄρτον.

Β Βασ. 12,17             Κοντά του έμειναν οι γεροντότεροι του οίκου του και προσεπάθουν να τον σηκώσουν από το πάτωμα. Εκείνος όμως δεν ήθελε. Και δεν έφαγε μαζή των τίποτε.

Β Βασ. 12,18      καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπέθανε τὸ παιδάριον· καὶ ἐφοβήθησαν οἱ δοῦλοι Δαυὶδ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον, ὅτι εἶπαν· ἰδοὺ ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐλαλήσαμεν πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς ἡμῶν· καὶ πῶς εἴπωμεν πρὸς αὐτὸν ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ ποιήσει κακά.

Β Βασ. 12,18             Κατά την εβδόμην ημέραν από της ασθενείας απέθανε το παιδί. Οι δε δούλοι εφοβήθησαν να αναγγείλουν στον Δαυίδ, ότι απέθανε το παιδί, διότι είπαν· “να, όταν ακόμη εζούσε το παιδί ωμιλήσαμεν προς αυτόν και δεν ήθελε να ακούση τίποτε. Πως λοιπόν θα είπωμεν εις αυτόν τώρα, ότι το παιδί απέθανε; Η ενέργειά μας αυτή πιθανόν να γίνη αιτία κακών δι' αυτόν και δι' ημάς”.

Β Βασ. 12,19      καὶ συνῆκε Δαυὶδ ὅτι οἱ παῖδες αὐτοῦ ψιθυρίζουσι, καὶ ἐνόησε Δαυὶδ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον· καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· εἰ τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ εἶπαν· τέθνηκε.

Β Βασ. 12,19             Ο Δαυίδ αντελήφθη ότι οι δούλοι αυτού κάτι εψυθίριζον και εκατάλαβε, ότι το παιδί είχε πλέον αποθάνει. Είπε τότε ο Δαυίδ προς τους δούλους του· “λοιπόν αλήθεια, απέθανε το παιδί;” Και εκείνοι του είπον· “απέθανε”.

Β Βασ. 12,20      καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐλούσατο καὶ ἠλείψατο καὶ ἤλλαξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ᾔτησεν ἄρτον φαγεῖν καὶ παρέθηκαν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε.

Β Βασ. 12,20            Τοτε ο Δαυίδ εσηκώθη από το έδαφος, ελούσθη, ηλείφθη με μύρα, άλλαξε τα ενδύματά του και εισήλθεν στον οίκον του Θεού και προσεκύνησεν αυτόν. Κατόπιν δε επανήλθεν στον οίκον του, εζήτησε φαγητόν να φάγη και παρέθεσαν εις αυτόν άρτον και φαγητόν και έφαγε.

Β Βασ. 12,21      καὶ εἶπαν οἱ παῖδες αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· τί τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ἐποίησας ἕνεκα τοῦ παιδαρίου; ἔτι ζῶντος ἐνήστευες καὶ ἔκλαιες καὶ ἠγρύπνεις, καὶ ἡνίκα ἀπέθανε τὸ παιδάριον, ἀνέστης καὶ ἔφαγες ἄρτον καὶ πέπωκας;

Β Βασ. 12,21             Είπαν τότε οι δούλοι του προς αυτόν· “τι είναι αυτό, το οποίον έκαμες σχετικώς με το θλιβερόν γεγονός του παιδίου σου; Ενώ εκείνο ακόμη εζούσε, συ ενήστευες και έκλαιες και αγρυπνούσες. Οταν δε απέθανε το παιδί, ηγέρθης, έφαγες και έπιες;”

Β Βασ. 12,22      καὶ εἶπε Δαυίδ· ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐνήστευσα καὶ ἔκλαυσα, ὅτι εἶπα· τίς οἶδεν εἰ ἐλεήσει με Κύριος καὶ ζήσεται τὸ παιδάριον;

Β Βασ. 12,22            Απήντησεν ο Δαυίδ εις αυτούς· “εφ' όσον εζούσε το παιδί, ενήστευσα και έκλαυσα, διότι εσκέφθην, τις οίδε, μήπως ο Κυριος με ελεήση και ζήση το παιδί;

Β Βασ. 12,23      καὶ νῦν τέθνηκεν· ἱνατί τοῦτο ἐγὼ νηστεύω; μὴ δυνήσομαι ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἔτι; ἐγὼ πορεύσομαι πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς οὐκ ἀναστρέψει πρός με.

Β Βασ. 12,23            Τωρα όμως απέθανε. Διατί πλέον εγώ να νηστεύω; Μηπως θα ημπορέσω να το επαναφέρω εις την ζώην; Εγώ θα πορευθώ προς αυτό. Αυτό δέ ποτέ δεν θα επιστρέψη προς εμέ”.

 

                                    Η γέννηση του Σολομώντα

Β Βασ. 12,24      καὶ παρεκάλεσε Δαυὶδ Βηρσαβεὲ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαλωμών, καὶ Κύριος ἠγάπησεν αὐτόν.

