Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης πατριάρχης

Αρμενικής ή Συριακής καταγωγής, έγινε μοναχός στη μονή Βορραδίου στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου και εκλέχθηκε πατριάρχης το 1178. Η θητεία του στον πατριαρχικό θρόνο διήρκεσε ως το 1183. Την εποχή αυτή ο Θεοδόσιος Α΄ χρειάστηκε να χειριστεί τις επιπλοκές που δημιουργούσε η πολιτική αστάθεια που δημιούργησε ο θάνατος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1180) και η άνοδος στο θρόνο του ανήλικου διαδόχου του, Αλεξίου Β΄ Κομνηνού (1180-1183). Παρά το γεγονός ότι, ως λόγιος και ευσεβής μοναχός, ο Θεοδόσιος Α΄ κέρδισε την αγάπη του πλήθους της Κωνσταντινούπολης, δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τα γεγονότα.
Ο Θεοδόσιος Α΄ συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό όταν αυτός θέλησε να καταργήσει το ανάθεμα κατά του Μωάμεθ κατά τον προσηλυτισμό των Μουσουλμάνων, αλλά συμβιβάστηκε μαζί του τον Μάιο του 1180. Νιώθοντας ότι το τέλος του ήταν κοντά, ο αυτοκράτορας τον διόρισε στο συμβούλιο της αντιβασιλείας του ανήλικου Αλεξίου Β΄. Ο πατριάρχης Θεοδόσιος παρείχε άσυλο στην κόρη του Μανουήλ Α΄, Μαρία Κομνηνή, και στον σύζυγό της, Rennier του Montferrat, και σε πολλά ακόμα μέλη της αριστοκρατίας που αναμείχθηκαν σε συνωμοσία κατά του πρωτοσεβαστού Αλεξίου Κομνηνού το 1181. Με την υποστήριξή του και τη δραστηριότητα της Μαρίας της πορφυρογέννητης το άσυλο μετατράπηκε σε γενικότερη εξέγερση που διήρκεσε περίπου τρεις μήνες και ο πατριάρχης χρειάστηκε να αποτρέψει το στρατό από την παραβίαση του ασύλου, τελικά όμως μεσολάβησε στην αυτοκράτειρα, Μαρία της Αντιοχείας, προκειμένου να λήξει η εξέγερση. Επιδιώκοντας την έξωσή του από το πατριαρχείο ο πρωτοσεβαστός Αλέξιος τον κατηγόρησε για υπόθαλψη της εξέγερσης και πέτυχε την προσωρινή απομάκρυνσή του στη μονή Τερεβίνθου και στη συνέχεια στη μονή Χριστού Παντεπόπτου. Πριν το τέλος του χρόνου ωστόσο, υπό την πίεση της κοινής γνώμης αλλά και της αριστοκρατίας ο Θεοδόσιος αποκαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο, μάλιστα κατά τον Χωνιάτη η επιστροφή του στο πατριαρχείο διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα εξαιτίας του ενθουσιασμού του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για την υποδοχή του.
Η εξουδετέρωση του πρωτοσεβαστού Αλεξίου το 1182, η σφαγή των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης από τον εξεγερμένο όχλο (Απρίλιος 1182) και η προσχώρηση πολλών αριστοκρατών στην παράταξη του Ανδρονίκου Κομνηνού ανάγκασαν τον πατριάρχη να δώσει την έγκρισή του για την είσοδό του στην Βασιλεύουσα, ως εγγυητή της ομαλότητας. Μάλιστα ο Θεοδόσιος Α΄ κατά παρότρυνση του νέου επικυριάρχου έστεψε εκ νέου αυτοκράτορα τον Αλέξιο Β΄ στις 16 Μαΐου 1182. Ο πατριάρχης ωστόσο δεν εμπιστευόταν καθόλου τον Ανδρόνικο Κομνηνό. Αντιστρόφως, ο Ανδρόνικος Κομνηνός αντιλαμβανόταν πως ο πατριάρχης, απολαμβάνοντας την αγάπη του πλήθους της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε ένα από τα εμπόδια που έπρεπε να εξουδετερώσει προκειμένου να ανέβει ο ίδιος στο θρόνο της αυτοκρατορίας. Έτσι, μετά τη δολοφονία της Μαρίας της πορφυρογέννητης και της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αντιοχείας, ο Θεοδόσιος Α΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο όταν αντιλήφθηκε ότι έχασε την υποστήριξη της συνόδου με αφορμή το ζήτημα του γάμου του νόθου γιου του Μανουήλ Α΄, Αλεξίου, με την νόθα κόρη του Ανδρονίκου, Ειρήνη, η οποία ήταν εγγονή του αδελφού του από ετών αποθανόντος αυτοκράτορα. Η παραίτηση του πατριάρχη άνοιξε το δρόμο για την άνοδο στο θρόνο του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού και για την δολοφονία του Αλεξίου Β΄ (φθινόπωρο 1183).

Βιβλιογραφία:

Brand, Byzantium, 25, 29, 35-37, 41, 43-44, 48· ODB, 2052· Angold, Church and Society, 116-120.