Β Βασ. 12,24            Παρηγόρησεν ο Δαυίδ και την Βηρσαβεέ την γυναίκα του δια τον θάνατον του παιδιού. Εισήλθε προς αυτήν, εκοιμήθη μαζή της, εκείνη δε συνέλαβε και εγέννησεν άλλον υιόν, στον οποίον έδωσε το όνομα Σαλωμών. Ο δε Κυριος ηγάπησεν αυτόν.

Β Βασ. 12,25      καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰεδεδί, ἕνεκεν Κυρίου.

Β Βασ. 12,25            Εδωσε δε εντολήν ο Θεός δια μέσου του προφήτου Ναθαν, σύμφωνα προς την οποίαν ο Δαυίδ εκάλεσε το όνομα του παιδίου Ιεδεδί, το οποίον σημαίνει “ηγαπημένος παρά Κυρίου”.

 

                                    Νίκες κατά των Αμμωνιτών

Β Βασ. 12,26      Καὶ ἐπολέμησεν Ἰωὰβ ἐν Ῥαββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν τῆς βασιλείας.

Β Βασ. 12,26            Εν τω μεταξύ ο Ιωάβ επολεμούσε και πολιορκούσε την Ραββάθ, πόλιν των Αμμωνιτών, την οποίαν και κατέλαβε, αυτήν την βασιλικήν πόλιν και πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών.

Β Βασ. 12,27      καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐπολέμησα ἐν Ῥαββὰθ καὶ κατελαβόμην τὴν πόλιν τῶν ὑδάτων·

Β Βασ. 12,27            Εστειλε δε αγγελιαφόρον προς τον Δαυίδ και εγνωστοποίησεν εις αυτόν· “επολέμησα την Ραββάθ και κατέλαβαν την πόλιν, την κτισμένην πλησίον των υδάτων του ποταμού Ιαβώκ.

Β Βασ. 12,28      καὶ νῦν συνάγαγε τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ καὶ παρέμβαλε ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ προκαταλαβοῦ αὐτήν, ἵνα μὴ προκαταλάβωμαι ἐγὼ τὴν πόλιν καὶ κληθῇ τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτήν.

Β Βασ. 12,28            Και τώρα συγκέντρωσε συ τον υπόλοιπον λαόν, στρατοπέδευσε κοντά εις την πόλιν και κάμε επίθεσιν, δια να καταλάβης το υπόλοιπον μέρος αυτής, δια να μη κυριεύσω εγώ και το μέρος τούτο της πόλεως και αποδοθή στο όνομά μου η κατάληψίς της”.

Β Βασ. 12,29      καὶ συνήγαγε Δαυὶδ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ῥαββὰθ καὶ ἐπολέμησεν ἐν αὐτῇ καὶ κατελάβετο αὐτήν.

Β Βασ. 12,29            Ο Δαυίδ συνεκέντρωσε πράγματι όλον τον υπόλοιπον λαόν και εβάδισεν εναντίον της Ραββάθ, επολέμησε κατ' αυτής και την εκυρίευσε.

Β Βασ. 12,30      καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον Μολχὸμ τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ τάλαντον χρυσίου καὶ λίθου τιμίου, καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Δαυίδ· καὶ σκῦλα τῆς πόλεως ἐξήνεγκε πολλὰ σφόδρα.

Β Βασ. 12,30            Αφήρεσε δε τον χρυσούν στέφανον, το διάδημα, από την κεφαλήν του βασιλέως των του Μολχόμ. Το βάρος του στεφάνου ήτο ένα τάλαντον χρυσού, είχε δε κατασκευασθή από χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Τον βασιλικόν αυτόν στέφανον εφόρεσεν ο Δαυίδ εις την κεφαλήν του. Επήρε και πάρα πολλά άλλα λάφυρα από την πόλιν αυτήν.

Β Βασ. 12,31      καὶ τὸν λαὸν τὸν ὄντα ἐν αὐτῇ ἐξήγαγε καὶ ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι καὶ ἐν τοῖς τριβόλοις τοῖς σιδηροῖς καὶ ὑποτομεῦσι σιδηροῖς καὶ διήγαγεν αὐτοὺς διὰ τοῦ πλινθείου· καὶ οὕτως ἐποίησε πάσαις ταῖς πόλεσιν υἱῶν Ἀμμών. καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 12,31             Τον δε λαόν, ο οποίος ευρίσκετο μέσα εις την πόλιν, τον έβγαλεν έξω από αυτήν και εφόνευσεν άλλους με πριόνια και άλλους με σιδηρούς κοπτήρας και άλλους ηνάγκασε να περάσουν από καλούπια πλίνθων. Το ίδιο έκαμε και στους κατοίκους όλων των άλλων πόλεων των Αμμωνιτών. Κατόπιν ο Δαυίδ επέστρεψέ με όλον τον στρατόν του εις την Ιερουσαλήμ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24